ΙΕΡΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
Οι Άγιοι Πατέρες και ο σύγχρονος Οικουμενισμός
  
  
        Γράμμα προς τους εκκλησιαστικούς, τον μέγα εκ­κλησιάρχη Σίλβεστρο και τον μέγα χαρτοφύλακα Α­γαλλιανό, το οποίο απέστειλε κατά την ημέρα που προσεκλήθησαν οι εκκλησιαστικοί στο παλάτι του Ξυλαλά. Και αυτή ήταν η πρώτη πρόσκλησις, αφ' ό­του ο καρδινάλιος και οι τρεις αρχιερείς του έτους ε­κείνου είχαν μυστικά προσχεδιάσει τα πάντα (για την ένωσι). 15η Νοεμβρίου (1452).         Ο ιερός Γεννάδιος ο Σχολάριος, σοφός και άγιος Μοναχός, εμόνασε πλησίον της Κωνσταντινουπόλε­ως. Τις παραμονές της πτώσεως της Πόλεως διαβλέ­πει τα ερχόμενα δεινά. Καλεί σε μετάνοια για την α­ποσόβησί τους. Δεν ενδίδει στις πανταχόθεν πιέσεις (εκκλησιαστικών και πολιτικών) για  αναγνώρισι της ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας.
       Η  θεία Πρόνοια τον αναδεικνύει μετά την άλωσι πρώτο Πατριάρχη και Εθνάρχη.
       Η Πόλις εάλω. Αλλά η Ορθοδοξία εσώθη και  δια  της ομολογίας του ιερού Γενναδίου. Έτσι έχουμε ελπίδα σωτηρίας.
       Το κατωτέρω κείμενο-επιστολή απευθύνεται προς εκκλησιαστικά πρόσωπα. Απoτελεί μία ύστατη προ­σπάθεια να αποσοβηθή η υποταγή στις παπικές αξιώ­σεις για να σωθή τάχα η Πόλις. Έχουν προηγηθή πολλές ομιλίες προς τον λαό, πολλά διαβήματα προς τους πολιτικούς άρχοντας, εις ώτα όμως μη ακουό­ντων.
       Τον Νοέμβριο του 1452 γράφεται η επιστολή. Ένα μήνα αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου, συλλειτουρ­γούν δυστυχώς οι Ορθόδοξοι με τους Λατίνους στην Αγια-Σoφιά. Ο ιερός άνδρας, σε κείμενό του που μπορεί να τιτλοφορηθή Θρήνοι Γενναδίου, χαρακτη­ρίζει το γεγονός ως «των χριστιανικών συμφορών το κεφάλαιον».
       Η «ένωσις» δεν έσωσε την Πόλι. Δεν ήταν άλλω­στε δυνατόν. Είναι αναπόδραστη νομοτέλεια, η απο­στασία από την Ορθόδοξο Πίστι να ακολουθήται από εθνικές συμφορές.
       Άγιοι πατέρες, εγώ ήθελα να έλθω, όπως κάνω πάντοτε. Αλλά δεν γνωρίζω καλά σε τι αποβλέπει αυ­τή η συνάντησις. Μάθετε εσείς τον λόγο που σας προσκαλούν. Εάν μεν είναι παρών και ο καρδινάλιος και θέλει να ειπή κάτι, ή η σύσκεψις αυτή αφορά στο να έλθη άλλοτε και να ομιλήση ενώπιόν σας και ενώ­πιον πάντων και να απολογηθήτε σ' αυτόν εκκλησια­στικώς, τότε ας έλθουν κάποιοι απεσταλμένοι σας με ένα επιπλέον άλογο, με διαταγή βασιλική, και θα έλ­θω. Εσείς μη καταπιασθήτε να ακούσετε ή να ειπήτε κάτι χωρίς εμένα. Ό,τι γνωρίζω θα είναι στην διάθεσί σας.       Εάν όμως η σύναξις αυτή γίνεται για να πάρουν την συγκατάθεσι των εκκλησιαστικών για την ένωσι που έκανε ήδη η πολιτεία -αλλοίμονο! αυτό θα είναι χωρισμός από τον Θεό-, τότε αφήστε με, μη με πειρά­ζετε. Την γνώμη μου γι' αυτό την γνωρίζει χίλιες φο­ρές και ο αυθέντης μας ο αυτοκράτωρ και οι σύμβουλοί του και εσείς όλοι. Επίσης προ ολίγων ημερών του έστειλα με τον τιμιώτατο ιερομόναχο κυρ Ιγνάτιο δώδεκα κεφάλαια (άρθρα-θέσεις) περί της υποθέσεως αυτής, τα οποία είδατε και εσείς. Εγώ ποτέ δεν θα πω κάτι άλλο, απ' αυτό που λέγω πάντοτε.       Εκείνη την σύνοδο της Φλωρεντίας την έχω όπως την έχει και ο Θεός και η αλήθεια και όλοι οι χρι­στιανοί, τα γνήσια τέκνα της Ανατολικής Εκκλη­σίας. Για να το πω σαφέστερα, ακολουθώντας την γνώμη των αγίων Πατέρων και ταπεινά την συνείδησί μου: θεωρώ την σύνοδο αυτή ψευδοοικουμενική, όπως εκείνη επί Κωνσταντίνου, η οποία ανήρεσε όπως νόμιζε το ομοούσιον. Η γνώμη μου είναι η εξής: Ό­ποιος θα μνημονεύση τον Πάπα ή θα έχη κοινωνία με αυτούς που τον μνημονεύουν ή θα συμβουλεύση ή θα παραινέση κάποιον να μνημονεύση, θα τον θεωρήσω όπως ακριβώς και η αγία και μεγάλη σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία εξήτασε το λατινικό δόγμα και κατεδίκασε όσους το πίστεψαν, τον Βέκκο δηλαδή και τους ομόφρονάς του.       Έπειτα δεν θεωρώ μικρό πράγμα το μνημόσυνο του Πάπα ή οποιουδήποτε επισκόπου. Άλλωστε η πνευματική κοινωνία των ομοδόξων και η τελεία υπο­ταγή προς τους γνησίους ποιμένας εκφράζεται με το μνημόσυνο. Οι σύνοδοι και οι άλλοι Πατέρες ορίζουν ότι: αυτών που αποστρεφόμεθα το φρόνημα πρέπει να αποφεύγωμε και την κοινωνία. και όλα τα σχετικά που γνωρίζετε ότι ορίζουν. Πάνω απ' όλα όμως ο Κύ­ριός μας λέγει: «Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ' αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλο­τρίων την φωνήν» (Ιω. ι', 5).       Μη γένοιτο να κάνω αιρετική την εκκλησία μου, την αγία μητέρα των Ορθοδόξων, δεχόμενος το μνη­μόσυνο του Πάπα, εφ' όσον ο Πάπας ομολογεί και πι­στεύει εκείνα, για τα οποία δεν τον δέχεται η Εκκλη­σία μας. Όποιος, λοιπόν, ομολογήσει ότι εκείνος (ο Πάπας) ορθοτομεί τώρα τον λόγο της αληθείας, ομο­λογεί ότι οι δικοί μας πρόγονοι είναι αιρετικοί.      Η γνώμη μου λοιπόν ήταν και θα είναι αυτή. Και θα είμαι οπωσδήποτε πάντοτε ακοινώνητος προς τον Πάπα και όσους έχουν κοινωνία μ' αυτόν, όπως οι Πα­τέρες μας. Διότι πρέπει να μιμούμεθα την ευσέβειά τους, αφού δεν έχομε την αγιωσύνη και την σοφία τους.       Ακούω ότι οι πατέρες του λατινισμού υποψιθυρί­ζουν κρυφά ότι η ένωσις θα γίνη υπό όρους και για ωρισμένο χρονικό διάστημα, εξαπατώντας έτσι τον πο­λύ λαό και συγκαλύπτοντας τον εκλατινισμό. Αυτά τα θεωρώ ξένα προς το εκκλησιαστικό και χριστιανικό ήθος και αντίθετα στον Θεό και τον ορθό λόγο.       Πού ακούσθηκε πίστις και εκκλησιαστική ένωσις υπό όρους; Εάν είναι καλή αυτή η ένωσις, γιατί να εί­ναι για ωρισμένο χρονικό διάστημα και όχι μόνιμη; Και εάν είναι κακή, γιατί να γίνη έστω και για μία μόνο ημέρα; Και ποιος άλλος μπορεί να είναι ο όρος για την ένωσι των ορθώς πιστευόντων και φρονού­ντων, παρά οι ενούμενοι να φρονούν και να ομολο­γούν τα ίδια;       Θα ήταν σκόπιμο να τεθούν ο εξής όρος και η εξής διορία: ο Πάπας να αφαιρέση το και εκ του Υιού από το Σύμβολο, όπως και εμείς δεν λέγομε το εκ μόνου του Πατρός και το ουκ εκ του Υιού, αν και είναι δόγμα αρχαίο της Ανατολικής Εκκλησίας, πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι ίδιοι οι διδάσκαλοι των Λα­τίνων. Και γι' αυτά τα θέματα ας γίνεται συζήτησις, τό Σύμβολο όμως να λέγεται και από μας και από τον Πάπα, όπως ήτον αρχικά.       Αυτά όμως που λέγουν εκείνοι, δηλαδή να αναβά­λουμε προσωρινά την εξέτασι του θέματος, δεν είναι προσωρινή εκκλησιαστική οικονομία. Είναι προσω­ρινή συγκατάθεσίς μας στην προσθήκη (του filioque) και στην ένωσι που στην Φλωρεντία κακώς επικυρώ­θηκε. Είναι πρόσκαιρος εκλατινισμός -αν θα είναι βέβαια πρόσκαιρος και όχι αιώνιος!- συμπεραίνοντας από τα πρόσωπα που τον πραγματοποιούν.       Δεν είχαν ανακινηθή τα θέματα αυτά και στα χρό­νια του προηγουμένου βασιλέως από κάποιους διεφθαρμένους πολίτας και αποδείξαμε εμείς ότι όλα αυ­τά είναι παράλογα και ασυνείδητα και κατακριτέα από όλους τους ανθρώπους, ομοδόξους και ετεροδό­ξους; Διότι, προηγείται το αν θα ενωθούμε ή όχι με τους Λατίνους. και τότε ακολουθούν τα υπόλοιπα και από τις δύο πλευρές, όσα δηλαδή σχετίζονται με το αν θα ενωθούμε ή θα είμαστε χωρισμένοι.       Αυτή είναι η γνώμη μου, όπως ήδη την γνωρίζετε και εσείς και οι πάντες, και θα είναι η ίδια πάντοτε στο μέλλον. Όποιος θέλει να έχη κοινωνία μαζί μου, ας αποδεχθή την γνώμη μου. Όποιος δεν θέλει, ας κά­νη ό,τι νομίζει. Η ευθύνη δική του.
Όσον αφορά το συμφέρον της Πόλεως, λέγω ότι η σωτηρία της εξαρτάται από την εφαρμογή εκείνων που είπα στο μοναστήρι του Παντοκράτορος. Αν ε­φαρμοσθούν, δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Όμως δεν θα εφαρμοσθούν. Το εγνώριζα ότι δεν θα εφαρμο­σθούν. Αλλά πρέπει ο Θεός και εγώ ο ανάξιος δούλος του να είμαστε αναίτιοι.       Επίσης έστειλα μήνυμα στον μέγα δούκα. Μάλ­λον του έγραψα εκτεταμένη επιστολή, όπως γνωρίζει ο τιμιώτατος μέγας εκκλησιάρχης και ο τιμιώτατος δικαιοφύλαξ. Του έγραψα να αναφέρη στον βασιλέα ότι αυτά που σκέπτονται να κάνουν θα έχουν το κρίμα από τον Θεό και τους ανθρώπους, τους δικούς μας και τους ξένoυς, τους εχθρούς και τους συμμάχους. Και μάλιστα, ούτε ένωσις θα είναι αυτή ούτε μη ένωσις. Ούτε πλέον η εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως θα έχη λόγο προς τους Ορθοδόξους από τώρα, εάν γί­νουν αυτά όπως τα σκέπτεσθε. Αλλά σας λέγω και σας συμβουλεύω αυτό που από την αρχή εζήτησα, ευ­θύς μόλις ήρθε ο καρδινάλιος, αλλά δεν θελήσατε: Να έλθω στο παλάτι. και ας είναι οι τρεις τάξεις των πο­λιτών, η σύγκλητος, η εκκλησία και η πολιτεία. ας έρθη και ο καρδινάλιος έχοντας όσους Βενετίκους και Γενουίτας θέλει. και να δείξω πως, αυτό που λέγει ο καρδινάλιος, είναι ασύμφορο για τα δύο μέρη. Το δε συμφέρον κατά την παρούσα ταραχή των πραγμάτων είναι το εξής: τα εκκλησιαστικά να μείνουν όπως έ­χουν και να μη αλλάξουν καθόλου, ούτε στο ένα μέ­ρος ούτε στα άλλο.       Επειδή αυτοί υπόσχονται να βοηθήσουν την Πό­λι, όταν ειρηνεύση η Πόλις είτε με την βοήθειά τους είτε όχι, εξάπαντος να γίνη ένα από τα δύο: Ή να έλ­θουν δικοί τους αντιπρόσωποι με εξουσιοδότησι να κάνουμε εδώ σύνοδο, ή να υπάγουν εκεί έξι τουλάχι­στον από τα αξιολογώτερα εκκλησιαστικά πρόσωπα, και να συζητηθούν τα περί της ενώσεως εκκλησιαστι­κώς και πνευματικώς και ελευθέρως. Διότι, αν γίνη προηγουμένως ειρήνη, θα έχωμε και την συμβουλή και την γνώμη των εγγύς ομοδόξων, των Αγιορειτών δηλαδή και των αγιωτάτων πατριαρχών. Και ό,τι γί­νει, είτε πάμε εκεί είτε έλθουν εκείνοι εδώ -το καλύ­τερο-, αυτό θα είναι και στον Θεό αρεστό, επειδή θα έγινε με ελπίδα σ' Αυτόν ελευθέρως και πνευματικώς, και στους Χριστιανούς ανεπίληπτο. Μέχρι τότε όλοι εμείς να είμαστε μεταξύ μας ενωμένοι και ο βασιλεύς απροσπαθής.       Με τον τρόπο αυτό ενδέχεται να βγη κάτι καλό, ε­άν βεβαίως ο Θεός, για τον οποίο είναι δυνατά όσα για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, ελεήση τους Χρι­στιανούς και δώση οδό και τρόπο αληθινής ενώσεως, κατά τον οποίο οι ειδήμονες και σοφοί από τα δύο μέ­ρη θα συμφωνήσουν κινούμενοι με ορθή συνείδησι εκ Θεού.       Σας είπα ότι, εάν το θελήσετε, εγώ θα έλθω και θα αναπτύξω αυτά εις πλάτος και θαρρώ ότι θα τους κα­ταπείσω αποδεικνύοντας τα ανώφελα και βλαβερά που θα ακολουθήσουν το σκεπτικό τους και τις ωφέλειες από το δικό μου σκεπτικό.      Επίσης, επειδή ελπίζετε και για κάποια βοήθεια από εκεί, αυτή η ανταλλαγή απόψεων αφ' ενός θα α­ποκαλύψη τι είδους είναι εκείνες οι ελπίδες και αφ' ε­τέρου δεν θα προσκρούετε στον Θεό.       Εάν, αντίθετα, πραγματοποιήσετε πρώτα αισχρώς τον εκλατινισμό που θέλετε, και τότε για να εξαπατή­σετε τους απλουστέρους βάλετε χρονικά όρια τάχα και ελπίδες λόγων και συζητήσεων, το συμπέρασμα του κακού αυτού διαβήματος θα είναι αυτό που πολ­λές φορές είπα. Εγώ τότε, έστω κι αν όλη η Ανατολή πάη στην Δύσι, δεν πηγαίνω. και αν όλη η Δύσις έλ­θη στην Ανατολή, εγώ θα σιωπήσω. και ήδη από τώ­ρα σιωπώ. Διότι, αν όλοι εσείς και η δήθεν σύναξίς σας γίνετε Λατίνοι, με ποιους και για ποιους και τι να ομιλή πλέον ο ταπεινός Γεννάδιος υπέρ του πατρίου δόγματος;        Αυτά τα έγραψα εκτενέστερα και στον μέγα δού­κα, όπως γνωρίζουν οι τιμιώτατοι που ανέφερα. Τώρα μόνο τα κυριώτερα σταχυολόγησα. Έχω κοντά μου και αντίγραφο του γράμματος εκείνου, στο οποίο μου απήντησε ο μέγας δούκας με τρόπο που με εξέπληξε: «Ματαίως κοπιάζεις, πάτερ, διότι αποφασίσθηκε να ε­παναφέρωμε το μνημόσυνο του Πάπα και είναι αδύνα­το να γίνη αλλοιώς. Με την προϋπόθεσι ότι δεν θα φέρης κανένα εμπόδιο, διότι τίποτα δεν θα πετύχης, έ­λα να βοηθήσης να το κάνουμε». Και εγώ του απή­ντησα: «Έλεγα (ότι θα έλθω), με την προϋπόθεσι ότι δεν θα γίνετε Λατίνοι. Εάν αποφασίσατε να γίνετε, και ήδη εγίνατε, όλα τελείωσαν και εγώ δεν έχω ευθύ­νη γι' αυτό».       Λοιπόν, πατέρες άγιοι, δεν αμέλησα και γι' αυτό το συμφέρον της Πόλης. Μάλιστα ουδόλως αμέλησα για την Πίστι και για το συμφέρον της Πόλης, το ο­ποίο κυρίως εξαρτάται από τον Θεό και την προς Αυ­τόν ορθόδοξο Πίστι μας. Είθε ο Κύριος να ανοίξη τα μάτια όλων. Ειδ' άλλως, τουλάχιστον εσάς και τους πιο εκλεκτούς από σας να φυλάξη σταθερούς στην Πίστι των Πατέρων, ώστε εξ αιτίας σας να υπάρχη κάποια ελπίδα εκ Θεού. Με τις ευχές σας να ελεήση και εμένα τον αμαρτωλό. Πάντως λυπούμαι πολύ.
Την μετάνοιά μου. Να αναγνωσθή δημοσίως, ώ­στε να ακουσθή από όλους.
                                                                                        (Από το τεύχος 21, σελίς 21-28).
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ , ΜΑΪΟΣ 2006