Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος.

Eναι προφανές τι γιος μιλε καί συνταυτίζεται με τό πρτο τμμα το παρόντος ΙΕ΄ ερο Κανόνος καί τους δύο προηγουμένους. Δηλαδή ναφέρεται ες λα τά λλα
θέματα, διά τά ποα πιθανόν κάποιος νά ποσχισθ πό τόν πίσκοπόν του, πλήν τν θεμάτων τς πίστεως. Διά τά θέματα λοιπόν τς πίστεως χουμε λλην περίπτωσιν σχίσματος, ποία ναφέρεται ες τό δεύτερο τμμα το ν λόγ ερο Κανόνος. Ες ατήν τήν περίπτωσιν πόσχισις πό τόν δημοσίως αρετικά φρονοντα καί πράττοντα πίσκοπο εναι πιβεβλημένη διά τούς ξς λόγους:
1) Διά νά μήν συμμετέχωμε καί συνοδοιπορομε μέ την αρεσι διά τς κκλησιαστικς πικοινωνίας μέ τόν πίσκοπο, στω καί ν μες χωμε ρθόδοξο φρόνημα. Διότι σύμφωνα μέ τόν σ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη «οον τό ρχον καί τό ρχόμενον πέφυκε γίνεσθαι» (P.G. 99, 1633D) και «οα κεφαλή τοιοτον καί τό λον σμα» (P.G. 99, 1556A).
2) Διότι νότης ες τήν κκλησίαν δέν εναι προσωποπαγής, δηλ. νότης κάποιων νθρώπων, νεξαρτήτως το τί πιστεύουν, λλά νότης ληθος πίστεως ες Χριστόν. ς κ τούτου διά νά νήκω ες τήν κκλησία πρέπει χι μόνο νά χω ρθόδοξο πίστι, λλά καί νά εμαι δι’ ατς νωμένος μέ σους χουν τήν δια πίστι, καί στήν ποχή πού ζομε, καί διαχρονικά. Ατή νότης συντελεται διά τς μολογίας καί τς πομακρύνσεως πό τούς αρετικά φρονοντας καί πράττοντας.
3) Διότι διά τς ποσχίσεως πό τούς αρετικούς συντηρομε καί διασώζομε τό σμα το Χριστο (τήν κκλησία) καθαρό καί μόλυντο, πειδή καθαρότης ατή πρωτίστως ναφέρεται ες τήν πίστι καί χι ες τά προσωπικά μαρτήματα κάστου.
4) Διότι τέλος διά τς ποσχίσεως πό τούς αρετικούς πιτελομε μπρακτη μολογία πίστεως, κολουθομε τήν δό το διωγμο τς πίστεως (δηλαδή φ’ σον ρθόδοξος πίστις διώκεται, πρέπει νά διωχθον καί ο ντεχόμενοι ατς), δέν δημιουργομε σχίσμα, φ’ σον ποσχιζόμεθα πό κάτι νεκρό καί σάπιο και πιπλέον θεραπεύομε τό σχίσμα, φ’ σον παραμένομε διά τς ρθοδόξου πίστεως νσωματωμένοι ες τήν κκλησίαν, πό την ποία πεσχίσθησαν διά τς αρέσεως πίσκοπος καί ο κολουθοντες κκλησιαστικς ατόν. λα ατά πού ναφέραμε, ποτελον καί τήν πλήρη ρμηνεία καί κατανόησι το δευτέρου τμήματος το ΙΕ΄
ερο Κανόνος τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τό ποο διασαφηνίζει παρκς τόν λόγο γιά τόν ποο ν λόγ Κανών πιτρέπει τήν πόσχισι πό τόν πίσκοπο πρό
συνοδικς κρίσεως, καί ξηγε γιατί νομάζει τόν αρετικό πίσκοπο ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο πρό συνοδικς κρίσεως, γιατί ναφέρει τι ο ποσχιζόμενοι πό τον πίσκοπο δέν δημιουργον σχίσμα ες τήν κκλησία, λλά τήν προφυλάσσουν πό τό σχίσμα, γιατί πίσης ναφέρει τι πρέπει να τιμνται πό τούς ρθοδόξους ο ποσχιζόμενοι πό ατόν τόν πίσκοπο κλπ. ν κ το ντιθέτου δέν κατανοήσωμε τό σχίσμα μέ τήν διπλή του μορφή, φ’ νός μέν δύναται νά ποσχισθομε, ταν δέν πάρχουν ο κανονικές προϋποθέσεις, νά μήν ποσχισθομε κε που πιβάλλεται, φ’ τέρου καί ατοί ο γιοι θά εναι σέ μς κατανόητοι καί τρόπον τινά διπρόσωποι, φ’ σον λλοτε προτρέπουν μέ λόγια καί ργα τό σχίσμα καί λλοτε τό
παγορεύουν. Διά νά γίνη δέ σαφές ατό θά χρησιμοποιήσωμε πάλι την διδασκαλία το γ. ωάννου το Χρυσοστόμου, ποος, πως καί προηγουμένως εχαμε ναφέρει, παγορεύει ς θανάσιμον μάρτημα τό σχίσμα καί, μάλιστα, σημειώνει τι
οτε τό αμα το μαρτυρίου συγχωρε ατήν τήν μαρτία. Λέγει λοιπόν γιος μιλντας διά τούς αρετικούς ποιμένες: «...Πς ον Παλός φησιν, πείθεσθαι τος γουμένοις μν καί πείκετε; νωτέρω επών, ν ναθεωροντες την κβασιν τς ναστροφς, μιμεσθε τήν πίστιν, τότε επε, Πείθεσθε τος γουμένοις μν και πείκετε. Τί ον, φησίν, ταν πονηρός καί μή πειθώμεθα; πονηρός πς λέγεις; ε
μέν περί πίστεως νεκεν, φεγε ατόν καί παραίτησαι, μή μόνον ν νθρωπος , λλά κν γγελος ξ ορανο κατιών · ε δέ βίου νεκεν, μή περιεργάζου. Καί τοτο οκ οκοθεν λέγω τό πόδειγμα, λλ’ πό τς θείας Γραφς»

Συνεχίζεται.

Τότε και Τώρα.....

Εγερθείς δε εις εκ των Επισκόπων, λέγει: Ω αγία  και ιερά Σύναξις, ακούσατέ μου, αυτούς τους οποίους προτείνομεν ημείς δι΄ Αρχιερείς, θεωρούνται καλοί εξ ημών, αλλ΄ ας δεηθώμεν εις τον Θεόν ίνα ίδωμεν ποίον θα εκλέξη και ο Θεός. Ακούσαντες δε οι Επίσκοποι τους λόγους τούτους ηυχαριστήθησαν, και δεηθέντες την νύκτα εκείνην ίνα τους φανερώση τον άξιον, αίφνης Άγγελος Κυρίου εφάνη εις τινα Επίσκοπον πρεσβύτερον, λέγων: «Επίσκοπε, τι κοπιάζετε; Ο άξιος Αρχιερεύς είναι πλησίον σας, και σεις τον ζητείτε; (για τον Άγιο Νικόλαο).

Έγγισον ημίν, έγγισον...

Η πλέον αρμόζουσα προσευχή μας προς τον Παράκλητον είναι ο «Οίκος» της Πεντηκοστής, τον οποίον πολλάκις επιβάλλεται να επαναλαμβάνωμεν καθ΄ ημέραν : Ταχείαν και σταθεράν δίδου παραμυθίαν τοις δούλοις σου Ιησού, εν τω ακηδιάσαι τα πνεύματα ημών, μη χωρίζου των ψυχών ημών εν θλίψει, μη μακρύνου των φρενών ημών εν περιστάσεσιν, αλλά αεί ημάς πρόφθασον. Έγγισον ημίν, έγγισον ο πανταχού, ώσπερ και τοις Αποστόλοις σου πάντοτε συνής, ούτω και τοις Σε ποθούσιν ένωσον σαυτόν οικτίρμων ίνα συνημμένοι Σοι, υμνώμεν και δοξολογώμεν το πανάγιόν Σου Πνεύμα.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Άγ. Ιουστίνος (Πόποβιτς)

2.  Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, διατυπωθείσα υπό των αγίων Αποστόλων, υπό των αγίων Πατέρων, υπό των αγίων Συνόδων, περί των αιρετικών είναι η εξής: αι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε δύνανται να είναι Εκκλησία. Δια τούτο δεν δύνανται αύται να έχουν τα άγια Μυστήρια, ιδιαιτέρως δε το Μυστήριον της Ευχαριστίας, το Μυστήριον τούτο των μυστηρίων. Διότι ακριβώς
η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα εν τη Εκκλησία: και Αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ιδία η Εκκλησία και γενικώς παν το του Θεανθρώπου.Intercommunio, δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς εν τοις αγίοις Μυστηρίοις,
ιδιαιτέρως εν τη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντος προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ολοκλήρου της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, της Εκκλησίας της
Αποστολικής, της Εκκλησίας της Αγιοπατερικής, της Εκκλησίας της Αγιοπαραδοσιακής, της Εκκλησίας της Μίας και μοναδικής. Ενταύθα θα πρέπει να σταματήση τις τον χριστοποιημένον νουν του και την συνείδησιν ενώπιον μερικών αγίων γεγονότων, αγίων μηνυμάτων και αγίων εντολών.    Πρώτον, πρέπει να διερωτηθώμεν
επί ποίας Εκκλησίας και επί ποίας Θεολογίας περί της Εκκλησίας θεμελιούται η λεγομένη «intercommunio» ; Διότι ολόκληρος η Ορθόδοξος Θεολογία της Εκκλησίας
περί της Εκκλησίας βασίζεται και θεμελιούται όχι εις την «inter- communion»  (δια-κοινωνίαν), αλλ΄ επί της θεανθρωπίνης πραγματικότητος της communio, δηλαδή
επί της θεανθρωπίνης Κοινωνίας (πρβλ. Α΄ Κορ. 1,9  10, 16-17.  Β΄ Κορ. 13,13.  Εβρ. 2,14.  3,14.  Α΄ Ιω.  1,3), ενώ η έννοια inter-communio, δια-κοινωνία, είναι καθ΄ εαυτήν
αντιφατική και ολοτελώς αδιανόητος δια την ορθόδοξον καθολικήν συνείδησιν.  Το δεύτερον γεγονός, μάλιστα δε ιερόν γεγονός της ορθοδόξου πίστεως, είναι το εξής:
Εις την ορθόδοξον διδασκαλίαν περί της Εκκλησίας και των αγίων Μυστηρίων, το μόνον και το μοναδικόν μυστήριον είναι αυτή αύτη η Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ούτως ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενον όλων των θείων
Μυστηρίων. Έξω από το θεανθρώπινον τούτο και παμπεριεκτικόν Μυστήριον της Εκκλησίας, το
Παν-μυστήριον, δεν υπάρχουν ούτε δύνανται να υπάρχουν «μυστήρια», επομένως, και ουδεμία «δια-κοινωνία» (inter-communio) εις τα Μυστήρια. Ως εκ τούτου μόνον μέσα εις την Εκκλησίαν, εις το μοναδικόν τούτο Παμμυστήριον του Χριστού, δύναται να γίνη λόγος περί των Μυστηρίων. Διότι η Εκκλησία η Ορθόδοξος, ως το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριον των Μυστηρίων και όχι το αντίθετον. Τα Μυστήρια δεν δύνανται να αναβιβάζωνται υπεράνω της Εκκλησίας ούτε να θεωρώνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας. Ένεκα τούτου, συμφώνως προς το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και συμφώνως προς ολόκληρον την ορθόδοξον Παράδοσιν, η
Ορθόδοξος Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξιν άλλων μυστηρίων έξω απ΄ αυτήν, ούτε θεωρεί αυτά ως μυστήρια, έως ότου προσέλθη τις δια της μετανοίας εκ της αιρετικής «εκκλησίας», δηλαδή ψευδοεκκλησίας, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού. Μέχρις ότου δε μένει τις έξω από την Εκκλησίαν, μη ηνωμένος μετ΄ αυτής δια της μετανοίας, μέχρι τότε είναι ούτος δια την Εκκλησίαν αιρετικός και αναποφεύκτως  ευρίσκεται εκτός της σωτηριώδους Κοινωνίας=communio. Διότι «τις μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; (Β΄Κορ. 6,14).   Ο πρωτοκορυφαίος
 Απόστολος, με την εξουσίαν την οποίαν έλαβεν από τον Θεάνθρωπον, δίδει εντολήν: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ.  3,10).
 Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνον δεν παραιτείται από τον «αιρετικόν άνθρωπον», αλλά δίδει εις τούτον και Αυτόν τον Κύριον εν τη θεία Ευχαριστία, ούτος ευρίσκεται εις την αποστολικήν και θεανθρωπίνην αγίαν πίστιν; Επί πλέον ο ηγαπημένος Μαθητής του Κυρίου
Ιησού, ο Απόστολος της αγάπης, δίδει εντολήν: άνθρωπον ο οποίος δεν πιστεύει εις την
σάρκωσιν του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελικήν περί Αυτού ως Θεανθρώπου
διδασκαλίαν «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» Β΄ Ιω. 1,10).   Ο Κανών ΜΕ΄ των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος,
αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω» (πρβλ. Κανόνα ΛΓ΄ της εν Λαοδικεία Συνόδου). Η εντολή αύτη είναι σαφής,
ακόμη και δια την συνείδησιν του κώνωπος. Δεν είναι έτσι;  Ο Κανών ΞΔ΄ των αγίων Αποστόλων διατάσσει: «Ει τις κληρικός, ή λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατον και δια την πλέον πρωτόγονον συνείδησιν.  Ο Κανών ΜΣΤ΄ των
Αγίων Αποστόλων: «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Είναι οφθαλμοφανές και δια τους αομμάτους ότι η εντολή
αυτή ορίζει κατηγορηματικώς ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζωμεν εις τους αιρετικούς ουδέν
άγιον Μυστήριον και ότι πρέπει να θεωρώμεν αυτά ως άκυρα και άνευ θείας Χάριτος. Ο θεόπνευστος φορεύς της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται εκ της καρδίας
όλων των αγίων Πατέρων, όλων των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρωπίνην αλήθειαν: «Ουκ έστι τύπος ο άρτος και ο οίνος του Σώματος και Αίματος του Χριστού (μη γένοιτο), αλλ΄ αυτό το Σώμα του Κυρίου τεθεωμένον…
Δι΄ αυτού καθαιρόμενοι ενούμεθα τω Σώματι Κυρίου και τω Πνεύματι Αυτού, και γινόμεθα Σώμα Χριστού (=η Εκκλησία)… Μετάληψις δε λέγεται. Δι΄ αυτής γαρ της Ιησού θεότητος μεταλαμβάνομεν. Κοινωνία δε λέγεταί τε και εστιν αληθώς, δια το κοινωνείν ημάς δι΄ αυτής
 τω Χριστώ και μετέχειν Αυτού της σαρκός τε και της θεότητος. Κοινωνείν δε και ενούσθαι αλλήλοις δι΄ αυτής, επεί γαρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, οι πάντες εν Σώμα Χριστού και εν Αίμα, και αλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες. Πάσει δυνάμει
τοίνυν φυλαξώμεθα μη λαμβάνειν μετάληψιν αιρετικών μήτε διδόναι. «Μη δώτε γαρ τα άγια τοις κυσιν, ο Κύριός φησι, μηδέ ρίπτετε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων» (Ματθ. 7,6), ίνα μη μέτοχοι της κακοδοξίας και της αυτών γενώμεθα κατακρίσεως. Ει γαρ
πάντως ένωσίς εστι προς Χριστόν και προς αλλήλους, πάντως και πάσι τοις συμμεταλαμβάνουσιν ημίν κατά προαίρεσιν ενούμεθα. Εκ προαιρέσεως γαρ η ένωσις αυτή γίνεται, ου χωρίς της ημών γνώμης. Πάντες γαρ εν σώμά εσμεν, ότι εκ του ενός άρτου
μεταλαμβάνομεν, καθώς φησιν ο θείος Απόστολος»1(Ιωάννου Δαμασκηνού, Εκδ. Ορθ. Πίστεως 4, 13, PG 94,  c. 1149. 1152,  1153. Πρεβ. Α΄Κορ. 10, 17).  Ο ατρόμητος
 ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών αναγγέλλει εις όλους τους ανθρώπους όλων των κόσμων: «Το γαρ κοινωνείν παρά αιρετικού ή προφανώς
διαβεβλημένου κατά τον βίον αλλοτριά Θεού και προσοικειοί τω Διαβόλω» (Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99,  c. 1668C.). Κατά τον ίδιον ο άρτος των αιρετικών δεν είναι «σώμα Χριστού» (Αυτόθι, c.  1597 A. ). Δια τούτο, «Ως ουν ο θείος άρτος υπό των Ορθοδόξων μετεχόμενος, πάντας τους μετόχους εν σώμα αποτελεί, ούτω δη και ο αιρετικός κοινωνούς τους ούτω αυτού μετέχοντας αλλήλων απεργαζόμενος, εν σώμα
αντίθετον Χριστώ παρίστησι» (Αυτόθι,  c. 1480 CD. ). Eπί πλέον, «Η παρά των αιρετικών κοινωνία ου κοινός άρτος αλλά φάρμακον (=δηλητήριον), ου σώμα βλάπτον, αλλά
ψυχήν μελαίνον και σκοτίζον» (Αυτόθι,  c. 1189C.).


Saint Kyranna - Bride of Christ

Saint Kyranna was born in Avissoka of Thessaloniki, today known as Ossa in the province of Lagada.
Her external beauty was matched by the beauty of her soul, as she was gifted with the virtues of modesty and prudence. In this way she spent her life close to her parents. But the devil, the hater of good, envying her for her purity and for not being able to lead her to evil with cunning thoughts and sinful thinking so as to make her an instrument of his, found another way to upset her family's happiness and the peacefulness of her youthful and clean soul.  

Ούτοι εισίν Εκκλησία

Ει δε και πάνυ ολίγοι εν τη Ορθοδοξία και ευσεβεία διαμείνωσιν, ούτοι εισίν Εκκλησία και το κύρος και η προστασία των εκκλησιαστικών θεσμών εν αυτοίς κείται καν αυτοίς κακοπαθήσαι δεήσοι υπέρ της ευσεβείας .

(Αγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής).