Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.

Πρέπει, πρίν κλείσομε τήν παρουσίασι τς μολογίας καί ποτειχίσεως το σίου Μαξίμου, νά ναφέρωμε καί τό γεγονός τς πολογίας του στήν Κωνσταντινούπολι μετά τήν πάνοδο κ τς πρώτης ξορίας του. Ατό τό περιγράφει διος σέ πιστολή του πρός τόν μοναχό ναστάσιο:
«Χθές κτωκαιδεκάτ το μηνός, τις ν γία Πεντηκοστή, πατριάρχης δήλωσέ μοι λέγων · Ποίας κκλησίας ε; Βυζαντίου; Ρώμης; ντιοχείας; λεξανδρείας; εροσολύμων; δού πσαι μετά τν π’ ατάς παρχιν νώθησαν. Ε τοίνυν ε τς καθολικς κκλησίας, νώθητι, μήπως, ξένην δόν τ βί καινοτομν, πάθς περ ο προσδοκς. Πρός ος επον · Καθολικήν κκλησίαν, τήν ρθήν καί σωτήριον τς ες ατόν πίστεως μολογίαν, Πέτρον μακαρίσας φ’ ος ατόν καλς μολόγησεν, τν λων εναι Θεός πεφήνατο. Πλήν μάθω τήν μολογίαν, φ’ ν πασν τν κκλησιν γέγονεν νωσις, καί το γενομένου καλς, οκ λλοτριομαι» (Φιλοκαλία, ΕΠΕ 15Β, 450). δ γιος νομάζει «Καθολική κκλησία τήν ρθήν καί σωτήριον τς ες ατόν πίστεως μολογίαν». Συνεπς ποιος δέν χει ατήν τήν μολογία δέν δύναται νά νήκη ες τήν Καθολικήν κκλησίαν.
δ χαρακτηριστικά ναφέρουν ες τόν σιο τήν νωσι λων τν Πατριαρχείων καί τοπικν κκλησιν, λλά χι μέ βάσι τήν ρθόδοξον πίστι. σιος προτιμ
περίφραστα τήν ρθόδοξον πίστι καί χι τήν κκλησιαστική νωσι νευ ατς τς πίστεως. Εναι πολύ σημαντική ατή θέσις το σίου καί δεικνύει τι μόνη ληθής νωσις συντελεται ν τ ρθοδόξ πίστει.λα τά λλα εναι τεχνάσματα το διαβόλου. Τελικς ο ντιπρόσωποι το Πατριάρχου το λέγουν:
«Οκον κουσον, φησαν · δοξε τ δεσπότ καί τ πατριάρχ, διά πραικέπτου το πάππα Ρώμης, ναθεματισθναί σε μή πειθόμενον, καί τόν ριζόμενον ατος πενέγκασθαι θάνατον. Τό τ Θε πρό παντός αἰῶνος ρισθέν ν μοί δέξοιτο πέρας, φέρον ατ δόξαν πρό παντός γνωσμένην αἰῶνος, ατος τοτο κούσας πεκρινάμην» (ΕΠΕ 15Β, 452). σιος λοιπόν, νυποχώρητος στίς θέσεις του, προτιμ τόν ναθεματισμό καί τόν μαρτυρικό θάνατο, παρά νά πικοινωνήση κκλησιαστικά μέ λα τά Πατριαρχεα τά ποα δέν εχαν ρθόδοξο φρόνημα. ποτείχισις λοιπόν κλαμβάνεται πό τόν σιο ς δός σωτηρίας, φ’ σον ατή μόνη διεσφάλιζε τήν ληθινή πίστι νόθευτον πό τήν πικοινωνία μέ τήν αρεσι. Πρίν κλείσουμε τήν μικρή ναφορά μας ες τόν Μέγα μολογητή σιο Μάξιμο, πρέπει νά ναφερθομε καί σέ κάποια νστασι ρισμένων, ο ποοι εναι ποδέκτες τς θεωρίας τι, διά θέματα τς πίστεως, πρέπει Σύνοδος πρωτίστως νά καταδικάση κάποιον πίσκοπο ς αρετικό καί κατόπιν νά διακόψωμε τήν μνηνόνευσί του καί τρόπον τινά νά ποτειχισθομε πό ατόν. σως ατοί θεωρον καί ξετάζουν τό θέμα νομικς καί χι πνευματικς.
Κρίνοντας νομικς σημαίνει τι πρέπει τό ρμόδιο θεσμικό ργανο νά πιληφθ το θέματος καί νά ποφασίση περί το πρακτέου. Πνευματικς σημαίνει τι, πικοινωνία μέ τήν αρεσι, μολύνει τούς χοντας γιές φρόνημα καί τούς συγκαταριθμε μέ τούς αρετικούς. Δι’ ατό ο Πατέρες λα τά λλα θέματα τά νέθεσαν νά τά ρυθμίζη ρθοδοξοσα καί ρθοτομοσα τόν λόγον τς ληθείας Σύνοδος, πειδή κριβς ες ατά δέν φίσταται μολυσμός καί συμμετοχή τν πιστν. Διά τά θέματα μως τς πίστεως θεωρήθη νέκαθεν πεύθυνος καστος πιστός, ες τρόπον στε, μέ τήν παγωγή στόν αρετικό πίσκοπο τήν ποτείχισί του, νά μολογ τήν πίστι του, νά πολεμ τήν αρεσι νά τήν νέχεται καί ποθάλπη καί γενικς νά τοποθετται  ατοβούλως καί νά συντάσσεται μέ τήν ρθοδοξία τήν αρεσι. Διά νά καταδείξουν, λοιπόν, σύμφωνο τόν σιο Μάξιμο μέ ατήν τή νομική θεώρησι, πικαλονται τό πιχείρημα, τι σιος δέν διέκοψε τήν κκλησιαστική πικοινωνία καί δέν ποτειχίσθηκε πό τόν αρετικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, πρίν συγκληθ στήν Ρώμη Σύνοδος, ποία κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμό. Δηλαδή πρίν τήν Σύνοδο τς Ρώμης πικοινωνοσε κκλησιαστικά μέ τούςαρετικούς καί μετά ποτειχίσθηκε. Ατό βεβαίως δέν εσταθε διά τούς ξς λόγους:
α) Στίς συζητήσεις μέ τούς ντιπροσώπους το ατοκράτορος καί το Πατριάρχου,στήν ξορία καί στήν Κωντινούπολι, οδόλως νέφερε σιος τήν Σύνοδο τς Ρώμης, λλά πάντοτε προέβαλε τό ρθόδοξο δόγμα σέ ντιπαράθεσι μέ τήν αρεσι το Μονοθελητισμο. λεγε δηλαδή τι, δέν πέγραφε τόν «Τύπον», διά τίς αρέσεις πού περιεχε καί χι πειδή δέν συμφωνοσε πρός ατόν κκλησία τς Ρώμης. Ο ναφορές το σίου γίνοντο πάντοτε ες τήν αρεσι καί χι ες τήν καταδίκη των πό τήν Ρώμη.
β) ταν το νέφεραν ο πεσταλμένοι τι λα τά Πατριαρχεα συμφώνησαν, κόμη καί Ρώμη, σιος πάλι δέν δέχθη νά πικοινωνήση κκλησιαστικά, λλά προτίμησε νά περασπισθ τήν ρθοδοξία καί τήν λήθεια, στω καί μόνος του. Ατό εναι τρανή πόδειξις, τι δέν νδιαφέρετο διά τίς Συνόδους καί τήν συμφωνία τν Πατριαρχν, λλά τοποθετοσε νεπιφύλακτα τόν αυτόν του μέ τήν ληθινή πίστι καί τήν ρθοδοξία.
γ) σιος δέν δέχθη νά πικοινωνήση κκλησιαστικά μέ τούς κπροσώπους το Πατριάρχη, στω καί ταν το νέφεραν τι συμφωνον μαζί του στό ρθόδοξο δόγμα περί δύο θελήσεων καί νεργειν το Χριστο. λόγος το τι μνημόνευον τούς αρετικούς Μονοφυσίτας στή Θεία Λειτουργία. Καί πό ατό συμπεραίνομε τι σιος εχε προσωπικά κριτήρια καί φ’ σον κρινε τι πρχε πρόβλημα πίστεως στόν Πατριάρχη, δέν πικοινωνοσε κκλησιαστικά μαζί του.
δ) Τέλος, σέ μία τν συζητήσεων μετά τν ντιπροσώπων, το νέφερον ατοί ποθετικς τά ξς: «Καί λέγουσιν (ο πεσταλμένοι). Ε δέ συμβιβασθσι τος νταθα ο Ρωμαοι, τί ποιες; Καί επε ( σιος). Τό Πνεμα τό γιον διά το ποστόλου καί γγέλους ναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοντας» (τό γιον Πνεμα δηλαδή ναθεματίζει, σους νομοθετον ντίθετα μέ τή διδασκαλία τς κκλησίας). πό λα ατά καταδεικνύεται τι τόν σιο δέν τόν νδιέφερε τί θά πράξη Ρώμη καί λοι ο Πατριάρχες, λλά δήλωνε περίφραστα καί μετά παρρησίας τι, θά πικοινωνοσε κκλησιαστικά μετ’ ατν, μόνον καί φ’ σον μολογοσαν διά λόγων καί ργων τήν ληθινή πίστι. κόμη καί γγελος πό τόν ορανό νά τολεγε κάτι ντίθετο δέν θά πείθετο.





ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ : ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAlΩN

Ευλογημένος ο Ερχόμενος

(Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα τα­πεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ' ένα που­λάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».

Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχ­τρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ' οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ' ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλει­δωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε μα­τωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμέ­να, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο. Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ' αμάξι του πο­λεμάρχου, που καθότανε σ' ένα θρονί πλου­μισμένο μ' ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βα­στούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν' ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.
Άλο­γα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ' αυτό τ' αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περή­φανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορ­φο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια με­γάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.
Από πίσω έρχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυ­ναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβω­μένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνε­ση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω. Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ' αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρε­λιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθα­μένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύ­πνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ' οι πλά­τες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο. Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθέ­νες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και δόξαζε τον νι­κητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ' όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».
Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χρι­στός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπεί­νωσης. Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ' ένα πουλάρι, σ' ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.
Κι' ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυ­γίου». Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερ­χότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κα­κία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκου­ραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν' αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ' αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ' ένα ξύλο σαν κακούρ­γος.
Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμέ­νους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψα­ράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευ­θέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του. Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊ­δούρι και να περάσει. Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειω­μένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊ­δούρι. Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλο­γιστεί αυτό το μυστήριο!
Ο Χριστός ανα­ποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για α­ληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το που­λάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ' αφρισμένα τάλογα που χλιμιντράνε καμαρω­τά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασι­λιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;
Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ' οι άντρες αντρειεύουνται. Τα ίδια λέγανε κ' οι αρχιε­ρείς κ' οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πό­λεως». Οι αρχιερείς κ' οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ' αυτόν που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψου­με; Η ματαιότητα κ' η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να παμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμα­στε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ' ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν α­γαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;
Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρα­νός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγ­γέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού; Απ' όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ' η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρί­σεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ' οι παντοδύναμοι αφέν­τες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλά­μια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρ­νει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, όλα πέσανε σ' έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τί­ποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.
Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ' αυτά που βλέπει και σ' αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο που τραβή­ξανε και κείνοι και σέρνει με ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί είναι «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ' αυτιά του εί­ναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει: «Εγώ ειμί Θεός πρώτος και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω αυτά». Εκείνος που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ' είναι για δαύτες τροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέ­γει : «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον». Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστή­θηκε. Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής. Όσοι πονάνε στο κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος τους καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγα­πημένοι του Χριστού και περπατάνε στη στράτα του με το φως του το παρηγορη­τικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: «Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ' ότι ελυπήθητε κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών. Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». Γι' αυτούς που ελπίζουνε στον Θεό, δεν μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας. Γι' αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:

«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυ­ρίου».