ΑΝΑΓΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ (αθωνικά άνθη)


Εκκλησία είναι άθροισμα πιστών ανθρώπων ενωμένων με την κοινήν αγάπη στο Χριστό και ενωμένων μεταξύ τους με την αγάπην, αφού ο Χριστός είναι σαφής: «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωαν. Ις, 35). Δηλαδή υπέρτατο κριτήριο της ιδιότητος των πιστών και μαθητών του Κυρίου Ιησού είναι η μεταξύ τους αγάπη. Οπότε είναι αληθινή τραγωδία να νομίζει κανείς ότι είναι μαθητής Χριστού και ότι αγωνίζεται για την δόξα του, ενώ είναι γυμνός από την αγάπη στον πλησίον του. Βέβαια οι Χριστιανοί ούτε μηχανές ομόρρυθμα λειτουργούσες είναι, ώστε να ομοφρονούν πάντοτε, αλλά και «ως σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες και υπό του διαβόλου πλανώμενοι», υφίστανται αλλοιώσεις μη καλές, απατώνται λίγο ή πολύ στη διακρίβωση του αληθινού και στην επιλογή τρόπων και μεθόδων ενεργείας και, εφ’ όσον τελούν υπό το κράτος των μη καλών παθών σε ποικίλο βαθμό, επόμενον είναι να νικώνται από τον εχθρό διάβολο και φυσικά να αμαρτάνουν. 

H συνέχεια, “κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more
                                                                                                                                               Απολείπεται βέβαια η μετάνοια σαν μοναδικό μέσον επιστροφής «όθεν πεπτώκαμεν», δοθέντος ότι είναι φιλάνθρωπος και πολυεύσπλαγχνος ο Κύριός μας και «προσδέχεται τον τελευταίον καθάπερ και τον πρώτον».                                                                                                                                                                                                                                                                                                      Όλος ο βίος των χριστιανών τελειώνει με την χωρίς τέλος μετάνοια, της οποίας έχουν ανάγκη όχι μονάχα οι ασθενείς, αλλά και αυτοί οι άγιοι, όσο βρίσκονται υπό τους όρους της παρούσης ζωής, γιατί μέσα στο χρόνο συντελείται η ανοδική κίνηση της ψυχής. Και κάθε νέα ανάβαση προς ομοίωση με το θείο ελέγχει την προηγηθείσαν ατέλειαν, οπότε αυτομάτως αναδύεται ο λόγος μετανοίας.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     Αλλά διαφωνούντες οι χριστιανοί, αφού δεν είναι πάντοτε εφικτή η σε όλα συμφωνία, διατηρούν την αγάπην «εν τω συνδέσμω της ειρήνης», γιατί αγαπούν με την ψυχήν τους και γιατί διαφωνούντες, κατά το μέτρο της γνώσεως που έχουν, διατηρούν αμφιβολίες για την ορθότητα των απόψεών τους, που δεν αναφέρονται, βέβαια, σε βασικά θέματα Πίστεως.                           
 Αναμφιβόλως τόσο η διατήρηση της αγάπης όσο και των αμφιβολιών, προϋποθέτουν κάποια πνευματική ωριμότητα. Γιατί δεν είναι μικρή αρετή να μη αλλοιώνεται η αγάπη έναντι του διαφωνούντος και, παρά την σχηματιζομένην αληθοφανή ιδέα, να μην είναι κανείς βέβαιος για την ορθότητά της. Έτσι λοιπόν με αυτές τις προϋποθέσεις, ούτε η εν αγάπη με τον πλησίον σχέση διαταράσσεται, αλλά και η ψυχή είναι έτοιμη να συζητήσει και να θέσει υπό ανάκριση τις απόψεις της με διάθεση ελευθερίας.                                                                                                  Αυτές οι προϋποθέσεις αποτελούν βασικές αρχές όχι μονάχα για την εν αγάπη και αληθεία ενότητα της Εκκλησίας, αλλά και αυτού του δημοκρατικώς ζην. Γιατί εύκολα μπορεί να φαντασθεί κανείς πόσα κακά ακολουθούν από την απουσία αυτών των αρχών, όπως είναι οι έριδες, τα σχίσματα και τα μίση μεταξύ αδελφών. Αλλά και η τραγική ειρωνεία βρίσκεται στο γεγονός, ότι όλοι πιστεύουν ότι έχουν δίκαιο και πολεμούντες τους αντιπάλους φρονούν ότι «προσφέρουν λατρεία στον Θεόν»!                                                                                                                                  Διαφωνούντες λοιπόν οι χριστιανοί ή σιωπούν όταν βλέπουν πως δεν υπάρχει ελπίδα συμφωνίας, ενώ μέσα τους συντηρούν την αγάπην, ή συζητούν όταν διακρίνουν ανάλογη διάθεση με τον διαφωνούντα. Είναι αληθινά ωραίο το θέαμα αδελφών που συζητούν με ειρήνη για την εύρεση της αληθείας και γνώρισμα λογικών ανθρώπων, σε αντίθεση με την αλογία των συζητούντων με όργανα όχι τον λόγον, αλλά τα πάθη που ενδύονται το λόγο για να τα υπηρετήσει.                                                                                                                                                                                      Ποιος δεν βλέπει αυτή την καθημερινή πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα «πολιτισμού» και σε όλους τους χώρους και μέσα σ΄ αυτήν ακόμα την Εκκλησία, που εξ αξιώματος επαγγέλεται την αγάπην, την ενότητα και διακηρύττει το: «Εν αρχή ην ο Λόγος…» και ως λόγος;                                                                                                                                                                                                  Αλλά το κακό αυτό είναι βαθειά ριζωμένο στην ψυχή, όχι σαν φυσικό στοιχείο, αλλά σαν παραφυσικό ενέργημα, που αναβλύζει από τη διαστραφείσα φύση, την οποίαν εθεράπευσε μεν με την Σάρκωσή Του ο Θεός Λόγος, αλλά άφησε στους ανθρώπους την ελευθερία να δεχτούν ή να αρνηθούν την θεραπεία. Και δυστυχώς οι πολλοί δεν θέλουμε να θεραπευθούμε. Έτσι συμβαίνει να εφαρμόζεται το Αποστολικόν: «Ει δε αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων αναλωθήτε» (Γαλ. 5,15).                                                                                                           Αλλά το φαινόμενο της αλογίας, στις μεταξύ των χριστιανών σχέσεις, δεν περιορίζεται μονάχα στα άτομα, πρόσωπα, μονάδες, αλλά επεκτείνεται και στα απρόσωπα σύνολα. Είναι νόμος ψυχολογικός και διαμορφώνεται κοινή συνείδηση στα κλειστά σύνολα, συνείδηση μάζας με πρότυπα τα ηγετικά πρόσωπα, κατά το λόγο του Γρηγορίου του Θεολόγου: «Φιλεί το υπήκοον εξομοιούσθαι τοις άρχουσι». Και αν μεν οι ηγέτες είναι σώφρονες και συνετοί, με πλατυσμό και καθολική ευρύτητα στην ψυχή από πολυχρόνια αγωγή μέσα στην Ορθόδοξη πνευματική παράδοση, τότε αποβαίνουν αληθινή ευλογία και για το «υπήκοον», αλλά και για το γενικό καλό. Αν όμως στερούνται τα απαραίτητα αυτά προσόντα, τότε κατ’ ανάγκην είναι πρόσωπα εγωκεντρικά, με έμμονες ιδέες, αλλότρια από την αγιάζουσα παράδοση, φορτισμένα με οξυχολίες, αυτοβασανιζόμενα και έτοιμα να στραφούν εναντίον εκείνων που διαφωνούν στις απόψεις τους. Αυτοί οι τύποι διαμορφώνουν τους οπαδούς των με ψυχολογία δουλική, όχι γιατί ακολουθούν πιστά, αλλά γιατί δουλούνται στα πάθη τους που καλλιεργούν ανεπίγνωστα οι αδόκιμοι ηγέτες. Οι τύποι αυτοί είναι συμφορά για την ενότητα και την αγάπη της Εκκλησίας. Να γιατί ο θείος Απόστολος εδίδασκε: «Τιμής ηγοράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων» (Α’ Κορ. ζ, 23). Άλλο βέβαια πράγμα είναι η υποταγή στα όργανα της Εκκλησίας, εφ’ όσον μάλιστα εκφράζουν την πίστη και το ήθος της Ορθοδοξίας, άλλο είναι υποταγή στις θεσμικές εκκλησιαστικές μορφές (Μοναχισμός) και φυσικά, άλλο είναι τα κατασκευάσματα των ανθρώπων (άθεσμα σχήματα), που οργανώνουν αυθαίρετα καλοπροαίρετοι χριστιανοί. Τα πρώτα είναι ηγγυημένοι δρόμοι ζωής αιωνίου, γιατί εκεί τα πρόσωπα χάνονται στην καθολική και «απρόσωπη» πατερική και βιβλική διδασκαλία της Εκκλησίας. Τα τελευταία είναι προσωποπαγή σχήματα, στα οποία τα πρόσωπα, αν και μεταδίδουν την διδαχή του Ευαγγελίου και, εκλεκτικά, των Πατέρων, όμωβς στις συνειδήσεις των οπαδών κυριαρχούν αποφασιστικά, μεταδίδοντα τις προσωπικές ιδιοτυπίες των σαν υπέρτατο κριτήριο αληθείας και μεθόδων, που κατά κανόνα δεν συμφωνούν με το ήθος της Ορθοδοξίας. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι δεν εφρόντισαν προηγουμένως να ενσωματωθούν, δια πράξεως, στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, αλλά εισήλθαν «αλλαχόθεν» και έχρισαν εαυτούς σε διδασκάλους, με αποτέλεσμα άλλοι να γίνονται νευρωτικοί, άλλοι να πτωχαίνουν την ψυχή τους με τον αυτοπεριορισμό του δυναμισμού της σε μια κακώς εννοουμένη καθηκοντολογία και άλλοι να καλλιεργούν εν αγνοία τους τα πάθη, οπότε σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις κλείουν από τους οπαδούς των την οδό της θεώσεως, «αίροντες την κλείδα της γνώσεως» (Λουκ. ια, 52), πράγμα που συνεπάγεται το «ουαί» του Κυρίου. Όλα αυτά αποτελούν μια προεισαγωγή σε ένα θέμα το οποίον επιθυμώ να εκθέσω με αντικειμενικότητα και αγάπη. Πρόκειται για το άρθρο «Σκάνδαλα και σκανδαλιζόμενοι» και για ένα σχόλιο με τον τίτλο «Το σκάνδαλο και η ανακοίνωση», που κατεχωρήθησαν στο τεύχος των «Αθωνικών Διαλόγων» με αριθμό 59-60. Τόσο το άρθρον όσο και το σχόλιο προκάλεσαν την μήνιν του περιοδικού φύλλου «Εκκλησιαστικός Αγών» του Μαρτίου ε.έ. και του φυλλαδίου «Φύλακες» της 1 Απριλίου. Αμφότερα τα έντυπα υβρίζουν σκαιώς τους συντάκτας των δύο κειμένων, τους οποίους εκλαμβάνουν ως ένα και το αυτό πρόσωπο και συγκεκριμένως τον υποφαινόμενο, προς τον οποίον κατευθύνουν βαρυτάτους χαρακτηρισμούς. Η επιθετικότης κατά του υπευθύνου των Α.Δ., το ανοίκειον ύφος κατά μοναχού, οι ύβρεις και γενικά η συμπεριφορά χριστιανών λαϊκών κατά μοναχών από μόνο τον λόγον, ότι διαφωνούν, αυτό και μόνο, σαν φαινόμενο ψυχολογικό, και σαν νοοτροπία, που αλλοιώνει το χριστιανικόν ήθος και εισάγει νέες αρχές και μεθόδους στη ζωή της Εκκλησίας, με υποχρεώνει να υπομνήσω μερικές αλήθειες, που κινδυνεύουν να διαστραφούν. Επειδή οι εν Χριστώ αδελφοί σκανδαλίστηκαν από το άρθρο, και το σχόλιο, ίσως γιατί αν γίνει δεκτό ότι ο έλεγχος δεν επιτρέπεται, εκλίπει και «η ελπίς της εργασίας αυτών», είμαι οφειλέτης να εξηγήσω, ότι το μεν άρθρο έγραψε θεολόγος μοναχός συνεργάτης του περιοδικού, το δε σχόλιον ο υποφαινόμενος. Το άρθρον «Σκάνδαλα και σκανδαλιζόμενοι» αποτελεί το δεύτερο μέρος του άρθρου με τον τίτλο «Τα ζιζάνια», που δημοσιεύτηκε στους Α.Δ. τον Αύγουστο του 1976. Το άρθρο καλογραμμένο, με σωστή απ’ ωρισμένες πλευρές τοποθέτηση, παρουσίαζε ερμηνευτική αδυναμία στην παραβολή των «Ζιζανίων» και δεν ελάμβανε υπόψη βασικές λειτουργίες του Σώματος της Εκκλησίας απέναντι στα σκάνδαλα και τις προϋποθέσεις αντιμετωπίσεώς τους, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, αλλά και προ αυτών ο Κύριος. Για τους παραπάνω λόγους παρεκάλεσα τον συνεργάτη μας μοναχό μ.χ. να γράψει ένα δεύτερο άρθρο για να ολοκληρωθεί το θέμα. Χωρίς χρονοτριβή μου έστειλε το Β’ μέρος. Επειδή και πάλι παρουσίαζε ατέλειες, κρατήθηκε αδημοσίευτο περισσότερο από δύο χρόνια, οπότε με λίγες διορθώσεις το κατεχωρίσαμε τελευταία στο τεύχος του Δεκεμβρίου. Παρά τις αρετές του και τα θετικά στοιχεία του το άρθρο εξακολουθεί να πάσχει από μονομέρεια. Ο μοναχός μ.χ. σαν νέος θεολόγος δεν κατώρθωσε να συλλάβει σφαιρικά το όλο πρόβλημα των σκανδάλων στο χώρο της Εκκλησίας, αλλά και η ερμηνεία της Παραβολής των «Ζιζανίων», που αποτελεί τη βάση του άρθρου, δεν ήταν πολύεδρη. Υπό την ονομασία των ζιζανίων ο Κύριος εννοεί τις αιρέσεις, ετεροδιδασκαλίες, διάφορες πλάνες και κατά δεύτερο λόγο τους φορείς ηθικών σκανδάλων. Το κρίσιμο σημείο της Παραβολής είναι ο τρόπος αντιμετωπίσεώς τους. Στο «θέλεις ουν απελθόντες συλλέξωμεν αυτά;», ο Κύριος απαντά: «ου, μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια…  άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού…» (Ματθ. ιγ, 28-30). Η απάντηση του Κυρίου εξελήφθη από τον μ.χ. κυριολεκτικά, γι’ αυτό και παίρνει στάση παθητική απέναντι των ζιζανίων, πράγμα που εξώργισε τους αδελφούς ακτιβιστάς, που δεν μπορούν να αισθανθούν ότι ζουν μέσα στην Εκκλησία χωρίς να επιτίθενται σε κάποια «ζιζάνια». Το ερμηνευτικό λάθος βρίσκεται στην παρανόηση της σημασίας του «συλλέξωμεν» και «συλλέγοντες», που σημαίνει ξερίζωμα και για τους ανθρώπους-ζιζάνια, θάνατο. Και ο Κύριος δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού και του πλανηθέντος, αλλά τη μετάνοια και σωτηρία του. Επομένως είναι αυτονόητον, ότι κατά τη διάρκεια της ζωής, του «συναυξάνεσθαι», πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια μεταβολής των ζιζανίων σε σίτον, όπως έγιναν πολλοί. Γι’ αυτό ούτε η άστοργη παθητικότητα είναι σωστή, ούτε η αφιλάδελφη επιθετικότητα είναι χριστιανική. Ο Κύριος ήδη έχει καθορίσει πως μπορεί να ενεργήση ο πιστός μέσα στην Εκκλησία υπέρ του αμαρτήσαντος ή πλανηθέντος αδελφού, φυσικά μόνο εξ αγάπης, αλλά και η διδασκαλία των αγίων Πατέρων είναι πλουσιωτάτη. Επειδή δε πολλοί καλοπροαίρετοι χριστιανοί δεν εγνώρισαν και δεν οικειώθησαν την πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, αλλά ακολούθησαν «εντάλματα ανθρώπων» χωρίς κανένα κύρος και, δίχως να θέλουν, σκέπτονται και ενεργούν αντιπατερικά, με συνέπεια να ζημιώνονται και να ζημιώνουν τους αδελφούς, γι’ αυτό πρέπει να επανέλθουμε στο ίδιο θέμα. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος κάπου λέει, ότι «αντλούντες ύδωρ από του φρέατος συναντλήσαμεν και τον καλούμενον βάτραχον». Έτσι συμβαίνει και με μας, αγωνιζομένους τάχα κατά των «ζιζανίων», χωρίς να το καταλάβουμε είμαστε ή γινόμαστε και εμείς ζιζάνια. Ποιος λοιπόν θα μας βοηθήση να γίνουμε σίτος; Υπό τον ανωτέρω τίτλον εγράψαμε στο προηγούμενον τεύχος τις σκέψεις μας, αναφορικά με το ανορθόδοξον ήθος, που τείνει να καθιερωθή στην Εκκλησία από ωρισμένες χριστιανικές κινήσεις υπό μορφήν αγώνος για την «εξυγίανση» της Εκκλησίας από τα σκάνδαλα και τους σκανδαλοποιούς. Επειδή το ανορθόδοξον αυτό ήθος συνίσταται στον τρόπον ελέγχου των πάσης μορφής σκανδάλων και σκανδαλοποιών, ή απλώς διαφωνούντων, θα ήθελα εδώ να προσθέσω μερικές παρατηρήσεις, με την ελπίδα ότι παρέχω αφορμή βαθύτερης έρευνας του ζωτικού αυτού προβλήματος και αναθεωρήσεως της συμπεριφοράς μας. Πρέπει εξ αρχής να λεχθή, ότι το πρόβλημα του ελέγχου—των άλλων—είναι πολύπλοκον, πολύμορφον και πλήρες συναρτήσεων. Ο λόγος του Κυρίου: «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου…» (Ματθ. ιη, 15-17) δεν εξαντλεί το θέμα, παρ’ ότι δίδεται υπόδειγμα ενεργείας του ελέγχου, αλλά μεταξύ εν Χριστώ αδελφών. Το «ειπέ τη εκκλησία» σημαίνει ακριβώς έλεγχον μέσα στον αυστηρώς συγκεκριμένον χώρον της Εκκλησίας. Αλλά ποιος και που είναι ο χώρος αυτός; Υπάρχει μια στεγανή περιοχή, όπου να ημπορή κανείς να αναφερθή στην Εκκλησία και η Εκκλησία να ασκήση τον έλεγχον χωρίς να διασυρθή «προς τους έξω» και ο ελεγχόμενος και αυτή η Εκκλησία; Και όταν ελεγχόμενος είναι κληρικός και δη επίσκοπος; Υπό τις σύγχρονες συνθήκες δεν υπάρχει συγκεκριμένη περιοχή, μέσα στην οποίαν μπορεί να ασκηθή ο έλεγχος χωρίς να γίνη αντικείμενον εκμεταλλεύσεως από τους πολεμίους της Εκκλησίας. Οπότε δεν φθάνει να θέλη κανείς να απαλλάξη την Εκκλησίαν από το φθοροποιόν σκάνδαλον, αλλά είναι απαραίτητον να διασφαλισθή και από τον διασυρμόν. Πάντοτε θα έπρεπε να εφαρμόζεται η σύσταση του Αποστόλου Παύλου: «περιπατείτε εν σοφία προς τους έξω», αλλά τώρα που οι «έξω» έχουν τόσο πολύ αναμιχθεί με τους πιστούς, χρειάζεται περισσότερη «σοφία», ώστε να θεραπεύεται το σκάνδαλον χωρίς να παίρνη διαστάσεις δημοσιότητος, όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα. Αλλά θα έπρεπε να τεθή εδώ το ερώτημα: δικαιούται κάθε ένας να ασκή δημοσίως έλεγχον;  Αν εξαιρέσουμε τα θέματα της πίστεως, που και σ’ αυτά χρειάζεται μαζύ με το θάρρος της ομολογίας και η σύνεση, μπορεί ένας χριστιανός να επιτρέπη στον εαυτόν του έλεγχον του αδελφού του, εάν δεν αισθάνεται το σφάλμα του άλλου σαν δικό του; Για ν’ αποφύγουμε μια απάντηση με γενίκευση, που δεν λύει το πρόβλημα, θα πρέπη να αναφερθούμε στο ορθόδοξον ήθος, απ’ όπου και θα αναχωρήσουμε. Το ορθόδοξον ήθος πως μορφώνεται στον ορθόδοξον χριστιανόν; Η απάντηση είναι εύκολη: με τον τρόπον που γίνεται κανείς άγιος. Οι Άγιοι, μας διδάκουν τον τρόπον και τα μέσα του αγιασμού και της μορφώσεως ορθοδόξου ήθους στην θεωρίαν και την πράξη. Και γνωρίζουμε από τον βίον και την πολιτεία των, τους πολυχρονίους αγώνες των, τους πολέμους των με τους δαίμονες και τα πάθη και τον κόσμον, τις συνεχείς προσευχές των, τις αγρυπνίες των, τις νηστείες, τα έργα αγάπης, την βαθειά τους ταπείνωση, τα δάκρυά τους και τον θείον έρωτα της ψυχής των. Ο πολυχρόνιος και πολύμοχθος βίος των Αγίων δίνει το μέτρον της αναγκαιότητος του ασκητικού αγώνος, αλλά και εκφράζει τις απαιτούμενες θυσίες για τον αγιασμόν της ψυχής και την απόκτηση ορθοδόξου ήθους. Χωρίς να προηγηθή η ταπείνωση με την υπακοή και η κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, χωρίς την ειρήνη, την πραότητα και την αγάπη, είναι αδύνατον να έχη κανείς την διάκριση και την συντριβή για τα σφάλματα των αδελφών του, που βλάπτουν τους ίδιους και την Εκκλησία, ώστε να ενεργήση ωφέλιμον έλεγχον. Γιατί αν ο έλεγχος αποτελεί μίαν αναγκαίαν λειτουργίαν στο σώμα της Εκκλησίας, όμως το ορθόδοξον ήθος προϋποθέτει την καταλληλότητα εκείνου που θα τον ασκήση, είτε κατ’ ιδίαν, είτε σε ευρύτερον χώρον. Και εκείνος μόνον είναι κατάλληλος να ασκήση έλεγχον, που συγκεντρώνει τα αναφερθέντα πνευματικά στοιχεία. Αλλά κατά κανόνα ο έλεγχος ασκείται ανορθόδοξα εξ αιτίας της απουσίας των αρετών της ταπεινώσεως και της αγάπης, όσον και αν εμφανίζεται ότι ενεργείται από αγάπη στην Εκκλησία. Βέβαια, είναι έτοιμος κανείς να αναγνωρίση τις καλές προθέσεις και διαθέσεις των ασκούντων έλεγχον. Αλλά ούτε οι προθέσεις, ούτε οι διαθέσεις είναι αρκετές γι’ αυτή την υπεύθυνη λειτουργία. Γιατί άλλο είναι να θέλω το καλόν και άλλο να δύναμαι να το κάμω. Μεταξύ του θέλειν και του δύνασθαι υπάρχει χάσμα μέγα. Και εξηγούμεθα. Πώς να το κάνωμεν; Ο άνθρωπος είναι φορεύς παθών και αρετών. Εάν οι Άγιοι και οι «εκλεκτοί» ήσαν πάντοτε ολίγοι, ο ελάχιστος αριθμός, πρέπει να δεχθώμεν, ότι οι πολλοί είμαστε εμπαθείς, άλλοι ολίγον και οι πιο πολλοί πολύ. Δηλαδή είμαστε σε ποικίλον βαθμόν δούλοι παθών. Οι πολύ εμπαθείς, που κυλίονται στα πάθη, ούτε γνωρίζουν συνήθως την συμφοράν τους, αλλ’ ούτε διανοούνται καν να ελέγξουν άλλους ατάκτους. Εκείνοι πάλιν, που έχουν ξεπεράσει τις ενέργειες των παχυλών παθών, τελούν εν γνώσει της καταστάσεώς τους και έχουν σχηματίσει ιδέα λίγο- πολύ σωστή περί παθών και αρετών, αλλά επειδή δεν έχουν ενεργούσαν μέσα τους την ταπείνωση και την αγάπην, δεν μπορούν να αποφύγουν την κρίση και την κατάκριση των πρώτων και όλων των κατ’ αυτούς ατακτούντων. Η κατηγορία αυτών των τύπων είναι πολυάριθμη. Μια Τρίτη κατηγορία ολιγάριθμη, είναι αυτοί, που από μακρόχρονη αγωγή, από προσευχές και πνευματικούς καμάτους η χάρη του Θεού τους επεσκίασε και απέκτησαν τους «καρπούς του πνεύματος» σε ποικίλον βαθμόν. Οι χαριτωθέντες σε κάποιο μέτρον αυτοί χριστιανοί, ταπεινώνονται, αγαπούν τον Θεόν και τον πλησίον και η συντριβή της καρδιάς των για την αμαρτωλότητά τους τους διασφαλίζει από την κατάκριση του αδελφού των. Αντιθέτως μάλιστα, μέμφονται συνεχώς τον εαυτόν των και αισθάνονται σαν δικό τους το σφάλμα του εν Χριστώ αδελφού των. Και πραγματοποιείται σ’ αυτούς, αναλόγως της αγάπης που έχουν, η αποστολική σύσταση: «Χαίροντες μετά χαιρόντων και κλαίοντες μετά κλαιόντων». Δεδομένων λοιπόν των ενεργημάτων των τριών αυτών ψυχικών καταστάσεων, γίνεται φανερόν ότι οι της δευτέρας κατηγορίας, δυνατόν να έχουν αγαθές προθέσεις και διαθέσεις, όμως λόγω των ατελειών και της σοβούσης εμπαθείας, μόλις θελήσουν να εκδηλωθούν και πριν ακόμη εκδηλωθούν, το καλόν συμπλέκεται με το κακόν, η καλή διάθεση με το ψεκτόν πάθος. Και επειδή ο νους είναι άμοιρος διακρίσεως και η καρδιά τους εστερημένη πνευματικής πείρας, η ενέργεια των σκοτεινών παθών εκλαμβάνεται ως ιερός ζήλος! Εάν λοιπόν εμπαθώς ή κρίνομεν ή ελέγχομεν, εξυπακούεται ότι και τον εαυτόν μας βλάπτομεν και την Εκκλησίαν ολόκληρον. Οπότε πρέπει απαραιτήτως να παραιτηθούμε των φιλοδοξιών να διορθώσουμε τους άλλους, μνημονεύοντες του λόγου: «Τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου…» (Ματθ. ζ, 3-5). Η μεγάλη σύγχυση που επικρατεί και στην Ορθόδοξη Ελλάδα, αλλά και το πολύμορφον κακόν, αποτελούν μια πρόκληση σε καλοπροαίρετους χριστιανούς να αναλάβουν δράση. Αλλά για τους λόγους που ανέφερα γίνεται μεγάλο κακόν. Γιατί οι εκδηλώσεις είναι τόσον αισθξτά μεμιγμένες με μη καλά πάθη ώστε, όταν μεν στρέφωνται προς ομοπίστους, να διαταράσσουν την ειρήνη και να ψύγουν την ατίμητην αγάπην. Όταν δε πάλιν ελέγχουν «κοσμικούς», αδελφούς πλανηθέντας από τον διάβολον και «ναυαγήσαντας περί την πίστιν», να δίνουν την χειρότερη χριστιανικήν εικόνα κι έτσι να τους εξεγείρουν και να τους απωθούν από πιθανή μετάνοια και επιστροφή στην Εκκλησία. Ποιος δεν γνωρίζει, ότι η ακαταμάχητη ελκτική δύναμη του Χριστού και των Αγίων Του είναι η εκουσία ταπείνωση, ο πόνος για τον κόσμον όλον; Αλλά το ασυγκράτητον αυτό κακόν της έσωθεν εξεγέρσεως, για διόρθωση ή για έλεγχον παντός που διαφωνεί προς τις πεποιθήσεις αυτών των τύπων, θα ήταν ολιγώτερον κακόν εάν δεν το εθεμελίωναν και θεωρητικώς. Διότι τείνει να γίνη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτή η ατέλεια των τέκνων της, που η ίδια αγωνίζεται να θεραπεύση! Βέβαια κατά καιρούς ακούσθησαν σκανδαλώδεις φήμες για επισκόπους. Αλλά, ήδη είπαμε ότι, η μέθοδος θεραπείας των σκανδάλων δεν είναι ο διασυρμός. Άλλο κεφάλαιο, βέβαια, είναι ότι πολλοί νέοι, με αγαθές προθέσεις, παρεξηγούν την σημασία των αποστολικών λόγων «Ει τις επισκοπής ορέγεται, καλού έργου επιθυμεί». Και από το σημείον αυτό αρχίζει η τραγωδία της Εκκλησίας. Αντί, ο ορεγόμενος επισκοπής μετά τις θεολογικές σπουδές του, να πάει σε μοναστήρι ή στην έρημο να αγωνισθεί 10-15 χρόνια για να καθαρθεί, να φωτισθεί και ν’ αγιασθεί, για να μπορέσει να ποιμάνει και να σώσει ψυχές, αυτός, επειδή δεν το θέλει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, εντάσσεται σε κάποιον Μητροπολίτη, δίκην δορυφόρου, και αναμένει την εγγραφήν του στον προς επισκοποίηση κατάλογον, «έλκεσι βρύων», οπότε; Θα υπάρξει «παύλα κακών» στην Εκκλησία;

Δεν υπάρχουν σχόλια: