Γεροντικό «Ταπείνωση Μεγάλου Αντωνίου»

Πέρασε κάποτε από το λογισμό του Μεγάλου Αντωνίου σε τίνος τάχα αγίου μέτρα να είχε φθάσει. Ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώση το λογισμό, του φανέρωσε μια νύχτα στʼ όνειρό του, πως καλύτερός του ήταν ο μπαλωματής, που είχε μικρομάγαζο σʼ ένα παράμερο δρόμο της Αλεξάνδρειας.
Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλη. Αφού βρήκε με πολλή δυσκολία το μαγαζί του, άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του. Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος που δεν πήγε ο νούς του ποιος ήταν αυτός ο γέρο-καλόγερος που τον ρωτούσε, χωρίς να σταματήσει τη δουλειά του είπε:
- Δεν ξέρω Αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωϊ σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στο λογισμό μου πως όλοι οι άνθρωποι σε αυτή την πόλη, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν και μόνο εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κιʼ όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.
Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε με συγκίνηση:
- Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα και κοπίασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: