Η τρίτη Ρώμη και ο Άγιος Ιωάννης (Μαξίμοβιτς).

(Ένα κομμάτι από το γραπτό κείμενό του :
The Meaning of the Russian Diaspora):

Και τι δε θα έπρεπε να λεχθεί για τη πατρίδα [μας] Ρωσία;
Ευλογημένη είσαι εσύ, Ω, ρωσική γη που εξαγνίστηκες με το πυρ των παθών.
Εν πρώτoις, βαπτίστηκες με ύδωρ, τώρα υποφέρεις τα πυρά των παθών - ανάπαυση και γαλήνη σε περιμένουν.
Κάποτε οι χριστιανοί μάζευαν με ευλάβεια από το Κολοσσαίο άμμο που είχε ποτιστεί με το αίμα των μαρτύρων. 
Ο τόπος του μαρτυρίου και του θανάτου των μαρτύρων θεωρείτο ιερός και ευλαβής.  Τώρα ολόκληρη η Ρωσία είναι μία παλαίστρα κομιστών των παθών. Η γη της έχει αγιαστεί από το αίμα τους και ο αέρας της από την άνοδο των ψυχών τους στους Ουρανούς. 
Ιερή είσαι ‘συ, Ω, Ρωσία.
Ο αρχαίος συγγραφέας ήταν σωστός όταν είπε πως εσύ είσαι η Τρίτη Ρώμη και ότι τέταρτη δεν θα υπάρξει.
Ξεπέρασες την αρχαία Ρώμη με το πλήθος των άθλων  των μαρτύρων σου. Ξεπέρασες και τη Ρώμη που σε βάπτισε [Κωνσταντινούπολη] με την στάση σου έναντι της Ορθοδοξίας και θα παραμείνεις αξεπέραστη μέχρι την συντέλεια του κόσμου. 
Μόνο η γη που αγιάστηκε από τα Πάθη και το γήινο βίο του Θεανθρώπου είναι αγιότερη από εσένα στα μάτια των Ορθοδόξων Χριστιανών.

And what of the Russian fatherland? Blessed are you, O Russian land, being purified by the fire of suffering. You have gone through the water of baptism, and now you are going through the fire of suffering, and you will yet enter into your repose. At one time Christians gathered with reverence sand from the Colosseum which was drenched with the blood of martyrs. The place of the sufferings and death of the martyrs became sacred and especially revered. And now the whole of Russia is an arena of passion-bearers. Her earth has been sanctified by their blood, her air by the ascent of their souls to heaven. Yea, sacred are you, O Russia. The ancient writer was correct who said that you are the Third Rome, and there will be no fourth. You have surpassed the ancient Rome by the multitude of exploits of your martyrs, you have surpassed also the Rome which baptized you [Constantinople] by your standing in Orthodoxy, and you will remain unsurpassed to the end of the world. Only the land which was sanctified by the sufferings and the earthly life of the God-man is holier than you in the eyes of Orthodox Christians.

Οι διαθρησκειακές συναντήσεις δεν προσφέρονται για τη διασφάλιση της ειρήνης.

Άρθρο του μακαριστού Μητροπολίτη Κυρηνείας κ. Παύλου:

Πολλοί επιβουλεύονται σήμερα την ειρήνη στον κόσμο. Άλλοι από οικονομικά συμφέροντα και γεωπολιτική στρατηγική και άλλοι από αντίδραση σε αυτά, με όπλο την Ιδεολογία τους ή τη θρησκευτική τους πίστη.

Άλλοι από θέσεως ισχύος και άλλοι από φανατισμό για επίτευξη του ανίερου σκοπού τους. Πολλοί επίσης συνάνθρωποί μας αγωνίζονται με φιλότιμο και ανιδιοτέλεια για την εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας στον κόσμο.

Όμως, οι διαθρησκειακές συναντήσεις δεν προσφέρονται για τη διασφάλιση της ειρήνης. Εάν οι θρησκείες θεωρητικά τάσσονται υπέρ της ειρήνης, οφείλουν να καλλιεργήσουν αυτή την αξία μεταξύ των πιστών τους, οπότε δεν χρειάζονται οι διαθρησκειακές συναντήσεις για να συζητηθούν τα αυτονόητα.

Εάν υπάρχουν θρησκείες οι οποίες θεωρούν θεμελιώδη θρησκευτική αρχή τους την ανατροπή της ειρήνης, εν ονόματι δήθεν του Θεού, είναι αυτονοήτως άσκοπες οι διαθρησκειακές συναντήσεις.

Οι φιλειρηνικές διακηρύξεις των διαθρησκειακών συναντήσεων, οι οποίες έντονα προβάλλονται για λόγους εντυπωσιασμού των άσχετων και των χλιαρών στην πίστη, δεν επηρεάζουν τελικά ούτε τη στρατηγική των ισχυρών ούτε τις αντιδράσεις των αδυνάτων.

Το χάσμα διευρύνεται παρά τις διακηρύξεις. Η πρόσφατη ιστορία το αποδεικνύει. Προβάλλεται, επίσης, η ιδέα της ουσιαστικής συνεργασίας των θρησκειών. Σε ποιους όμως τομείς μπορούν να συνεργασθούν ουσιαστικά οι θρησκείες, όταν ή καθεμία από αυτές αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα θεωρήσεως του ανθρώπου και του κόσμου;

Ένα μόνο πεδίο συνεργασίας μεταξύ τους υπάρχει αυτό που τους επιβάλλεται από τα κέντρα εξουσίας του παγκοσμιοποιούμενου πλανήτη μας: να υπηρετήσουν το σχέδιο χειραγώγησης των λαών αυτού του πλανήτη.

Επανειλημμένως διαπιστώνεται ότι οι διαθρησκειακές συναντήσεις λειτουργούν ως προπέτασμα, προκειμένου κάποια κέντρα εξουσίας να χαράσσουν τα στρατηγικά τους σχέδια μέσα σε κλίμα φαινομενικά και υποκριτικά φιλειρηνικό.

Είναι εκδηλώσεις που, χωρίς να ανταποκρίνονται στον σκοπό για τον οποίο συγκαλούνται, εξυπηρετούν τους στόχους της Νέας 'Εποχής, που συνοψίζονται στην ανάπτυξη συγκρητιστικής θρησκευτικής συνειδήσεως στους λαούς του πλανήτη.

Καλλιεργούν δηλαδή τον θρησκευτικό συγκρητισμό και εξυπηρετούν τα κοσμοκρατορικά σχέδια των ισχυρών της γης με την επιβολή μιας παγκόσμιας εξουσίας, μιας παγκόσμιας οικονομίας και την ανάδειξη μιας πανθρησκείας, που είναι φανερό δείγμα της αποστασίας (Β' Θεσσ. 2, 3).

Επιπλέον, η συμμετοχή Ορθοδόξων κληρικών στις διαθρησκειακές συναντήσεις με το πρόσχημα της παρουσίασης εις τους ετερόδοξους και αλλόθρησκους του θησαυρού της μοναδικής ημών Πίστεως, συνέχει τις καρδιές και σκανδαλίζει τις συνειδήσεις ευσεβών μελών της Εκκλησίας και τροφοδοτεί την εντύπωση, ότι και οι ποιμένες της Εκκλησίας εκκοσμικεύονται με αβαρίες στα θέματα της Πίστεως.

Άλλο είναι η αλληλοκατανόηση μεταξύ λαών διαφορετικής θρησκείας και άλλο η προβολή και η εμπέδωση της ιδέας της αλληλοκατανοήσεως των θρησκειών.

Εν ονόματι της αλληλοκατανοήσεως των θρησκειών παρακάμπτονται βασικά σημεία των Χριστιανικών δογμάτων, σχετικοποιείται η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη και αμβλύνεται το Ορθόδοξο αισθητήριο των πιστών.

Με τις διαθρησκειακές συναντήσεις προβάλλεται ως αυτονόητο ότι oι μονοθεϊστικές θρησκείες (Χριστιανισμός, Ιουδαϊσμός, Μουσουλμανισμός) πιστεύουν στον ίδιο θεό.

Ουδέν αναληθέστερον τούτου. Τα μέλη της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδόξου, πιστεύουν στον Τριαδικό Θεό, τον μόνο αληθινό, ενώ οι άλλες θρησκείες σε ψευδείς και ανύπαρκτους θεούς.

Εμείς oι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε και λατρεύουμε τον ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον και ακολουθούμε τις υπ' Αυτού αποκαλυφθείσες αλήθειες, χωρίς να προσθέτουμε τους δικούς μας πεπερασμένους συλλογισμούς και τις ανθρώπινες ατελείς σκέψεις.

Η ειρήνη είναι καρπός και δωρεά του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22) και αποκτάται με τη μετάνοια για όσα πονηρά έργα ψύχουν την αγάπη και φυγαδεύουν την ειρήνη από τον κόσμο και όχι με τις διαθρησκειακές συναντήσεις oι οποίες δεν περιορίζονται μόνο σε φιλοφρονητικές εκδηλώσεις, αλλά επεκτείνονται σε συμπροσευχές και σε βαρύτατες υποχωρήσεις στα θέματα πίστεως, που προκαλούν την απαρέσκεια του Θεού και καταδικάζονται από τους Ιερούς Κανόνες.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο Αρχηγός της ειρήνης. Χωρίς Αυτόν δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει ή να προσφέρει την ειρήνη. Ότι oι άνθρωποι σήμερα επιζητούν ως ειρήνη, δεν μπορούν να το αποκτήσουν, αν πρωτύτερα δεν ειρηνεύσουν με τον Θεό διά του Ιησού Χριστού (Κολ. 1, 20).

Η προσευχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου» είναι καθημερινή και πρέπει να αποτελεί αίτημα του κάθε πιστού.

Τότε μόνο θα έλθει η πολυπόθητη ειρήνη μέσα μας, μεταξύ των ανθρώπων και προπάντων στη χειμαζόμενη Κύπρο μας, όταν βασιλεύσει στις καρδιές μας ό Άρχων της ειρήνης, του Οποίου το Όνομα οφείλει να υμνεί και να επικαλείται κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός.

Η Τρίτη Ρώμη.


Η Εκκλησία της Ρωσία ξεκινάει την ιστορική της πορεία το 988, χρονολογία της μαζικής βάπτισης του ρωσικού λαού επί της ηγεμονίας του αγίου Βλαδίμηρου.

Διοικητικά η νέα αυτή εκκλησία στο ξεκίνημά της ήταν μητρόπολις της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, με έδρα το Κίεβο.

Ο μητροπολίτης Κιέβου εκλεγόταν και χειροτονείτο στην Κωνσταντινούπολη και ήταν Έλληνας, όπως και πολλοί επίσκοποι ήταν ελληνικής καταγωγής.

Από τις αρχές του 13ου αιώνα, οι μητροπολίτες εκλέγονταν στην Ρωσία και ήταν Ρώσοι, χειροτονούνταν ωστόσο από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Το 1448, η σύνοδος των Ρώσων επισκόπων εξέλεξε ως προκαθήμενο της ορθοδόξου εκκλησίας της «Μόσχας και πασών των Ρωσιών» τον Μητροπολίτη Ιωνά.

Η πράξη αυτή αναγνωρίστηκε αργότερα από όλα τα ορθόδοξα πατριαρχεία, και με τον τρόπο αυτό απέκτησε την αυτοκεφαλία της η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία.

Το 1589, με τη συναίνεση όλων των πατριαρχών της ανατολής, απενεμήθη «πατριαρχική αξία» στην εκκλησία της Ρωσίας και της δόθηκε η πέμπτη θέση στην σειρά των προκαθημένων των ορθοδόξων εκκλησιών, μετά το πατριαρχείο Ιεροσολύμων.

Από το 1589 μέχρι το 1700 διετέλεσαν δέκα πατριάρχες.

Μετά τον θάνατο του δέκατου πατριάρχη, ο τσάρος Πέτρος Α΄ τροποποίησε το σύστημα διοίκησης της εκκλησίας σε συνοδικό.

Τον Νοέμβριο του 1917, η πανρωσική εκκλησιαστική σύνοδος αποκατέστησε την πατριαρχική περιωπή στην αρχαία πατριαρχική έδρα της Μόσχας και εξέλεξε στις 5 Νοεμβρίου 1917 τον άγιο πατριάρχη Τύχωνα, ο οποίος ποίμανε την εκκλησία του μέχρι το έτος 1925.

Σήμερα στον πατριαρχικό θρόνο βρίσκεται, από το 1989 ο πατριάρχης ΑλέξιοςΒ΄.

Μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος,  η εκκλησία της Ρωσίας απολαμβάνει την ελευθερία της, χωρισμένη πάντοτε νομικά από το κράτος.

Οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας βρίσκονται σε άριστες σχέσεις και η κυβέρνηση και όλος ο κρατικός μηχανισμός αναγνωρίζει την σπουδαιότητα του ρόλου της ορθόδοξης εκκλησίας στην πνευματική καθοδήγηση του ρωσικού έθνους.

Στην δικαιοδοσία της εκκλησίας της Ρωσίας λειτουργούν 15,000 ενορίες, 4 θεολογικές ακαδημίες, 15 εκκλησιαστικά σεμινάρια και 27 σχολές εκκλησιαστικής εκπαίδευσης.

Ο μόνιμος χειρισμός των εκκλησιαστικών υποθέσεων και η επίλυση όλων των σπουδαιότερων ζητημάτων ασκείται από τον πατριάρχη και την ιερά σύνοδο.

Μια εκκλησία όπως αυτή της Ρωσίας, η οποία επιβίωσε περνώντας δια πυρός και σιδήρου από δύσκολες ατραπούς στα «πέτρινα χρόνια» της κομμουνιστικής διακυβέρνησης, καταλαβαίνει κανείς ότι μπόρεσε να αναπτύξει στιβαρή διπλωματία, η οποία καθώς φαίνεται συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Η ρωσική ψυχή, ευαίσθητη και τραχεία ταυτόχρονα, μένει σταθερά προσκολλημένη στην παράδοση, ιδιαίτερα την ορθόδοξη παράδοση, η οποία στήριξε κάθε πιστό σε δύσκολες περιόδους, αλλά ταυτόχρονα έθρεψε και την εθνική συνείδηση με τρόπο ιδιαίτερα έντονο και χαρακτηριστικό.

Μία από τις πολύ γνωστές συμβολές στη συνείδηση αυτή είναι η περίφημη ιδέα για την Μόσχα ως την «Τρίτη Ρώμη», η οποία μεταβλήθηκε με τον καιρό σε ιδιότυπη ιδεολογία.

Στις αρχές του 16ου αιώνα, ο «στάρετς» Φιλόθεος του Πσκοφ συνέγραψε σειρά επιστολών στις οποίες διατύπωνε υπό την μορφή προφητείας την άποψη ότι «άπαντα τα χριστιανικά βασίλεια παρήλθον και μετεβλήθησαν εις εν βασίλειον, του άρχοντος ημών συμφώνως προς τας προφητικάς βίβλους: τούτο είναι το Ρωσικόν βασίλειον. Διότι αι δύο Ρώμαι έπεσον, ενώ η Τρίτη υφίσταται και Τετάρτη δεν πρόκειται να υπάρξει….  Εγώ ο ανάξιος πρέπει να ομιλήσω όπως η όνος του Βαρλαάμ».

Η πρώτη Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αυτήν τη διαδέχτηκε η «δεύτερη Ρώμη», η Κωνσταντινούπολη.

Τρίτη λοιπόν Ρώμη οι Ρώσοι ήθελαν τη Μόσχα και επομένως το πατριαρχείο τους οραματιζόταν ανέκαθεν να αναλάβει ρόλο ηγετικό στον χώρο της ορθοδοξίας.

Αυτή την ιδέα εξέθρεψε με τρόπο έντονο το κίνημα του πανσλαβισμού και σήμερα από καιρού εις καιρόν ακούγεται ευχάριστα.

Η ζωντανή και δραστήρια παρουσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σε παγκόσμια κλίμακα δεν ήταν και δεν είναι τόσο αρεστή στους Ρώσους.

Οι σχέσεις των δύο πατριαρχείων εντάθηκαν με την αναγνώριση από το Φανάρι της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Γεωργίας.

Πρόσφατα επίσης υπήρξε μια ακόμη σύγκρουση, με την προσχώρηση ενός Ρώσου επισκόπου στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Συγκεκριμένα, στις 12 Ιουνίου 2006, συνήλθε η ιερά σύνοδος του πατριαρχείου Μόσχας και με απόφασή της διαμαρτυρήθηκε για την απόφαση της 8ης Ιουνίου 2006 της ιεράς συνόδου του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως να δεχτεί στην δικαιοδοσία του τον επίσκοπο του Σεργιέβσκι Βασίλειο, με τον νέο τίτλο ως επίσκοπο Αμφιπόλου, ως πατριαρχικό έξαρχο των ορθοδόξων ενοριών ρωσικής παράδοσης της δυτικής Ευρώπης.

Η όξυνση των σχέσεων φάνηκε όταν σε συνάντηση εκπροσώπων των ορθοδόξων εκκλησιών με τους ρωμαιοκαθολικούς στην Αυστρία, ο Ρώσος επίσκοπος αρνήθηκε να υπογράψει κείμενο στο οποίο συμφωνούσε ο εκπρόσωπος το πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Αντίθετα, οι σχέσεις του πατριαρχείου της Μόσχας με την ελληνική Εκκλησία, έχουν εξομαλυνθεί και είναι φιλικές.

(από το αρχείο μας)