Λογος Α΄ εις την Γέννησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.


Του εν Αγίοις Πατρός ημών Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου.

Εκ του υπ΄ αριθ. 52 χειρογράφου Μεγίστης Λαύρας.

Αρχή μεν εορτών η παρούσα πανήγυρις, πρώτη δε μετά τον νόμον και τας σκιάς, και μέντοι και προς την χάριν και την αλήθειαν είσοδος·  έστι δε η αυτή και πρώτη και μέση και τελευταία. Αρχήν μεν έχουσα την του νόμου περαίωσιν, μεσότητα δε την προς τα άκρα συνάφειαν, τέλος δε την της αληθείας φανέρωσιν·  τέλος γαρ Νόμου Χριστός, ου μάλλον ημάς απάγων του γράμματος, όσον επανάγων επί το πνεύμα·  τούτο γαρ η τελείωσις, καθ΄ ην αυτός ο του Νόμου δοτήρ άπαντα συμπεράνας, επί το πνεύμα το γράμμα μετήνεγκεν, ανακεφαλαιώσας εις εαυτόν τα πάντα, και διαιτήσας Νόμω και Χάριτι· και τον μεν υποζεύξας, την δε συνάψας εναρμονίως· ου φύρας τα θατέρου προς θάτερον ίδια, μετοχετεύσας δε και λίαν θεοπρεπώς επί το κούφον τε και ελευθέριον, όσον δυσαχθές τε και δούλον και υποχείριον, «ίνα μηκέτι υπό τα στοιχεία του κόσμου ώμεν δεδουλωμένοι», καθώς φησιν ο Απόστολος, μηδέ ζυγώ δουλείας του νομικού γράμματος ενεχώμεθα· τούτο γαρ το περί ημάς ευεργετημάτων Χριστού το κεφάλαιον. Τούτο η του μυστηρίου φανέρωσις· τούτο η κενωθείσα φύσις, Θεός και άνθρωπος, και η του προσχήματος θέωσις.  

H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

                                                                                                                                                                       Αλλά της ούτω λαμπράς και περιφανεστάτης Θεού προς ανθρώπους επιδημίας έδει τι πάντως είναι και χαράς επεισόδιον, δι΄ ου το μέγα της σωτηρίας εις ημάς πρόεισι δώρον· το δε εστιν η παρούσα πανήγυρις, προοίμιον έχουσα της Θεοτόκου την Γέννησιν· συμπέρασμα δε, της του λόγου προς την σάρκα συμπήξεως την απότεξιν, καθ΄ ην το καινότατον απάντων εν θαύμασιν άκουσμα, δια παντός εκλαλούμενον, δύσληπτον μένει και δυσθεώρητον, όσω κρύπτεται φανερούμενον, και όσω φανερούται κρυπτόμενον. Εντεύθεν άρα της παρθενίας το φως υπέρ κεφαλής φέρουσα, και οίον εξ ακηράτων ανθέων των πνευματικών της Γραφής λειμώνων ερανιζομένη τον στέφανον η θεοχαρίτωτος αύτη και πρώτη των εορτών ημέρα, κοινήν τη κτίσει την ευφροσύνη προτίθεται· θαρσείτε λέγουσα, Γενέθλιος η πανήγυρις, και του γένους ανάπλασις· Παρθένος γαρ άρτι γεννάται και τιθηνείται και πλάττεται, και Θεώ τω Παμβασιλεί των αιώνων απειρογάμως ετοιμάζεται Μήτηρ· και τούτο ημίν η εκ Δαβίδ συν Δαβίδ το πνευματικόν συγκεκρότηκε θέατρον· η μεν ως Θεομήτωρ, την εαυτής προθείσα θεόσδοτον Γέννησιν· ο δε του γένους την ευκλησίαν παραδεικνύς, και την του Θεού προς ανθρώπους καινοπρεπεστάτην συγγένειαν. Βαβαί του θαύματος! Η μεν μεσιτεύει θεότητα ύψει και σαρκός ταπεινότητι, και γίνεται Μήτηρ του πλάσαντος υπέρ όλου του πλάσματος· ο δε προφητεύει το μέλλον ως ήδη παρόν, και όρκω λαμβάνει παρά Θεού την ευκλεά του γένους εξ οσφύος διαμονήν και συντήρησιν.                                                                                                                                                                            Πανηγυριστέον ουν εικότως το της ημέρας μυστήριον, και δωροφορητέον τη του Λόγου Μητρί, τους λόγους αυτούς· ότι μη φίλον αυτή των άλλων ουδέν, πλην λόγου και της εκ των λόγων τιμής. Επεί και διπλούν εντεύθεν ημίν προσέσται ποιουμένοις το κέρδος· το μεν τοι προς αλήθειαν ημάς επανάγον, το δε τοι της νομικής εν γράμματι δουλείας και πολιτείας απάγον. Πως και τίνα τρόπον; Υποχωρούσης δηλαδή της σκιάς τη του φωτός παρουσία, και την ελευθερίαν του γράμματος αντεισφερούσης της χάριτος, ων η παρούσα πανήγυρις μεθόριος ίσταται· την αλήθειαν των τυπικών συμβόλων αντιπαραζευγνύσα, και τα νέα των παλαιών αντεισφέρουσα. Τούτο και ο Παύλος, η θεία του Πνεύματος σάλπιγξ, ανέκραζε λέγων: «Ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις, ανακαινίζεσθαι· τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε τα πάντα καινά». Επειδή γαρ μηδέν ετελείωσεν ο Νόμος, επεισαγωγή δε κρείττονος ελπίδος δι΄ ης εγγίζομεν τω Θεώ, της χάριτος εξεφάνθη τρανώς η αλήθεια, αυτός εαυτόν καθείς ο του Νόμου δοτήρ αφράστως εις κένωσιν· οικονομικώς άνθρωπος προελήλυθεν, ίνα πληρώση το λείπον, και αντιδώ των χειρόνων τα κρείττω και τελεώτερα· ο δη και ο υψηλός βούλητ΄ αν Ιωάννης, η Θεολόγος του Λόγου βροντή διασημαίνει σαφέστατα «εκ του πληρώματος αυτού, λέγων, ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος». Αυτού γαρ κενωθέντος, είτα και μορφωθέντος υπερφυώς εξ ημών το ημέτερον, ημείς το πλήρες ελάβομεν, και την αντιδοθείσαν του ληφθέντος φυράματος κατεπλουτίσθημεν θέωσιν.                                                                                                                           Ουκούν αγαλλιάσθω τα σύμπαντα σήμερον, και η φύσις σκιρτάτω· ευφραινέσθω ο ουρανός άνωθεν, και αι νεφέλαι ρανάτωσαν δικαιοσύνην·  σταλαξάτω τα όρη γλυκασμόν, και οι βουνοί αγαλλίασιν· ότι ηλέησεν ο Θεός τον λαόν αυτού, εγείρας κέρας σωτηρίας ημίν εν οίκω Δαβίδ του παιδός αυτού, την υπεράμωμον ταύτην Παρθένον και άνανδρον, εξ ης ο Χριστός, η σωτηρία των Εθνών και η προσδοκία. Χορευέτω δη τοίνυν πάσα νυν ευγνώμων ψυχή, και συγκαλείτω την κτίσιν η φύσις προς καινισμόν εαυτής και ανάπλασιν. Στείραι συντόνως τρεχέτωσαν· η γαρ άπαις και στείρα, την θεόπαιδα Παρθένον επαιδοποίησε. Παρθένοι χαιρέτωσαν· την γαρ άσπορον γην, ης ο καρπός αγεώργητος, η άκαρπος εξεβλάστησεν άρουρα. Μητέρες σκιρτάτωσαν· η γαρ άγονος μήτηρ, την άφθορον Μητέρα και Παρθένον απέτεκε. Γυναίκες κροτείτωσαν· γυνή γαρ η πάλαι της αμαρτίας την αφορμήν σχεδιάσασα, της σωτηρίας άρτι την απαρχήν εισκεκόμικε· και η πάλαι κατάκριτος, εδείχθη θεόκριτος, Μήτηρ άνανδρος εκλελεγμένη του Πλάσαντος, και του γένους ανόρθωσις. Πάσα τοίνυν η κτίσις υμνείτω και χορευέτω, και συνεισφερέτω τι της ημέρας επάξιον. Γενέσθω μία κοινή σήμερον ουρανίων και επιγείων πανήγυρις, και συνεορταζέτω παν όσον εγκόσμιόν τε και υπερκόσμιον σύγκριμα. Σήμερον γαρ του πάντων Κτίστου το κτιστόν ωκοδόμηται τέμενος, και το κτίσμα τω Κτίστη θείον εναύλισμα θεοπρεπώς ετοιμάζεται.                                                                                                                                                 Σήμερον η πριν απογεωθείσα φύσις αρχήν λαμβάνει θεώσεως, και προς δόξαν ο χους την ανωτάτω μετάρσιος ανατρέχειν επείγεται. Σήμερον εξ ημών ανθ΄ ημών απαρχήν ο Αδάμ τω Θεώ προσφέρων την Μαρίαν απάρχεται, και του όλου φυράματος η ζύμη προφυραθείσα, δι΄ αυτής αρτοποιείται προς την του γένους ανάπλασιν. Σήμερον ο μέγας κόλπος της παρθενίας ανακαλύπτεται, και τον άσπιλον μαργαρίτην της αληθούς αφθορίας η Εκκλησία νυμφικώς περιτίθεται.                                                                                                                                                                             Σήμερον η καθαρά των ανθρώπων ευγένεια της πρώτης θεοπλαστίας απολαμβάνει το χάρισμα, και προς εαυτήν αντεπάνεισι· και ην απημαύρωσε του κάλλους ευπρέπειαν η της κακίας δυσγένεια, ταύτην η φύσις τεχθείση τη Μητρί του ωραίου προσάγουσα, πλάσιν αρίστην και θεοπρεπεστάτην εισδέχεται μόρφωσιν· και γίνεται κυρίως η πλάσις ανάκλησις, και η ανάκλησις θέωσις, η δε προς το αρχέτυπον ομοίωσις. Σήμερον η στείρα Μήτηρ παρ΄ ελπίδα ευρίσκεται, και τόκου μήτηρ απάτορος εξ αγόνων λαγόνων βλαστάνουσα, τας γονάς αγιάζει της φύσεως. Σήμερον η ευπρεπής της θείας αλουργίδος κατεχρώσθη βαφή, και την βασιλικήν αξίαν η πενιχρά των ανθρώπων αμφιέννυται φύσις. Σήμερον η Δαβιτική προφητικώς εξεβλάστησεν όρπηξ, ράβδος Ααρών αειθαλής χρηματίσασα, και ράβδον δυνάμεως ημίν τον Χριστόν εξανθήσασα. Σήμερον εξ Ιούδα και Δαβίδ Παρθένος Κόρη προέρχεται, βασιλείας και ιερατείας υπογράφουσα πρόσωπον, του κατά την τάξιν Μελχισεδέκ χρηματίσαντος, αλλ΄ ου κατά την τάξιν Ααρών ιερατεύσαντος. Σήμερον το μυστικόν της θείας ιερατείας ύφασμα η χάρις λευκάνασα, λευϊτικώ τυπικώς προεξύφανε σπέρματι, και την βασίλειον αλουργίδα βάψας, δαβιτικώ Θεός επορφύρωσεν αίματι. Και συνελόντα φάναι: Σήμερον η της φύσεως ημών αναμόρφωσις άρχεται, και ο γηράσας κόσμος θεοειδεστάτην λαμβάνων στοιχείωσιν, δευτέρας θεοπλαστίας προοίμια δέχεται. Επειδή γαρ η πρώτη των ανθρώπων διάπλασις εκ καθαράς γης και ασπίλου δεδημιούργηται, ηφάνισε δε το προσφυές η φύσις αξίωμα, συληθείσα την χάριν τω της παρακοής ολισθήματι, δι΄ ης εξερρίφθημεν του ζωηρού χωρίου και της εν Παραδείσω τρυφής, η φύσις την επίκηρον ζωήν αντηλλάξατο κλήρον ώσπέρ τινα πατρώον εις ημάς καταντήσασαν, εξ ης ο θάνατος και η εντεύθεν του γένους καταφθορά. Είτα εις την κάτω χώραν της άνω πάντων ανθελκομένων πάσα μεν αφήρητο σωτηρίας ελπίς· εδείτο δε βοηθείας η φύσις της ανωτάτω, νόμος δε ην ουδείς προς ιατρείαν του αρρωστήματος, ουχ ο έμφυτος, ουχ ο εν γράμματι κείμενος, ουχ ο των Προφητών πυρίπνους και διαλλακτήριος λόγος, ουχ όσα την ανθρωπίνην οίδεν επανορθούν φύσιν, και οις αν τάχα ραδίως ανεκομίσθη προς την προτέραν ευγένειαν· ηυδόκησεν άρτι τότε ο των όλων αριστοτέχνης Θεός, οίόν τινα παναρμόνιον και νεοπαγή κόσμον άλλον αρτιτελώς επιδείξασθαι και την εγκατασκήψασαν πάλαι της αμαρτίας επιφοράν, δι΄ ης ο θάνατος, αναχαιτίσαι τέως, είθ΄ ούτω ξένην τινά και αδούλωτον και όντως απαθεστάτην ημίν παραδείξαι ζωήν τοις αναγεννωμένοις δήποθεν τω της θεογενεσίας βαπτίσματι. Πως ουν έδει ταύτην εις ημάς προελθείν την ευεργεσίαν μεγάλην τε ούσαν και παραδοξοτάτην και νόμοις θείοις εμπρέπουσαν; ή ουχί Θεού δια σαρκός ημίν επιφανέντος και νόμοις φύσεως είκοντος, και τοις καθ΄ ημάς, οις οίδε λόγοις, εμπολιτεύεσθαι καινοπρεπώς επινεύοντος; Τούτο δε τίνα τρόπον εις πέρας άγοιτο ή εκ Παρθένου καθαράς και ανεπάφου διακονουμένης τω μυστηρίω πρότερον, είτα κυοφορούσης τον υπερούσιον νόμω τους νόμους υπερνικώντι της φύσεως; Αύτη δε τις αν νοείτο, πλην μόνης εκείνης της προ πασών γενών εκλελεγμένης τω Παγγενέτη της κτίσεως; Αύτη εστίν η Θεοτόκος Μαρία το θεόκλητον όνομα, ης εκ νηδύος μετά σαρκός ο υπέρθεος προελήλυθεν, ην Αυτός εαυτώ ναοποιήσας υπερουσίως επήξατο· ότι μη διέφθειρε την νηδύν η τεκούσα, μηδέ σποράς το τεχθέν εδέδεκτο· Θεός γαρ ην, ει και σαρκικώς γεννηθήναι προείλετο, λοχείας άνευ και ωδίνων χωρίς, ως αν και τα μητέρων η μήτηρ εκφύγοιτο παραδόξως, εκτρέφουσα γάλακτι ον ανάνδρως επαιδοποίησε, και η Παρθένος άσπορον αποκυήσασα γέννημα, μένη Παρθένος αγνεύουσα, σώα και μετά τόκον της παρθενίας τα σήμαντρα φέρουσα. Ω δη τρόπω και Θεοτόκος εικότως κηρύττεται, και παρθενία σεμνύνεται, και γέννησις προσκυνείται, και Θεός ανθρώποις ενούμενος· είτα σαρκί φανερούμενος, της οικείας δόξης χαρακτηρίζεται το αξίωμα· της γε τοι πρώτης εκείνης αράς, ευθύς η γυναικεία φύσις την διόρθωσιν δέχεται, ώσπερ ενήρξατο της αμαρτίας, απαρξαμένη της σωτηρίας. Ήκε τοίνυν ημίν ο λόγος επ΄ αυτό το κεφάλαιον· καντεύθεν εγώ σήμερον πανηγυριστής και λαμπρός εστιάτωρ της ιεράς ταύτης πανδαισίας υμίν προελήλυθα, την ευφρασίαν κοινήν προτιθέμενος. Βουληθείς γαρ, ως έφην, του γένους ο Λυτρωτής νέαν αντεπιδείξασθαι της προτέρας γέννησιν και ανάπλασιν, ώσπερ εκεί πρότερον εκ παρθενικής και ανεπάφου γης πηλόν ανελόμενος τον πρώτον Αδάμ επλαστούργησεν, ούτω και νυν ενταύθα την οικείαν σάρκωσιν αυτουργών, αντ΄ άλλης, ως αν είποιμεν, γης, την καθαράν τε και υπεράμωμον ταύτην Παρθένον, της όλης φύσεως εκλεξάμενος, το καθ΄ ημάς εξ ημών εν αυτή καινοποιήσας, νέος Αδάμ εχρημάτισεν, ίνα τον παλαιόν ο πρόσφατος υπέρχρονος ανασώσηται. Αλλά τις ούσα (η Παρθένος) και τίνων έφυ γονέων, λέγομεν επιτροχάδην την ιστορίαν επιδραμόντες εις δύναμιν. Αύτη τοίνυν το πάντων αυχημάτων εξαίρετον αύχημα, θυγάτηρ μεν έφυ του Δαβίδ, σπέρμα δε του Ιωακείμ· απόγονος μεν της Εύας, γέννημα δε της Άννης· Ιωακείμ γαρ ανήρ πράος, επιεικής και νόμοις εντεθραμμένος Θεού, σωφρόνως μεν βιούς, Θεώ δε προσκαρτερών· ούτω δε διατελών, άπαις κατεγήρα τον βίον, ακμαζούσης της φύσεως, αλλ΄ ουκ εχούσης του γένους αντίδωρον. Άννα, και αυτή φιλόθεος· σώφρων μεν, αλλά στείρα· φίλανδρος, αλλ΄ άτεκνος, και μηδέν έτι πλην τον νόμον Κυρίου εμμελέτημα φέρουσα. Αύτη της στειρώσεως περινυττομένη τοις κέντροις οσημέραι, και οία πάσχειν τας ατεκνούσας εικός, εδυσφόρει, ηνιάτο και ήσχαλλε, την απαιδίαν ου φέρουσα. Ούτω δε τη λύπη κατεχόμενοι Ιωακείμ και η σύνοικος, ότι μη παις υπήρχεν εκείνοις του γένους επίκληρος, τέως μεν της ελπίδος αυτοίς ουκ εσβέσθη τελείως η θρυαλλίς, ευχή δε ην αμφοτέρωθεν, παρασχεθήναι αυτοίς τέκνον, εις ανάστασιν σπέρματος. Και δη την εξάκουστον Άνναν (ενταύθα ο ιερός συγγραφεύς εννοεί την Προφήτιδα Άνναν την μητέρα του Προφήτου Σαμουήλ, ήτις στείρα ούσα πρότερον προσηυχήθη εις τον Κύριον και απάκτησε τον Σαμουήλ και έτερα εξ ακόμη τέκνα) παραζηλούντες εκάτεροι, τω ιερώ προσανείχον, λιταίς δε τον Θεόν εξεμείλισσον, δούναι λύσιν τη ατεκνία και καρπόν τη στειρώσει· οι ου πρότερον ανήκαν, πριν του ποθουμένου τύχωσι· και δη και τετυχήκασιν· ου γαρ μεθήκε της ελπίδος το δώρον ο του δώρου Δοτήρ. Ούτω γαρ ποτνιωμένοις και λιπαρούσι το θείον, επέστη θάττον αυτοίς η ου βραδύνουσα δύναμις· και τον μεν εις καρπογονίαν, την δε εις παιδοποιϊαν ενεύρωσε· και τους εξηραμμένους τέως των γεννητικών οργάνων πόρους ικμάσι σπερμογονίας επιτονίσας, εξ αγόνων γονίμους ειργάσατο. Και δη λοιπόν εξ ακάρπων τε και ξηρών ως ενύδρων ξύλων, καρπός ευκλεής, η Πανάγιος αύτη Παρθένος ημίν εξεβλάστησε. Και ελέλυτο δη τα δεσμά της στειρώσεως, και γόνιμος η ευχή παρ΄ ελπίδα εδείκνυτο, και παιδοτόκος η άγονος, και καλλίπαις η άτεκνος.                                                                        Επεί δε προήλθεν εκ της αγόνου μήτρας η εκ μήτρας τον στάχυν της αφθαρσίας εκφύσασα, τω Ναώ ταύτην της ηλικίας το πρώτον άγουσαν άνθος, οι τεκόντες προσαγαγόντες ανέθεσαν. Ης, ο την εφημερίαν τότε της ιερατείας επιτελών ιερεύς, τας παρθενικάς ως είδε χορείας επίπροσθεν προπορευομένας τε και συνεπομένας, ήσθη τε και λίαν εγεγήθει, ως των ελπίδων ήδη τας θείας εναργείς εκβάσεις τεθεαμένος, και οίόν τι σεπτόν καλλιέρημα, το θείον ανάθημα τω Θεώ καθιέρωσεν, εις αυτά τα των Αγίων άδυτα τούτο το μέγα της σωτηρίας θησαύρισμα καταθέμενος· εν οις την παίδα λόγος οιονεί θαλάμοις νυμφικοίς εμβατεύουσαν, σιτείσθαι τροφήν, μέχρις ο της μνηστείας επέστη καιρός, ος προ παντός αιώνος διώριστο αυτώ τε τω εξ αυτής φύντι δι΄ ευπλαγχνίαν άρρητον, και τω προ πάσης κτίσεως και χρόνου και διαστήματος θεϊκώς αυτόν φύσαντι, και τω συμφυεί και συνθρόνω και προσκυνητώ αυτού Πνεύματι· ων ως μία θεότης, ούτω και φύσις και βασιλεία, μη μεριζομένη, μηδέ απαλλοτριουμένη, μηδέ τινί του προς εαυτήν διαλλάττουσα, πλην τη των θεαρχικών υποστάσεων ιδιότητι.                                                                                                      Δια τούτο χορεύων πανηγυρίζω και σπένδομαι, και τη Μητρί του Λόγου προσάγω δώρον εόρτιον, ότι μοι της εις Τριάδος πίστεως το κεφάλαιον ο ταύτης τόκος εγνώρισε· του γαρ ανάρχου Λόγου και Υιού την οικείαν σάρκωσιν αυτουργούντος, και ο γεννήσας Πατήρ συνευδοκών φαίνεται, και το Πνεύμα το Άγιον προπηδών τε και την νηδύν αγιάζον της συλλαβούσης τον ακατάληπτον. Αλλ΄ ώρα νυν τον Δαβίδ ερωτήσαι, τι προς αυτόν εκείνον ο των όλων διομνύς έφησε Θεός. Άγε δη ουν, υμνογράφε, ίθι Προφήτα· τείνόν σου την κινύραν· κίνει τα κρούσματα· λέγε τρανώς:  Τι σοι ώμοσε Κύριος; Τι μοι ώμοσεν; Εκ καρπού της οσφύος μου θήσειν επί του θρόνου μου· τούτό μοι ώμοσεν· ώμοσε, και τοις έργοις τους λόγους εσφράγισεν· «Άπαξ ώμοσα, φησίν, εν τω αγίω μου· ει τω Δαβίδ ψεύσομαι· το σπέρμα αυτού εις τον αιώνα μενεί· και ο θρόνος αυτού ως ο ήλιος εναντίον μου, και ως η σελήνη κατηρτισμένη εις τον αιώνα και ο μάρτυς εν ουρανώ πιστός». Ταύτα μοι ομωμοκώς, εξεπλήρωσεν έργω· ταύτα θεσπίσας, εκύρωσεν· αδύνατον γαρ ψεύσασθαι Θεόν· ιδού δη ουν οράται κατά σάρκα Χριστός εμός υιός κηρυττόμενος, και Κύριος εμός και Θεού Υιός προσκυνούμενος άδεται, και πάντα τα έθνη αυτώ προσκυνεί· ορώσι γαρ αυτόν παρθενικοίς ενθρονιζόμενον κόλποις, ως αν επί τοις εμοίς εφεξόμενον θρόνοις. Ιδού και η Παρθένος αύτη, των εμών άρτι μηρών εξέφυ· ης εκ νηδύος ο προ αιώνων προς τω τέλει των αιώνων σαρκωθείς προελήλυθε, και το των ανθρώπων ανεκαίνισε σύγκριμα. Και ταύτα μεν ούτως.                                                                                                                                       Ημείς δε ο του Θεού λαός, δήμος άγιος, σύστημα ιερόν, χορεύσωμεν πάτρια· τιμήσωμεν του Μυστηρίου την δύναμιν· έκαστος κατά το δοθέν αυτώ χάρισμα συνεισφερέτω τη πανηγύρει δώρον επάξιον. Οι πατέρες, την ευκληρίαν του γένους· αι μητέρες, την ευτεκνίαν· αι στείραι, της αμαρτίας το άγονον· αι παρθένοι, την διπλήν αφθορίαν, ψυχής, λέγω, και σώματος· αι υπό ζυγόν, την επαινετήν συμμετρίαν. Ει τις πατήρ εν ημίν, μιμείσθω τον της Παρθένου πατέρα· καν άπαις η, τρυγάτω γόνινον καρπόν την ευχήν, εκ φιλοθέου βίου ταύτην καρπούμενος· ει τις μήτηρ θηλάζουσα, συγχαιρέτω τη Άννη θηλαζούση παιδίον κατ΄ ευχάς μετά στείρωσιν· ει τις στείρα και άγονος καρπόν ευλογίας ουκ έχουσα, προσίτω πιστώς τω θεοσδότω της Άννης βλαστώ, και αποκειράσθω την στείρωσιν· ει τις παρθένος αγνεύουσα, γενέσθω μήτηρ του Λόγου, λόγω κοσμούσα της ψυχής την κατάστασιν· ει τις υπό ζυγόν, προσαγαγέτω τω Θεώ κάρπωμα λογικόν εξ ων δι΄ ευχής επορίσατο. Επί το αυτό πλούσιος και πένης, νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων, ιερείς και λευϊται, βασιλείς τε και στρατηγοί, βασιλίδες και άρχουσαι. Πάντες ομού και πάσαι λαμπροφορήσωμεν άμα και δωροφορήσωμεν τη νεάνιδι και Μητρί του Θεού και Προφήτιδι, εξ ης ο Προφήτης ον έγραψε Μωσής επεδήμησε, Χριστός ο Θεός η αλήθεια.                                                                                                                                                                                      Φθάσωμεν του ναού τα προπύλαια· συνδράμωμεν ταις προτρεχούσαις παρθένοις· εις αυτά τα των Αγίων συνεισέλθωμεν άγια· εκεί γαρ τα σπάργανα μετά γέννησιν· μετά μαζόν, μετά νηπίασιν, εις άνθος ώραν ηβώση, παστάδος δίκην ητοίμασεν αυτή ο Θεός το θρεπτήριον, φυλάξας εαυτώ το σεβάσμιον. Δια τούτο παρθένοι χορεύουσιν αι πλησίον αυτής, προοδοποιούσαι τα μέλλοντα· ένθα αι της Σιών θυγατέρες ως βασιλίδος προτρέχουσαι, εις οσμήν των μύρων αυτής προεξάρχουσιν· αυτόθεν και ο ναός ούτος τας ιεράς αναπετάσας ανερρίπισε πύλας, ίνα την βασίλειον του παντός υποδέξηται δόξαν. Τότε δη τότε και τα των Αγίων ηνεώγνυντο Άγια, την Παναγίαν του Παναγίου Μητέρα είσω των αδύτων εγκολπωσάμενα· τροφή δε ταύτη προσφέρεται πρόσφορος, και τρέφει τέως αχειροδότως την τρέφουσαν ο μετ΄ ολίγον τω ταύτης τρεφόμενος γάλακτι· και γίνεται τιθηνός της Παρθένου το Πνεύμα το Άγιον, μέχρις αναδείξεως αυτής εν τω Ισραήλ. Ότε δη και ο της μνηστείας επεφάνη καιρός, και την εκ Δαβίδ ο του Δαβίδ Ιωσήφ εμνηστεύσατο, και του Γαβριήλ την φωνήν αντί σποράς επεδείξατο· και γέγονε κυοφόρος, ου πειραθείσα κοίτης και γεγένηκεν Υιόν, ον ουκ έσπειρε πατήρ· και μεμένηκεν αγνή, μη συληθείσα την νηδύν, σώα και μετά τόκον φυλάξαντος αυτή του τεχθέντος της παρθενίας τα σήμαντρα. Ούτός εστι Χριστός Ιησούς ο Ναζωραίος ο εις τον κόσμον ερχόμενος. Ούτός εστιν ο αληθινός Θεός και ζωή η αιώνιος. Αυτώ η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι· νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: