Διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀκυρώσαμε σωρεία εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἱερῶν κανόνων καί ὅλης τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατὰ τὸν Ὅσιο θεόδωρο τὸν Στουδίτη, Διακοπὴ Μνημονεύσεως»

να δεύτερο σημεῖο τό ὁποῖο πρέπει νά παρουσιασθῆ καί τό ὁποῖο εἶναι πολύ βασικό στήν ἐπικράτησι τῆς σημερινῆς αἱρέσεως εἶναι ἡ ἔλλειψις ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἐκ μέρους τῶν σημερινῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί, μάλιστα, ἐκκλησιολογίας ἡ ὁποία ἰσχύει ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Ἡ ἐκκλησιολογία ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ σήμερα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων δέν διαφέρει εἰς τό ἐλάχιστο ἀπό τήν παπική καί, ἐπίσης, δέν διαφέρει ἀπό τήν ἐκκλησιολογία ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ ἐν καιρῷ εἰρήνης, καί μάλιστα ὅταν ἔχωμε ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους καί ὄχι αἱρετικούς καί ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Διά νά τό ἀποδείξωμε αὐτό, θά τήν ἀντιπαραβάλωμε μέ τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί, μετά λύπης μας, θά διαπιστώσωμε ὅτι ἡ σημερινή ἐκκλησιολογία τῶν Ὀρθοδόξων (τῶν συνειδητῶν καί ἀγωνιστῶν) ὄχι μόνο δέν διαφέρει ἀπό αὐτή τῶν Παπικῶν, ἀλλά ταιριάζει ἀπολύτως καί ἐπιπλέον συνδυάζεται ἄριστα μέ τόν ἐφησυχασμό καί τήν ἀδιαφορία μας καί ἀποτελεῖ τό θεωρητικό ὑπόβαθρό των.
Κατ’ ἀρχάς, στό θέμα αὐτό, πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι σήμερα διδάσκουν κατά κόρον καί ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή ὅλων στήν διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἡ ὁποία συνοψίζεται στά σημεῖα «ὅπου Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί Ἐκκλησία» καί στό «ὁ λάθρα Ἐπισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει».
Αὐτή ὅμως ἡ διδασκαλία πολύ σύντομα ἐγκατελείφθη ἀπό τούς Πατέρας, διότι ἔθετε ὡς προϋπόθεσι τή βασική ἀρχή, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος διά νά ἀπαιτεῖ ὑπακοή ἀπό τούς πιστούς, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ὀρθοτομῆ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, δηλαδή νά διδάσκη καί νά πράττη ἀπλανῶς. Ἤδη ὅμως τόν τέταρτο αἰῶνα, ἡ Ἐκκλησία ἦτο γεμᾶτη ἀπό Ἐπισκόπους αἱρετικούς, σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἡ αἵρεσις νά ἔχη πολλές φορές ἐπικρατήσει παντοῦ, βοηθουμένη ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, καί οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι νά εἶναι ἐξορισμένοι καί ἀπαρρησίαστοι.
 Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἤδη ἀπό τήν ἐποχή αὐτή ὁ Μ. Ἀθανάσιος διδάσκει ὅτι
«ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ' αὐτούς ἐμβληθῆναι, ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός...» (Ρ.G. 35, 33 -ΒΕΠΕΣ 33, 199)».
Αὐτή ἡ διδασκαλία δέν ἀναιρεῖ βεβαίως τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου, ἀλλά τή θέτει ὑπό σωστές προϋποθέσεις. Ἐναρμονισμένος πλήρως σ’ αὐτή τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, στίς ἀρχές τοῦ ἐνάτου  αἰῶνος, ὅταν τό πρόβλημα τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων συνεχίζετο καί ἐπιδεινώνετο διά τῶν εἰκονομάχων Πατριαρχῶν καί Ἐπισκόπων, γράφει ἐπιστολή του πρός τόν Πάπα Λέοντα, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν μοιχειανική αἵρεσι. Σέ αὐτή, ἀφοῦ προηγουμένως κάνει ὁμολογία πίστεως, ἡ ὁποία ἀφοροῦσε σέ κάποιους συγκεκριμένους αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς του, διδάσκει τά ἑξῆς: «Ἀλλά ἐκτός ἀπό αὐτούς τούς αἱρετικούς ἐάν ὑπάρχη καί κάποιος ἄλλος, ὁ οἱοσδήποτε, πλήν ὅμως αἱρετικός, ἔχοντας αὐτήν τήν αἵρεσι ἤ κάποια ἄλλη, εἴτε εἶναι Ἐπίσκοπος, εἴτε ἀσκητής, εἴτε οἱοσδήποτε, νά εἶναι ἀναθεματισμένος. Ἀλλά καί αὐτός ὁ ὁποῖος δέν ἀναθεματίζει σέ κάθε εὐκαιρία κατ’ ἀνάγκη κάθε αἱρετικό, ἀνήκει καί αὐτός στήν ἴδια μερίδα τῶν αἱρετικῶν. Ἐμεῖς», καταλήγει ὁ ὅσιος, «εἴμεθα καθαροί διά τῶν εὐχῶν σου ἀπό κάθε αἱρετικό φρόνημα»...
    Ἀπό τήν διδασκαλία αὐτή τοῦ ὁσίου βλέπομε ὅτι ἡ ἀληθινή πίστις ἦτο τό κριτήριο καί συγχρόνως τό σημεῖο ἀναφορᾶς στήν Ἐκκλησία καί ὄχι τά πρόσωπα ἀνεξέλεγκτα καί ἀνεξέταστα, ἔστω καί ἄν κατεῖχον τά ὑψηλώτερα ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα. Ὁ Οἰκουμενισμός ὅμως ἐκ τοῦ ἀντιθέτου διδάσκει ὅτι στόν οἱονδήποτε κατέχει τό ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀνεξαρτήτως τοῦ τί πιστεύει καί ποῦ ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον ἐχειροτονήθη κανονικά, ὀφείλουν οἱ πιστοί ὑπακοή σ’ αὐτόν, ἀναγνώρισι τοῦ ἀξιώματός του, μνημόνευσι τοῦ ὀνόματός του στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια, καί γενικά τήν τυφλή ἀποδοχή αὐτοῦ εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Δηλαδή ὁ Οἰκουμενισμός ἀπαγορεύει τήν διάκρισι ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ ποιμένος, μεταξύ ποιμένος καί λύκου, μεταξύ αἱρετικοῦ ποιμένος καί ὀρθοδόξου.
Ἴσως ἡ ἀποδοχή ἀπό τούς πιστούς αὐτῆς τῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἀνάγεται στό πρόσωπο τῶν Ἐπισκόπων, νά εἶναι τό μεγαλύτερο κακό, διότι ἑδραιώνει τούς αἱρετικούς στίς θέσεις των, τούς καθιστᾶ ποιμένες στήν Ἐκκλησία μέ μόνη τήν χειροτονία καί χωρίς τήν ὀρθόδοξο πίστι καί τοιουτοτρόπως καθιστᾶ ἀνίατον τήν ἀσθένεια τῆς αἱρέσεως.
Στήν ἐποχή τοῦ Ὁσίου, ναί μέν ἀνεδεικνύοντο αἱρετικοί Ἐπίσκοποι στήν Ἐκκλησία μέ διάφορες συγκυρίες καί πάντοτε μέ τή συνεργία τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, πλήν ὅμως ἠδύνατο ὁ λαός νά μήν τούς ἀνα­γνωρίση λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων των, νά μήν τούς μνημονεύσουν στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια καί νά ἀγωνισθῆ μέ κάθε τρόπο διά τήν ἀνάδειξι ὀρθοδόξων ποιμένων.
          Σήμερα ἡ ὀρθόδοξος αὐτή παράδοσις θεωρεῖται αἵρεσις καί σχίσμα στήν Ἐκκλησία καί, ὅποιος διανοηθῆ νά τήν ἐφαρμόση, πολεμεῖται ὄχι μόνον ἀπό τούς οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους ἀλλά καί ἀπό τούς κληρικούς καί ἀπό τόν ἴδιο τό λαό. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος διά τόν ὁποῖο στίς ἡμέρες μας ἡ διδασκαλία καί ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι τελείως ἀκατανόητη καί ἀπροσάρμοστη στά σημερινά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή ἀλλάξαμε ἐκκλησιολογία καί ἀποδεχόμεθα πλέον ἐπιλεκτικά ἀπό τούς ἁγίους ὅ,τι ταιριάζει καί προσαρμόζεται σ’ αὐτήν. Αὐτή δέ ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐπικεντρώνεται στό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου, εἶναι ἀκραιφνῶς παπική, διότι στηρίζεται στό ἀξίωμα, ἀπαιτεῖ τυφλή ὑπακοή καί παραβλέπει τήν ἀληθινή πίστι.

          Εἶναι ἀνάγκη ὅμως, ἐπειδή εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό τό σημεῖο, νά ἀναφερθοῦμε ἐκτενέστερα στή ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ Ὁσίου, διά νά γίνη κατανοητό αὐτό, τό ὁποῖο σέ ἄλλες ὀρθόδοξες ἐποχές ἦτο αὐτονόητο. Δηλαδή ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχωμε Ὀρθοδοξία στήν Ἐκκλησία καί ταυτοχρόνως αἱρετικούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι προΐστανται καί τήν καθοδηγοῦν. Διά νά καταδείξωμε δέ αὐτή τή βασική ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, θά ἀναφερθοῦμε μόνον στήν περίπτωσι τῆς ἐνασχολήσεως τοῦ Ὁσίου μέ τήν μοιχειανική αἵρεσι. Αὐτό τό πράττομε διά νά κατανοήση ἕκαστος ὅτι, ἄν διά τήν ἀκύρωσι μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, τῆς ἐντολῆς τοῦ ἑνός καί νομίμου γάμου, ὁ Ὅσιος ἔκανε ἐπανάστασι μέσα στήν Ἐκκλησία, διέκοψε τήνμνημόνευσι τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια, ἐξωρίσθη δύο φορές, διέλυσαν τό μοναστήρι του,καθαιρέθηκε καί ἀναθεματίσθηκε καί ὑπέμεινε τά πάντα χάριν τῆς ἀληθείας, χωρίς νά ὑποχωρήση οὐδέ βῆμα ποδός, τί θά ἔπρεπε ἄραγε νά πράξωμε ἐμεῖς σήμερα, καθ’ ὅσον ὄχι μόνον αὐτή τήν ἐντολή–διά τήν ὁποία ἐπολέμησε ὁ Ὅσιος– ἀκυρώσαμε διά τῆς ἀθρόας ἐκδόσεως τῶν διαζυγίων καί τῆς ἐκδόσεως ἀδείας δευτέρων καί τρίτων γάμων, ἀλλά καί διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀκυρώσαμε σωρεία εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἱερῶν κανόνων καί ὅλης τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως; Καί μάλιστα ὁ ὅσιος προέβαλε αὐτήν τήν ἀντίστασι ἀγωνιζόμενος ἐναντίον ἁγίων Πατριαρχῶν, ἐνῶ ἐμεῖς, ἀκολουθοῦντες προφανῶς τήν παπική ἐκκλησιολογία, προβληματιζό­μεθα ἄν πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τούς ἀρχηγούς καί πρωτεργάτες τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Μητροπολίτες, Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: