Αλέξ. Παπαδιαμάντης : ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ


Μεταξ τν πολλν δημωδν τύπων, τος ποίους θ χωσι ν κμεταλλευθσιν ο μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπ κατέχει θέσιν κακ πενθερά, ς κα κακ μητρυιά. Περ μητρυις λλοτε θ ποπειραθ ν διαλάβω τιν πρς ποικοδόμησιν τν ναγνωστν μου. Περ μις κακς πενθερς σήμερον λόγος.
Ες τί πταιεν τυχς νέα Διαλεχτή, οτως νομάζετο, θυγάτηρ το Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατ τν λληνικν πανάστασιν ες μίαν τν νήσων το Αγαίου, ες τί πταιεν ν το στερα κα τεκνος; Εχε νυμφευθ πρ πταετίας, κτοτε δς μετέβη ες τ λουτρ τς Αδηψο, πεντάκις τς δωκαν ν πί διάφορα τελεσιουργ βότανα, ες μάτην, γ μενεν γονος. Δύο τρες γύφτισσαι τς δωκαν ν φορέσ περίαπτα θαυματουργ περ τς μασχάλας, εποσαι ατ τι τοτο το τ μόνον μέσον, πως γεννήσ, κα μάλιστα υόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τ δώρησεν γιασμένον κομβολόγιον, επν ατ ν τ βαπτίζ κα ν πίν τ δωρ. Τ πάντα μάταια.

H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more



π τέλους μ τν πελπισίαν λθε κα νάπαυσις τς συνειδήσεως, κα δν νόμιζεν αυτν νοχον. Τ ατ μως δν φρόνει κα γραα Καντάκαινα, πενθερά της, τις πέρριπτεν ες τν νύμφην ατς τ σφάλμα τς μ ποκτήσεως γγόνου δι τ γράς της.
Εναι ληθς τι σύζυγος τς Διαλεχτς το τ μόνον τέκνον τς γραίας ταύτης, κα οτος δ συνεμερίζετο τν πρόληψιν τς μητρός του ναντίον τς συμβίας ατο. ν δν τ γέννα σύζυγός του, γενε χάνετο. Περίεργον δ τι πς λλην τς ποχς μας ερώτατον θεωρε χρέος κα περτάτην νάγκην τν διαιώνισιν το γένους του.
κάστοτε, σάκις υός της πέστρεφεν κ το ταξιδίου του, διότι εχε βρατσέραν, κα το τολμηρότατος ες τν κτοπλοΐαν, γραα Καντάκαινα ρχετο ες προϋπάντησιν ατο, τν δήγει ες τν οκίσκον της, τν διάβαζε, τν κατήχει, το βαζε μαναφούκια*, κα οτω τν προέπεμπε παρ τ γυναικ ατο. Κα δν λεγε μόνα τ λάττώματά της, λλ τ αγάτιζε· δν το μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στερα, νύμφη της, τοτο δν ρκει, λλ το παστρη*, πασσάλωτη*, ξετσίπωτη, κτλ. λα τ εχεν, « ποίσα, δείξα, κληρη».
καπετν Καντάκης, σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τ κουεν λα ατά, φαντασία του φούσκωνεν, ξερχόμενος ετα συνήντα τος συναδέλφους του ναυτικούς, ρχιζαν τ καλς ρισες,καλς σς ηρα, πινεν πτ κτ ρώμια, κα μ τριπλν σκοτοδίνην, τν κ τς θαλάσσης, τν κ τς γυναικείας διαβολς κα τν κ τν ποτν, εσήρχετο οκαδε κα βάρβαροι σκηνα συνέβαινον τότε μεταξ ατο κα τς συζύγου του.
Οτως εχον τ πράγματα μέχρι τς παραμονς τν Χριστουγέννων το τους 186… καπετν Καντάκης πρ πέντε μερν εχε πλεύσει μ τν βρατσέραν του ες τν πέναντι νσον μ φορτίον μνν κα ρίφων, κα λπιζεν τι θ ώρταζε τ Χριστούγεννα ες τν οκίαν του. λλ τν λογαριασμν τν καμνεν νευ το ξενοδόχου, δηλ. νευ το Βορρ, στις φύσησεν αφνιδίως γριος, κα κλεισεν λα τ πλοα ες τος ρμους που ερέθησαν. Επομεν μως τι καπετν Καντάκης το τολμηρς περ τν κτοπλοΐαν.
Περ τν σπέραν τς παραμονς τν Χριστουγέννων, νεμος μετριάσθη λίγον, λλ οχ ττον ξηκολούθει ν πνέ. Τ μεσονύκτιον πάλιν δυνάμωσε.
Τινς ναυτικο ν τ γορ στοιχημάτιζον τι, φο κατέπεσεν Βορρς, καπετν Καντάκης θ φθανε περ τ μεσονύκτιον. σύζυγός του μως δν το κε ν τος κούσ κα δν τν περίμενεν.
Ατη δέχθη μόνον περ τν σπέραν τν πίσκεψιν τς πενθερς της, συνήθως φιλόφρονος κα μειδιώσης, τις τ εχήθη τ παραίτητον «καλ δέξιμο» κα δι χιλιοστν φορν τ στερεότυπον «μ ναν καλ γυιό».
Κα ο μόνον τοτο, λλ τ προσέφερε κα ν χριστόψωμο.
  Τ ζύμωσα μοναχή μου, επεν θεια-Καντάκαινα, μ γει ν τ φς.
  Θ τ φυλάξω ς τ Φτα, δι ν γιασθ, παρετήρησεν νύμφη.
χι, χι, επε μετ λλοκότου σπουδς γραα, τ δικό της φυλάει καθεμι νοικοκυρ δι τ Φτα, τ πεσκέσι τρώγεται.
  Καλά, πήντησεν ρέμα Διαλεχτή, το λόγου σου ξέρεις καλύτερα.
Διαλεχτ το γαθωτάτης ψυχς νέα, οδέποτε δύνατο ν φαντασθ ν ποπτεύσ κακόν τι.
  Πς τό παθε πεθερά μου κα μο φερε χριστόψωμο, επε μόνον καθ αυτήν, κα φο πλθεν γραα, κλείσθη ες τν οκίαν της κα κοιμήθη μετά τινος δεκαετος παιδίσκης γειτονοπούλας, τις τ καμνε συντροφίαν σάκις λειπεν σύζυγός της.
Διαλεχτ κοιμήθη πολ νωρίς, διότι σκοπν εχε ν πάγ ες τν κκλησίαν περ τ μεσονύκτιον. νας δ το γ. Νικολάου μόλις πεχε πεντήκοντα βήματα π τς οκίας της.
Περ τ μεσονύκτιον σήμαναν παρατεταμένως ο κώδωνες. Διαλεχτ γέρθη, νεδύθη κα πλθεν ες τν κκλησίαν. παρακοιμωμένη ατ κόρη το συμπεφωνημένον, τι μόνον μέχρις ο σημάν ρθρος θ μενε μετ ατς, θεν φυπνίσασα ατν τν δήγησε πλησίον τν δελφν της. Α δύο οκίαι χωρίζοντο δι τοίχου κοινο.
Διαλεχτ νλθεν ες τν γυναικωνίτην το ναο, λλ μόλις παρλθεν μίσεια ρα κα γυνή τις πτωχ κα χωλ δυστυχής, τις πηρέτει ς νεωκόρος τς κκλησίας, λθοσα τ λέγει ες τ ος:
  Δσέ μου τ κλειδί, λθε ντρας σου.
ντρας μου! νεφώνησεν Διαλεχτ κπληκτος.
Κα ντ ν δώσ τ κλειδ σπευσε ν καταβ δία.
λθοσα ες τν κλίμακα τς οκίας βλέπει τν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ποστάζοντα δωρ κα φρόν.
  Εμαι μισοπνιγμένος, επε μορμυρίζων οτος, λλ δν εναι τίποτε. ντ ν τ ρίξωμε ξω, τ καθίσαμε στ ρηχά.
  Πέσατε ξω; νέκραξεν Διαλεχτή.
χι, δν εναι, σο λέγω, τίποτε. βρατσέρα εναι σίγουρη, μ δύο γκουρες ραγμένη, κα καθισμένη.
  Θέλεις ν νάψω φωτιά;
 Ἄναψε, κα δσέ μου ν λλάξω.
Διαλεχτ ξήγαγεν κ το κιβωτίου νδύματα δι τν σύζυγόν της κα ναψε πρ.
  Θέλεις κανένα ζεστό;
  Δν μ φελε μένα τ ζεστό, επεν καπετν Καντάκης. Κρασ ν βγάλς.
Διαλεχτ ξήγαγεν κ το βαρελίου ονον.
  Πς δν φρόντισες ν μαγειρεύσς τίποτε; επε γογγύζων ναυτικός.
  Δν σ περίμενα πόψε, πήντησε μετ ταπεινότητος Διαλεχτή. Κρέας πρα. Θέλεις ν σο ψήσω πριζόλα;
  Βάλε στ κάρβουνα, κα πήγαινε σ στν κκλησιά σου, επεν καπετν Καντάκης. Θ λθω κ γ σ λίγο.
Διαλεχτ θεσε τ κρέας π τς νθρακις, τις σχηματίσθη δη, κα τοιμάζετο ν πακούσ ες τν διαταγν το συζύγου της, τις το κα δική της πιθυμία, διότι θελε ν κοινωνήσ. Σημειωτέον τι τν φράσιν «πήγαινε σ στν κκλησιά σου» βαψεν Καντάκης δι στρυφνς χροις.
μάννα μου δν θ τό μαθε βέβαια τι λθα, παρετήρησεν αθις Καντάκης.
κείνη εναι στν νορία της, πήντησεν Διαλεχτή. Θέλεις ν τς παραγγείλω;
  Παράγγειλέ της ν λθ τ πρωί.
Διαλεχτ ξλθεν. Καντάκης τν νεκάλεσεν αφνης.
  Μ τώρα εναι τρόπος ν πς σ στν κκλησιά, κα ν μ φήσς μόνον;
  Ν μεταλάβω κ ρχομαι, πήντησεν γυνή.
Καντάκης δν τόλμησε ν ντείπ τι, διότι πάντησις θ το βλασφημία. Οχ ττον μως τν βλασφημίαν νδιαθέτως τν πρόφερεν.
Διαλεχτ φρόντισε ν στείλ γγελιοφόρον πρς τν πενθεράν της να δωδεκαετ παδα τς ατς κείνης γειτονικς οκογενείας, ς θυγάτηρ κοιμήθη φ σπέρας πλησίον της, κα πέστρεψεν ες τν ναόν.
Καντάκης, στις πείνα τρομερά, ρχισε ν καταβροχθίζ τν πριζόλαν. Καθήμενος κλαδν παρ τν στίαν, βαρύνετο ν σηκωθ κα νοίξ τ ρμάρι δι ν λάβ ρτον, λλ ριστερόθεν ατο περάνω τς στίας π μικρο σανιδώματος ερίσκετο τ χριστόψωμον κενο, τ δρον τς μητρός του πρς τν νύμφην ατς. Τ φθασε κα τ φαγεν λόκληρον σχεδν μετ το πτο κρέατος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Περ τν αγήν, Διαλεχτ πέστρεψεν κ το ναο, λλ ερε τν πενθεράν της περιβάλλουσαν δι τς λένης τ μέτωπον το υο ατς κα γοερς θρηνοσαν.
λθοσα ατη πρ λίγων στιγμν τν ερε κοκκαλωμένον κα πνουν. πάρασα τος φθαλμούς, παρετήρησε τν πουσίαν το χριστοψώμου π το σανιδώματος τς στίας, κα μέσως νόησε τ πάντα.
Καντάκης φαγε τ φαρμακωμένο χριστόψωμον, τ ποον γραα στρίγλα εχε παρασκευάσει δι τν νύμφην της.
ατρο πιστήμονες δν πρχον ν τ μικρ νήσ· οδεμία νεκροψία νεργήθη. νομίσθη τι θάνατος προλθεν κ παγώματος συνεπεί το ναυαγίου. Μόνη γραα Καντάκαινα ξευρε τ ατιον το θανάτου.
Σημειωτέον τι γραα συναισθανθεσα κα ατ τ γκλημά της, δν μέμφθη τν νύμφην της, λλ τοναντίον τν περήσπισε κατ τς κακολογίας λλων. Ἐὰν ζησε κα λλα κατόπιν Χριστούγεννα, στοργος πενθερ κα κουσία παιδοκτόνος, δν θ το βεβαίως πολ ετυχς ες τ γράς της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: