Ο βλάσφημος ψαράς


 Στο πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεις ομάδες ψαράδων, που ψάρευαν τις νύχτες με τα γρι-γρι στο στενό μεταξύ Πάρου και Νάξου. 
Εκείνη τη νύχτα η μια ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις και βαρειές κουβέντες. Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κάκου προσπαθούσαν ο λιμενοφύλακας και ο μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους συγκρατήσουν. 
Απότομα ο ουρανός βάρυνε. Η θάλασσα άρχισε να μουγγρίζει. Σε μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας το ψαροκάικο και τις βάρκες με τις λάμπες, μέχρι που τις πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν η θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ο καπετάνιος του απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.
 
- Πώς έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!
 
- Ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας από τους ψαράδες του γρι-γρι.
 
Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Δυο-τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά κι έδωσαν άλλη εξήγηση:
 
- Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά που δεν μας σήκωσε στον ουρανό τις βάρκες! Όρεξη δεν είχε η Παναγιά – να μην τη στολίσω και τώρα – να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.
 
Αυτά είπε και πήγε να δει τη ζημιά που είχε πάθει η δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σμπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία και αποσύρθηκε να κοιμηθεί.
 
Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία, - σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο- να τον πλησιάζει και να τον ερωτά:
 
- Γιατί, παιδί μου, δεν με σέβεσαι;
 
- Τι είναι αυτά που μου λες , κυρά μου; Θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;
 
- Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;
 
Στα λόγια αυτά τινάχθηκε όρθιος. Έκανε να φωνάζει, να τρέξει , αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του . Και τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πια, την Παναγία και την άκουσε να του λέει:
 
- Έλα στο σπίτι μου, στην Εκατονταπυλιανή, στην Παροικιά της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.
 
Ο Λιάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Εκατονταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ηλίου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στη θεία της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματός του. Γονάτισε και προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο πίσω Λιβάδι. Εκεί διαπίστωσε ένα καινούριο θαύμα : Οι βάρκες και το ψαροκάικο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμμία ζημία!



Today the Virgin gives birth to Him who is above all being.





Our celebration of the Feast of the Nativity of our Lord and Savior Jesus Christ is filled with joyful proclamations of the fulfillment of His promises for redemption and new life. “Today the Virgin gives birth to Him who is above all being.” “Today God has come upon the earth, and man gone up to heaven.” “Today He who knows no beginning now begins to be, and the Word is made flesh.”

Θεὸς τὸ τεχθὲν ἡ δὲ Μήτηρ Παρθένος


Σήμερον ἀνοίγεται ἡ πύλη τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ἣν ὁ Ὕψιστος μόνος διώδευσε, καὶ μόνην ἐσφραγισμένην ἐφύλαξε. Σήμερον ὁ ἄναρχος ἄρχεται καὶ ὁ Λόγος σημειοῦται. Σήμερον ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἡνώθησαν, λεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήμερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε. Σήμερον ὁρᾶται πυράς, ὁ φύσει ἀόρατος διὰ τὸν ἄνθρωπον. Σήμερον τίκτει ἡ παρθένος τὸν ποιητὴν τοῦ παντός· ἡ Γῆ προσφέρει σπήλαιον καὶ οὐρανοὶ τὸν ἀστέρα· Ἀστὴρ μηνύει Χριστόν, τὸν ἥλιον τοῖς ἐν σκότει καθημένοις· οἱ μάγοι τὰ δῶρα, οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα, οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον. Σήμερον ὁ χρόνιος ἐλύθη δεσμός, τῆς καταδίκης τοῦ Ἀδάμ. Ὁ παράδεισος ἡμῖν ἠνεῴχθη, ὁ ὄφις κατηργήθη. Διότι ἣν πρῴην ἠπάτησε, νῦν ἐθεάσατο, τοῦ Δημιουργοῦ γενομένην μητέρα. Σήμερον ἡ πάναγνος Θεοτόκος Μαρία συγκαλεῖ ἡμᾶς ἐν τῷ ναῷ, ὡς πότε ὁ Ἀστὴρ τοὺς Μάγους ἐν τῷ Σπηλαίῳ. Σήμερον ἁγιάζει ἡμᾶς τὸ ἀμόλυντον τῆς παρθενίας κειμήλιον ὁ λογικὸς τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ Παράδεισος· τὸ ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων· ἡ πανήγυρις τοῦ αἰωνίου συναλλάγματος, ἡ Θεοχώρητος παστάς, ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τὴν σάρκα· ἡ ἔμψυχος τῆς φύσεως βάτος, ἣν τὸ τῆς θείας ἀκτῖνος πῦρ οὐ κατέφλεξεν· ἡ ὄντως κούφη νεφέλη ἡ τὸν ἐπὶ τῶν Χερουβὶμ μετὰ σώματος βαστάσασα. Ὁ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ ὑετοῦ καθαρώτατος πόκος, ἐξ οὗ ὁ ποιμὴν τὸ πρῶτον ἐνεδύσατο. Μαρία ἡ δούλη καὶ μήτηρ· ἡ Παρθένος καὶ λογικὸς Οὐρανός, ἡ μόνη Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους γέφυρα· ὁ φρικτὸς τῆς οἰκονομίας ἱστός, ἐν ᾧ ἀῤῥήτως ὑφάνθη ὁ τῆς ἑνώσεως χιτών· ὁ ὅπερ ἱστουργὸς μὲν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἔριθος δὲ ἐξ ὕψους ἐπισκιάσασα δύναμις· ἔριον δὲ τὸ ἀρχαῖον τοῦ Ἀδὰμ κώδιον· κρόκη δὲ ἡ τῆς Παρθένου ἀμόλυντος σάρξ· κερκὶς δὲ ἡ ἀμέτρητος τοῦ φορέσαντος χάρις· τεχνίτης δὲ ὁ δι᾿ ἀκοῆς ἀσπηδήσας Λόγος. Οὐκ ὑπῃσχύνθη ὁ φιλάνθρωπος τὴν ἐκ γυναικὸς ὠδῖνα. Διότι ζωὴ ἦν τὸ πραγματευόμενον. Διότι εἰμὴ Παρθένος ἔμεινεν ἡ Μήτηρ, ψιλὸς ἄνθρωπος ὁ τεχθείς, καὶ οὐ παράδοξος ὁ τόκος· εἶδε καὶ μετὰ τόκον ἔμεινε Παρθένος, πῶς οὐχὶ καὶ Θεός, καὶ τὸ μυστήριον ἄφραστον; Ἐκεῖνος ἀφράστως ἐγεννήθη, ὁ καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων εἰσελθὼν ἀκωλύτως. Οὗ τὴν συζυγίαν τῶν φύσεων ἰδὼν ὁ Θωμᾶς, ἀνέκραξε λέγων· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Μάθωμεν λοιπὸν πρῶτον τὴν οἰκονομίαν καὶ τὴν αἰτίαν τῆς παρούσης καὶ τότε δοξάσωμεν τὴν δύναμιν τοῦ σαρκωθέντος, ἐπειδὴ ὤφειλεν ἐξ ἁμαρτιῶν ἡ τῶν ἀνθρώπων φύσις, καὶ ἠπόρει πρὸς τὸ χρέος. Διότι διὰ τοῦ Ἀδὰμ πάντες τῇ ἁμαρτία ἐχειρογραφήσαμεν· δούλους ἡμᾶς κάτειχεν ὁ διάβολος· τὰς ὠνὰς ἡμῶν περιέφερε, χάρτης καὶ χρησμένος τῷ πολυπαθεῖ ἡμῶν σώματι· εἰστήκει ὁ κακὸς τῶν παθῶν πλαστογράφος ἐπισείων ἡμῖν τὸ χρέος καὶ ἀπαιτῶν ἡμᾶς τὴν δίκην, ἔδει λοιπὸν δυσὶν θάτερον ἢ πάντες ἡμάρτομεν· ἢ τοιοῦτον ἵνα δοθῇ πρὸς ἀντίδοσιν τίμημα, ὅπερ πᾶν τῷ χρέει ὑπῆρχε δικαίωμα πρὸς παραίτησιν. Ἄνθρωπος τοῦ σῶσαι ἡμᾶς οὐκ ἠδύνατο· ὅτι ὑπέκειτο τῷ χρέει τῆς ἁμαρτίας. Ἄγγελος δὲ ἐξαγοράσαι τὴν ἀνθρωπότητα οὐκ ἴσχυσεν· ὅτι ἠπόρει τοῦ λύτρου. Λοιπὸν Θεὸς ἀναμάρτητος ὑπὲρ τῶν ἡμαρτηκότων ὤφειλε ἀποθάνῃ· ὅτι αὕτη ὑπελείπετο τοῦ κακοῦ ἡ λύσις.

Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος στὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ


 
Νύχτα Χριστουγέννων. νας γιος κα σοφς σκητς προσεύχεται π ρα γονατιστς μέσα στ γιο Σπήλαιο, στ Βηθλεέμ. Στ σπήλαιο πο πρν π περίπου 400 χρόνια εχε φιλοξενήσει τν νεογέννητο Χριστό μας. σκητς δν εναι λλος π τν μεγάλο Πατέρα τς κκλησίας μας, τν γιο ερώνυμο, πο κατέγραψε κα τ σα συνέβησαν κε.
κείνη τ νύχτα σιος εχε φήσει τ σκητήριο του, πο ταν κοντ στ γιο Σπήλαιο, κα εχε ποφασίσει ν τν περάσει ξάγρυπνος κα προσευχόμενος μπροστ στν γία Φάτνη.
καρδιά του ταν γεμάτη εγνωμοσύνη γι τ μεγάλη δωρε το Θεο: ν λθει διος στ γ, ν γίνει νθρωπος, γι ν μς γλυτώσει π τ δουλεία τς μαρτίας, π τν τυραννία το διαβόλου κα τ νύχια το θανάτου!
πόλυτη σιωπ πικρατοσε μέσα στ νύχτα στν ερ χρο...
Ξαφνικ κούστηκε ν προφέρει τ νομά του μι γλυκι φωνή:
ερώνυμε!
Ξαφνιάστηκε σιος... Κοίταξε παραξενεμένος γύρω του... Τίποτε... Δν πρχε κανείς.
ερώνυμε! ξανακούστηκε φωνή...
Ναί! ρχόταν π τν γία Φάτνη... κα κανε τν καρδιά του ν τρέμει συγκλονισμένη.
ερώνυμε, τί δρο θ μο κάνεις πόψε στ γιορτή μου;
ταν πράγματι γλυκι φων το ησο.
Ξέσπασε σ λυγμος γιος:
Κύριε, τ ξέρεις τι γι Σένα τ φησα λα: τ παλάτι το ατοκράτορα, τ μεγαλεα τς Ρώμης, τς νέσεις. καρδιά μου, σκέψη μου, λα σ Σένα εναι στραμμένα! Τί λλο μπορ ν Σο προσφέρω; Δν χω τίποτε!
–Κα μως, ερώνυμε, χεις κάτι κόμα πο μπορες κα πρέπει ν μο τ προσφέρεις... Ατ θ μ εχαριστήσει πι πολ π λα τ λλα, κα ατ θέλω...
πεσε σ συλλογ σιος... Πέρασαν λίγα λεπτ κα μετ τόλμησε ν ψελλίσει:
–Κύριε, δν βρίσκω κάτι... Πές μου, τί θ μποροσα κόμη ν Σο προσφέρω κα δν μπορ ν τ σκεφτ;
Μεσολάβησε μικρ διάστημα σιγς κα φων το Χριστο ξανακούστηκε:
ερώνυμε, τς μαρτίες σου θέλω. Δσε μου τς μαρτίες σου!
–Τς μαρτίες μου; Τί ν τς κάνεις, Κύριε, τς μαρτίες μου;
–Θέλω τς μαρτίες σου γι ν σο τς συγχωρήσω, φο γι᾿ ατ ρθα στν κόσμο, πάν­τησε ησος κα πικράτησε βαθι σιωπή.
Συγκλονισμένος γιος ερώνυμος ­­­φησε τ δάκρυά του, δάκρυα εγνωμοσύνης, ν πλημμυρίσουν τν ερ χρο λη τ νύχτα.
φησε κα σ μς τν μπρακτη παραγγελία ν μ λησμονομε κάθε Χριστούγεννα τ ραιότερο δρο πρς τν Σωτήρα μας, τ μετάνοιά μας γι τς μαρτίες μας. Ατς εναι καλύτερος ορτασμς τς μεγάλης ορτς...

http://thriskeftika.blogspot.ca/2012/12/blog-post_2714.html