Πῶς δὲν ἔγινα «Καθοδηγητὴς τοῦ Ἀγαπισμοῦ» ---- Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Ανταποκρινόμενος στὸ πάγιο αἴτημα τῆς ἱστοριογραφίας, νὰ δημοσιεύονται, γιὰ νὰ γίνουν γνωστές, ὅλες οἱ πηγὲς στὰ διάφορα εἴδη τους (κείμενα, μνημειακὲς μαρτυρίες, προφορικὲς καταθέσεις κ.λπ.), πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ δημοσιοποιήσω καὶ τὶς δικές μου ἐμπειρίες ἀπὸ τὴν γνωριμία μου μὲ τὸν πρώην Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν κυρὸν Ἱερώνυμον Α´ (Κοτσώνην, 1905 - 1988). Ἄλλωστε, συνεχίζεται ἡ κατὰ καιροὺς κατάθεση ἀπόψεων γιὰ τὸν πολυσυζητημένο καθηγητὴ καὶ κληρικό. Γράφω τὰ παρακάτω μὲ σκοπὸ ὄχι τὴν ἀντίκρουση ὁποιωνδήποτε θέσεών του, οὔτε πολὺ περισσότερο ἐπιδιώκοντας τὴν ἁγιοποίηση ἢ δαιμονοποίησή του, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσω κάποια «ντοκουμέντα», ποὺ μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸν ἀναγνώστη νὰ συναγάγει μόνος τὰ συμπεράσματά του. Σπεύδω δὲ νὰ δηλώσω ὅτι πρὸς ἀποφυγὴν παρεξηγήσεων δὲν ἔβαλα στὸν τίτλο τὸν ὅρο «ἰνστρούχτορας», ποὺ τὸν θεωρῶ περισσότερο κατάλληλο, γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ ρόλου, ποὺ ἤθελε νὰ ἀναλάβω, ὅπως θὰ δοῦμε, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος. Ὁ ὅρος αὐτός, γνωστὸς ἀπὸ τὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα, ἀντιστοιχεῖ στὸν ἑλληνικὸ «καθοδηγητής», καὶ τελικὰ πρόκεται γιὰ τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ἡ γνωριμία Τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο Α´ γνώριζα ὡς θεολόγος ἀπὸ τὰ δημοσιεύματά του1 καὶ κυρίως τὴν μετάφραση ἀπὸ αὐτὸν (1948) τοῦ ἔργου τοῦ προτεστάντη J. HOLZNER «ΠΑΥΛΟΣ», ἀπὸ τὸ ὁποῖο μάθαμε νὰ χαρακτηρίζουμε τὸν Ἀπόστολο «Ὁ Πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα», ἀλλ᾽ ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλός μας στὴν Ὀρθοδοξία, πάπα - Γιάννης Ρωμανίδης, σχολίαζε ὅτι, ἂν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὀρθόδοξα μία τέτοια φράση, μόνο ἡ Παναγία μας εἶναι «ἡ Πρώτη μετὰ τὸν Ἕνα», τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, ἡ «μετὰ Θεὸν Θεός». Δόθηκε ὅμως ἡ εὐκαιρία νὰ τὸν συναντήσω καὶ προσωπικά. Λίγο μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς Δικτατορίας, στὶς ἀρχὲς Μαΐου τοῦ 1967, ἐπισκέφθηκε τὴν «Ὀρθόδοξο Κατηχητικὴ Σχολή», ἵδρυμα- δημιούργημα τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νευροκοπίου Γεωργίου (1881 - 1958), ποὺ διηύθυνε ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς (ἀργότερα) τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Βασίλειος Δεντάκης. Ὁ ἀκόμη ἀρχιμανδρίτης Ἱερώνυμος καὶ ὁ ἱεροκήρυκας (τότε) καὶ ἀρχιμανδρίτης, μετέπειτα Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αὐγουστίνος Καντιώτης (1907 - 2010) ἐπισκέφθηκαν τὸ Ἵδρυμα, Κυριακὴ μετὰ τὴν θεία Λειτουργία.
Ἤμουν τότε λαϊκὸς καὶ ἀριστερὸς ψάλτης στὸν Ναὸ τοῦ Ἱδρύματος («Ἅγιος Ἀθανάσιος», στὴν Ἄνω Κυψέλη). Μὲ ἔκπληξη, ὅλοι μας (ἐπίτροποι καὶ συνεργάτες) ὑποδεχθήκαμε τοὺς δύο διακεκριμένους Κληρικοὺς στὴν αἴθουσα τοῦ Ἱδρύματος, καὶ ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἀκούαμε μὲ ἐνδιαφέρον τὴ συζήτηση, ποὺ ἀκολούθησε. Ὅταν ἔγινε λόγος γιὰ τὴν «ἐπανάσταση» τοῦ Στρατοῦ (21 Ἀπριλίου 1967), ὁ μὲν π. Ἱερώνυμος μίλησε πολὺ θετικά, διαβλέποντας σημαντικὲς ἐξελίξεις γιὰ τὸ Ἔθνος. Ὁ π. Αὐγουστίνος ὅμως, μολονότι παλαιὸς στρατιωτικὸς ἱερεύς, ἦταν πολὺ ἐπιφυλακτικός, περιοριζόμενος στὸ νὰ τονίσει τὴν παραδο- σιακὴ ἐντιμότητα τῶν Στρατιωτικῶν καὶ ἐκφράζοντας τὴν εὐχὴ νὰ πράξουν τὸ πρὸς τὸ Ἔθνος καθῆκον τους, ἐξυγιαίνοντας τὴν Χώρα. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἐπαφή μου μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη- καθηγητὴ π. Ἱερώνυμο, ὁ ὁποῖος στὶς 14 Μαΐου 1967 ἐκλέχθηκε ἀρχιεπίσκοπος ἀπὸ τὴν «Ἀριστίνδην» Σύνοδο2 . Ἀπὸ τὸ 1969 ἕως τὸ 1975 ἐσπούδασα στὴν Δυτικὴ Γερμανία (Βόννη καὶ Κολωνία), ὅπου τὸν Μάϊο τοῦ 1971 εἰσῆλθα στὶς τάξεις τοῦ ἱ. Κλήρου, στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀπὸ ἐκεῖ παρακολουθοῦσα τὶς πολιτικοεκκλησιαστικὲς ἐξελίξεις στὴν Ἑλλάδα καὶ παράλληλα μὲ τὸ ποιμαντικό μου ἔργο ἑτοίμαζα καὶ τὶς δύο διδακτορικὲς δια- τριβές μου, τὴν γερμανικὴ καὶ τὴν ἑλληνική. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1975 ἐπέστρεψα μὲ τὴν οἰκογένειά μου στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐπαναπροσλήφθηκα στὴ θέση τοῦ ἐπιστημονικοῦ βοηθοῦ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχα παραιτηθεῖ τὸ 1971 μετὰ τὴν χειροτο- νία μου. Τὸ 1977 ἐγνώρισα τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Νικαίας κυρὸ Γεώργιο (Παυλίδη) (1910 - 1990), ἕνα μεγάλο ἱεροκήρυκα καὶ ἄξιο Ποιμένα. Μὲ ἐκάλεσε γιὰ μία ὁμιλία καὶ γίναμε φί- λοι, μὲ κύριο συνδετικό μας στοιχεῖο, μετὰ τὴν ἱερωσύνη, τὸν διαβήτη (σάκχαρο): Ὄχι μόνο μὲ καλοῦσε συχνὰ γιὰ ὁμιλίες καὶ διαλέξεις, ἰδιαίτερα στὸν «Κύκλο ἐπιστημόνων», ποὺ εἶχε3 , ἀλλά μοῦ ἀνέθεσε καὶ τὴν διεύθυνση τοῦ τομέα «Ἐργατικῆς Διακονίας», γιὰ νὰ ἀξιοποιήσω, ὅπως ἐτόνιζε, τὴν σχετικὴ ἐμπειρία μου ἀπὸ τὴν Γερμανία. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ θεμελιώθηκε καὶ ἡ δεύτερη - οὐσιαστικότερη - γνωριμία μου μὲ τὸν (τέως) ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1979, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος εἶχε ἱδρύσει τὴν «Διεθνῆ τῆς Ἀγάπης», ὅπως ὀνόμασε τὴν Κίνησή του, ἢ τὸν «Ἀγαπισμό», ὅπως ἐπεκράτησε νὰ ὀνομάζεται, καὶ ἐργαζόταν πυρετωδῶς γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ στελέχωσή της. Ἤδη εἶχε ἐπιστρατεύσει διακεκριμένα μέλη τῆς Ἑλληνικῆς Κοινωνίας (Καθηγητὲς Πανεπιστημίου, Στρατιωτικούς, Πολιτικούς, Βιομηχάνους, Ἐπιχειρηματίες κ.λπ.), ἀναζητοῦσε ὅμως τὸν καθοδηγητή, ποὺ θὰ ἀναλάμβανε τὸ ἔργο διαφωτισμοῦ, ὡς ὁμιλητής ἐπὶ τακτῆς βάσεως καὶ «κατηχητὴς» τῶν Μελῶν καὶ ὅ,τι ἄλλο σχετικό. Ἕνα βράδυ δέχθηκα ἕνα ἀπρόσμενο γιὰ ἐμέ, τὸν ταπεινὸ Παπᾶ, τηλεφώνημα: «Ἐδῶ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος». Τὰ ἔχασα πρὸς στιγμήν, ἀλλὰ ἠρέμησα μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ δέ- χθηκα τὴν πρόσκλησή του νὰ συναντηθοῦμε τὸ ταχύτερο δυνατόν. Αὐτὸ ἔγινε μετὰ ἀπὸ 2-3 ἡμέρες, στὶς 24.5.1979 σὲ ἕνα διαμέρισμα, ποὺ ὅπως μὲ πληροφόρησε, ἀνῆκε στὸν ἀείμνηστο πρ. Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κυρὸν Νικόδημον (Γραικόν). Μὲ ὑποδέχθηκε μὲ τὴν γνωστὴ παποφράγκικη «μπέρτα», μὲ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ κυκλοφορεῖ. Ἔβαλα μετάνοια καὶ παρήγγειλε στὴν Κυρία ποὺ τὸν διακονοῦσε νὰ φτειάξει τοὺς καφέδες. Τὸν εὐχαρίστησα καὶ ἐντελῶς αὐθόρμητα τοῦ εἶπα: «Λάλει, Κύριε, ὁ δοῦλός σου ἀκούει»! Ἐκεῖνος ὅμως μοῦ ἀπάντη- σε: «Δὲν ἀναζητῶ δούλους, ἀλλὰ συνεργάτες», καὶ ἄρχισε νὰ μιλεῖ γιὰ τὴν «Διεθνῆ τῆς Ἀγάπης» καὶ τὸ ρόλο ποὺ ἤθελε νὰ μοῦ ἀναθέσει. Αἰφνιδιάστηκα καὶ τότε κατάλαβα, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Γεωργίου καὶ τὴν διάθεσή του νὰ διακριθῶ, ἀφοῦ τότε περνοῦσα μία περίοδο ὄχι ὁμαλῶν σχέσεων μὲ τὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπή4 , ζώντας μιὰ περιπέτεια, ποὺ δὲν γνώριζα, ποῦ θὰ κατέληγε. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁμολογῶ ὅτι ἡ «Διεθνὴς» τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ποὺ λεκτικὰ τουλάχιστον θύμιζε τὴν κομμουνιστικὴ «INTERNATIONALE», δὲν μὲ προδιέθεσε θετικά. Τὸν ἐπισκέφθηκα ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν Νικαίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ περιέργεια νὰ διαπιστώσω περὶ τίνος ἐπρόκειτο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μὲ ἐνημέρωσε ἐκτενῶς γιὰ τὸ ἐγχείρημά του, γιὰ τὸ ὁποῖο αἰσθανόταν ὑπερήφανος, καὶ μοῦ περιέγραψε ποιὸς θὰ ἦταν ὁ ἀνατιθέμενος σὲ ἐμὲ ρόλος. Κατάλαβα ὅτι ἦταν ἕνα εὐσεβιστικὸ κατασκεύασμα, μὲ καθαρὰ δυτικὲς καὶ καθόλου ὀρθόδοξες προϋποθέσεις, ἀλλὰ δὲν θὰ ἐπιχειρήσω τώρα μακρότερες ἀναλύσεις. Αὐτὸ ὅμως, ποὺ σφηνώθηκε μέσα μου εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ἦταν νὰ βρῶ τρόπο νὰ ἀποφύγω ὁποιαδήποτε δέσμευση. Ζήτησα, λοιπόν, περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὴν «Διεθνῆ», γιὰ νὰ ἐνημερωθῶ πληρέστερα, πρὶν δώσω τὴν ἀπάντησή μου. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μοῦ ἔδωσε ἀμέσως τὸ ὑλικό, ποὺ διένεμε, διὰ τὴν στρατολόγηση τῶν Μελῶν τῆς «Δ.τ.Α.», ἀπὸ τὸ ὁποῖο πληροφορούμεθα τὰ περὶ τῆς ταυτότητος καὶ τῶν στόχων τῆς Ὀργανώσεως5 . Ὅλα αὐτὰ - καὶ πολλὰ ἀκόμη - δημοσιεύθηκαν σὲ ἕνα βιβλίο τοῦ Μακαριωτάτου μὲ τὸν τίτλο «Ἀγαπισμός, τὸ καινούριο σύστημα ζωῆς», ἐκδ. ΤΗΝΟΣ, Ἀθήνα 19, σελ. 208. Γι᾽ αὐτὸ περιορίζομαι ἐδῶ σὲ ὅσα ἐξυπηρετοῦν τὸν σκοπὸ τοῦ παρόντος κειμένου. Τί εἶναι ἡ «Διεθνής τῆς Ἀγάπης» «Ἡ Διεθνής τῆς Ἀγάπης εἶναι ἕνα κίνημα, ποὺ θέλει νὰ τονίση, πὼς γιὰ νὰ καρποφορήσουν πιὸ πολὺ ὅλες οἱ ἀξιόλογες καὶ χρήσιμες προσπάθειες, ποὺ γίνονται σήμερα γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν ἐπίτευξι τοῦ γενικοῦ ἀφοπλισμοῦ, εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο νὰ ἀξιοποιηθῆ στὶς διεθνεῖς μας σχέσεις ἡ Ἀγάπη. Ἡ Διεθνής τῆς Ἀγάπης εἶναι ἕνα μεγάφωνο, ποὺ θέλει νὰ τονίση πὼς ἡ εἰρηνικὴ συναδέλφωσις, ἡ πρόοδος καὶ ἡ πολιτιστικὴ καὶ ἠθικὴ ἐξύψωσις ὅλων τῶν Λαῶν δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ οὔτε μὲ τὸ μῖσος, οὔτε μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἀπέραντη, πλατειὰ καὶ ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ εἰλικρινῆ Ἀγάπη. Ἡ Διεθνής τῆς Ἀγάπης εἶναι ἕνα μέσο, γιὰ νὰ ἐκφρασθῆ ἡ ἀσίγαστη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ζήση ἐλεύθερος καὶ ἀνεξάρτητος στὴ Χώρα του καί, ἐξασφαλισμένος ἀπ᾽ τὸ μῖσος καὶ τὴ βία καὶ ἀδελφωμένος μὲ ὅλους, νὰ βλέπη ὅτι ὁ ἱδρώτας του ξοδεύεται ὄχι γιὰ ὄργανα σφαγῆς καὶ ἀφανισμοῦ, ἀλλὰ γιὰ ἔργα προόδου καὶ πολιτισμοῦ, ἔργα Ἀγάπης. Ἔτσι, ὅταν ἡ Διεθνής τῆς Ἀγάπης ἐξαπλωθῆ σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο, θὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ πάνω μας ὁριστικὰ τὸ φάσμα καὶ ἡ μαύρη σκιὰ τοῦ Πολέμου καὶ τοῦ γενικοῦ μας ἐξοπλισμοῦ, καὶ τὸ ὄνειρο τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ τὴν συναδέλφωσι ὅλων τῶν Λαῶν τῆς Γῆς θὰ γίνη ἐπὶ τέλους πραγματικότης. Γιὰ νὰ γίνη αὐτό, ἡ Διεθνής τῆς Ἀγάπης θὰ προσπαθήση, εἴτε μὲ δημοψηφίσματα, εἴτε μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ κάθε Πολίτη στὴν Διακήρυξί της, νὰ ἀκουσθῆ σὲ κάθε Κράτος ἡ φωνὴ τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ Λαοῦ, ποὺ θέλει νὰ ζήση μὲ ἀγάπη καὶ ἀδελφωσύνη μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους Λαοὺς [......]. Ἡ Διεθνής τῆς Ἀγάπης δὲν εἶναι οὔτε θρησκευτικὴ ὀργάνωσις, οὔτε πολιτικὸ κόμμα καὶ κυρίως δὲν εἶναι ἄρνησις τῆς πατρίδος. Εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἕνας συναγερμὸς συνειδήσεων, μιὰ ψυχικὴ ἐπανάστασις, ἕνα ξέσπασμα τῆς ἀγάπης ἀπ᾽ τὸν ὕπνο της καὶ ἕνα ξεσήκωμα ὅλων μας γιὰ τὴ μάχη τῆς ζωῆς [......]. Ἡ Διεθνής τῆς Ἀγάπης, τέλος, δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ ἐξάρτησι ἀπὸ ὁπουδήποτε, οὔτε ἔχει ὁποιοδήποτε οἰκονομικὸ συμφέρον. Ἀπὸ νομικῆς ἀπόψεως ἡ Διεθνής τῆς Ἀγάπης σὲ κάθε Χώρα εἶναι ἕνα Σωματεῖο, ποὺ ἔχει συγκροτηθεῖ καὶ λειτουργεῖ σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους, ποὺ ἰσχύουν καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα Σωματεῖα [......]. Στὴν «Διεθνῆ τῆς Ἀγάπης» μπορεῖ νὰ γίνη μέλος, χωρὶς καμμιὰ οἰκονομικὴ ὑποχρέωσι, κάθε ἄνδρας ἢ γυναῖκα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ θρησκεία, καταγωγή, ἐθνικότητα, μόρφωσι, ἐπάγγελμα, ἀρκεῖ νὰ ἔχη συμπληρώσει τὰ δεκαοκτώ του χρόνια [......]. Μόνο ἡ Ἀγάπη μπορεῖ νὰ ἐκπληρώση τὸ πανανθρώπινο αἴτημα γιὰ συναδέλφωσι καὶ εἰρήνη. Μόνο ἡ Ἀγάπη μπορεῖ νὰ φυλάξη καὶ νὰ ἐγγυηθῆ ἕνα εἰρηνευμένο καὶ ἐλεύθερο κόσμο. Ἕνα κόσμο πραγματικὰ εὐτυχισμένον, ὅπως ὅλοι τὸν ποθοῦμε». Ἐνδιαφέρον ἀκόμη, παρουσιάζει καὶ ἕνα ἔγγραφο μὲ τὸν τίτλο: «ΔΙΟΙ- ΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΙΣ ΤΗΣ Δ.τ.Α.». Σ᾽ αὐτὸ πληροφορούμεθα, ὅτι μετὰ τὸ «Διοικητικὸ Συμβούλιο», τὴν «Ἐκτελεστικὴ δηλαδὴ Ἐπιτροπή», ὑπάρχουν δέκα «Εἰδικαὶ Ἐπιτροπαί», δηλαδή: 1) Γραμματείας, 2) Οἰκονομική, 3) Ὀργανωτική τῆς Περιφερείας Πρωτευούσης, 4) Ὀργανωτικὴ τῆς Περιφερείας (ἐπαρχιῶν), 5) Ὀργανωτικὴ Ἐξωτερικοῦ, 6) Μελετῶν καὶ Ἐκπαιδεύσεως Στελεχῶν, 7) Πνευματικῆς Τροφοδοσίας τῶν Στελεχῶν, τῶν Συνεργατῶν, τῶν Μελῶν, 8) Ἐκδόσεων, 9) Διοργανώσεως μεγάλων ἐκδηλώσεων καὶ 10) Τύπου καὶ Δημοσίων Σχέσεων. Ἡ δική μου εὐθύνη καὶ δραστηριότητα θὰ ἐκινεῖτο στὶς Ἐπιτροπὲς 6 καὶ 7, καὶ περισσότερο στὴν δεύτερη(6). Στὸ «Δελτίον Μέλους» ἀναγράφονται καὶ τὰ ὀνόματα τοῦ πρώτου Κεντρικοῦ Συμβουλίου (Διοικητικοῦ) τῆς Δ.τ.Α. ποὺ ἦσαν τὰ ἀκόλουθα: ΕΠΙΤΙΜΟΝ ΜΕΛΟΣ: Η Α.Μ. Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ κ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟ Δ. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ: Ο ΑΡΧΙΕ- ΠΙΣΚΟΠΟΣ τ. ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ. ΚΩΝ ΧΡΥΣΟΥΛΑΚΗΣ, Δικηγόρος, τ. Γεν. Γραμματεύς Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν, ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ ΧΡ. ΖΑΦΕΙΡΟ- ΠΟΥΛΟΣ, Ταξίαρχος ἐ.ἀ. ΤΑΜΙΑΣ. Β. ΚΟΥΡΙΑΣ, Ἰατρός, Καθηγ. Πανεπιστημίου, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΜΕΛΗ: Δ. ΓΚΟΥΤΑΣ, Καθηγητής, Κοινωνιολογίας. Γ. ΔΡΑΚΟΣ, Βιομήχανος. Α. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, τ. Διοικητὴς Ι.Κ.Α. Κ. ΤΑΡΛΑΤΖΗΣ, Καθηγητὴς Ἀν. Γεωπονικῆς Σχολῆς. Ε. ΧΟΪΔΑ, τ. Ἀρχηγὸς Ἑλληνίδων Ὁδηγῶν. Μαζί μοῦ ἔδωσε καὶ τὴν «Κατάστασιν Ἱδρυτικῶν Μελῶν» τοῦ Σωματείου τῆς «Διεθνοῦς τῆς Ἀγάπης», ποὺ εἶχε συντάξει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἰδιοχείρως. Πρόκειται γιὰ 122 πρόσωπα τῆς ἀστικῆς κοινωνικῆς τάξεως, ἀπὸ διαφόρους ἐργασιακοὺς χώρους. Μετὰ ἀπὸ δύο περίπου ὧρες ἔφυγα καὶ τὸ μόνο ποὺ σκεπτόμουν, ἦταν πῶς θὰ ἀποφύγω κάθε ἀνάμειξη στοὺς σχεδιασμοὺς τοῦ πρ. Ἀρχιεπισκόπου. Ἦταν, ἄλλωστε, ἡ μόνη δυνατότητά μου τότε, γιὰ νὰ «ἐλέγξω» τὴν σχεδιαζομένη Ὀργάνωση. Αὐτὸ δείχνει τὸ γράμμα, τὸ ὁποῖο τοῦ ἔστειλα μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες. Τοῦ τὸ διεβίβασα ταχυδρομικά, γιὰ νὰ μὴ πραγματοποιηθεῖ νέα συνάντηση μαζί του. Τὸ γράμμα μου εἶναι τὸ ἀκόλουθο: «Ἀθῆναι 31.5.1979 Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον πρ. Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος Κύριον κ. Ἱερώνυμον Ἐνταῦθα Μακαριώτατε, προσκυνῶ. Διὰ τοῦ παρόντος ἐπιθυμῶ νὰ Σᾶς ἐκθέσω ὡρισμένας σκέψεις μου ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ὑφ᾽ Ὑμῶν ὀργανωθεῖσαν «ΔΙΕΘΝΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ», κατόπιν μάλιστα τῆς συνομιλίας μας κατὰ τὴν 24ην φθίνοντος μηνός. Διατελῶ ἀκόμη ὑπὸ τὸ κράτος τῆς συγκινήσεως, πού μοῦ ἐπεφύλαξεν ἡ πρόσκλησίς Σας νὰ συναντηθῶμεν καὶ Σᾶς ἐκφράζω διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν τὴν εὐγνωμοσύνην μου, διότι ἠθελήσατε νὰ καλέσετε εἰς τὴν ὡραίαν αὐτὴν προσπάθειαν καὶ τὴν ταπεινότητά μου. Βεβαίως δὲν συντάσσω τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἐπίσημον ὑπόμνημα. Ἁπλῶς Σᾶς ὑποβάλλω μερικάς σκέψεις μου μὲ ὅλην τὴν ἁπλότητα, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ Σᾶς τὰς ἐξέθετα προφορικῶς. Ὡς πρὸς τὴν μορφὴν τῆς ἐργασίας εἰς τὸν χῶρον τῆς «πνευματικῆς τροφοδοσίας» ἔχω νὰ προτείνω τὰ ἀκόλουθα: Αἱ συναντήσεις θὰ γίνωνται εἰς συγκεκριμένον χῶρον, εἰς αἴθουσαν - εἰ δυνατὸν - εἰς τὸ κέντρον τῶν Ἀθηνῶν, ἀργότερον δὲ εἰς Πειραιᾶ καὶ Προάστεια. Θὰ εἶναι συναντήσεις διαρκείας περίπου μιᾶς ὥρας. Εἰς τὴν ἀρχὴν καλὸν εἶναι νὰ γίνωνται αἱ συναντήσεις ἅπαξ ἢ ἔστω δὶς τοῦ μηνός, πάντοτε ὅμως εἰς ὡρισμένην ἡμέραν, π.χ. τὴν πρώτην ἢ τὴν τελευταίαν Τετάρτην τοῦ μηνός, κατὰ τὴν πρώτην καὶ τρίτην Τετάρτην κ.ο.κ. Ἐκ πείρας γνωρίζω ὅτι αἱ ἡμέραι Δευτέρα καὶ Τετάρτη προσφέρονται περισσότερον. Κατὰ τὴν συνάντησιν θὰ γίνεται μία ὁμιλία - διάλεξις καὶ καλὸν εἶναι νὰ ἀκο- λουθῆ (σύντομος) συζήτησις πρὸς διασάφησιν ὡρισμένων σημείων τῆς προηγηθείσης ὁμιλίας. Ἡ συζήτησις θὰ συμβάλλη εἰς τὴν καλυτέραν γνωριμίαν τῶν μελῶν, θὰ τονώνη δὲ τὸ ἐνδιαφέρον των. Κατὰ τὴν συνάντησιν θὰ γίνωνται, ἐπίσης, ἀνακοινώσεις διὰ τὴν πορείαν τῆς Κινήσεως, ἀλλὰ καὶ διὰ κάθε ἄλλο θέμα, τὸ ὁποῖον ἀφορᾶ εἰς τὴν Διεθνῆ τῆς Ἀγάπης. Τὸ ἐπίπεδον τῶν διαλέξεων θὰ ρυθμίζεται, βεβαίως, ἀναλόγως πρὸς τὴν πνευματικὴν (μορφωτικὴν) κατά- στασιν τῶν προσερχομένων. Αἱ συναντήσεις αὐταὶ θὰ ἀποτελοῦν τὴν ψυχὴν τοῦ ὅλου ἔργου, διότι εἰς αὐτάς θὰ γίνεται ἡ γνωριμία μὲ νέα μέλη, ἀλλὰ καὶ ἡ προετοιμασία τῶν διαφόρων ἐκδηλώσεων. Ὡς πρὸς τὴν συμμετοχήν μου εἰς τὸ ἔργον τῆς πνευματικῆς τροφοδοσίας τῶν μελῶν, ἐπιτρέψατέ μοι, νὰ Σᾶς ἐκθέσω τὰ κάτωθι: Ὡς καὶ προφορικῶς Σᾶς εἶπον, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναλάβη τὸ ἔργον αὐτὸ ἓν καὶ μόνον πρόσωπον. Διότι τότε θὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἀφιερωθῆ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν προσπάθειαν αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον θὰ ἀναλάβη τὴν ὑπευθυνότητα τῆς πνευματικῆς τροφοδοσίας καὶ τὸν συντονισμὸν τοῦ ὅλου ἔργου, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ εἶναι ἐλεύθερον ἀπὸ παντὸς εἴδους δέσμευσιν, πρὸς ἀποφυγὴν εὐνοήτων παρεξηγήσεων. Ἄρα τὸ μόνον κατάλληλον διὰ τὴν περίπτωσιν πρόσωπον εἶναι ὁ Σεβ. πρ. Ἀττικῆς. Ὁ ὑποφαινόμενος, ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ συνεργάται, θὰ ὑποβοηθήσωμεν τὸ ἔργον, κατὰ τὸ ἐνὸν ἕκαστος. Κατὰ τὴν γνώμην μου δὲ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ ἠδύναντο νὰ προσφέρουν τὴν ὑπηρεσίαν των, ἐφ᾽ ὅσον θὰ ἀπεδέχοντο βεβαίως τὴν πρότασίν Σας, εἶναι: Ὁ θεολόγος κ. Νικ. Σωτηρόπουλος, Ζωοδόχου Πηγῆς 44, ὁ π. Δημήτριος Νίκου, Προϊστάμενος Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ, ὁ Δρ. Θεολογίας κ. Παναγιώτης Νέλλας, καθηγητὴς Ἀρσακείου Ψυχικοῦ, ὁ Δρ. Θεολογίας κ. Ἰωάννης Κωνσταντινίδης, Καθηγητὴς Ριζαρείου Σχολῆς, ὁ Ὑφηγητὴς κ. Ἠλίας Μουτσούλας, Πλάτωνος 6, Ν. Ψυχικόν7 . Ὡς πρὸς ἐμέ, θὰ εἶμαι πρόθυμος νὰ ἀναλάβω μίαν σειρὰν ὁμιλιῶν. Ἐπὶ τοῦ παρόντος δὲν δύναμαι, δυστυχῶς, νὰ ἀναλάβω ὑπευθυνότερον ρόλον, διότι ὡς γνωρίζετε, ἡγοῦμαι τῆς Ὁμάδος διὰ τὴν Ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Δυνάμεων τῆς Ἑλλάδος. (Σᾶς διαβιβάζω συνημμένως σχετικὸν κατατοπιστικὸν φυλλάδιον). Δὲν θὰ παύσω ὅμως, τὸ κατὰ δύναμιν, νὰ βοηθῶ εἰς τὴν πραγμάτωσιν τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ τῆς Ὑμετέρας προσπαθείας. Σᾶς φιλῶ τὸ χέρι μὲ βαθύτατον σεβασμόν, (Ὑπογραφή)» Ὅπως γίνεται ἀντιληπτόν, τὸ γράμμα συντάχθηκε μὲ πολλὴ περί- σκεψη, φαίνεται δὲ καθαρὰ ὁ σκοπός του, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴν ἀποσύνδεσή μου ἀπὸ κάθε ἐπιδίωξη στρατεύσεώς μου εἰς τὸ ἔργο τῆς «Διεθνοῦς τῆς Ἀγάπης». Ὡς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶχα θέση σὲ μία τέτοια Ὀργάνωση, ποὺ θύμιζε τὸ «ὅλα στὸ ἴδιο Τσουκάλι» («Alles in einem Topf») τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Τεκτονισμοῦ, καί, μὲ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ ποθούμενον ἐπετεύχθη. Ὁ Μακαριώτατος δὲν μὲ ἐνόχλησε πιὰ γιὰ τὴν «Δ.τ.Α.» θὰ ἀκολουθήσει ὅμως καὶ νέα συνάντηση καί, τὴν φορά αὐτή, ἀπροσδόκητη «ἀντιπαράθεσή» μας. Στὸ μεταξὺ ὀφείλω νὰ παρουσιάσω ἀντιπροσωπευτικὰ δείγματα τῆς εὐρύτερης ἀντίδρασης στὴ «Δ.τ.Α.» τοῦ μακαριωτάτου Ἱερωνύμου. Εἶναι δὲ πρὸς τιμὴν τοῦ «Ο.Τ.», ὁ ὁποῖος δημοσίευσε δύο σπουδαῖα κείμενα, σχετιζόμενα μὲ τὸ θέμα.
2

Τὸ πρῶτο ἀνήκει στὸν ἀγαπητὸ Ἀδελφὸ καὶ Συναγωνιστή, αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Βασίλειο Βολουδάκη. Ὁ π. Βασίλειος ἀσκεῖ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου κριτική, ἐλέγχοντας θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικὰ τὴν «Ἀγάπη», γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνιζόταν ὁ Μακαριώ- τατος, καταλήγει δὲ μὲ τὰ ἑξῆς: «Συνοπτικὰ τὰ γενικὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου εἶναι: 1) Ἐὰν ὁ Ἀγαπισμὸς θεωρηθῆ μόνο βιοτικὸ σύστημα, κατακρίνεται ὁ συγγραφέας του, γιατί σὰν ἐπίσκοπος ὀρθόδοξος τῆς Μιᾶς καὶ Μόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει δι- καίωμα νὰ ρυθμίζη ἀνθρώπινα (δηλαδὴ μόνο σαρκικὰ) τὴν ἐπὶ γῆς ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ θεανθρώπινα. 2) Ἐὰν ὁ «Ἀγαπισμὸς» θεωρηθῆ θρησκευτικὸ σύστημα, πάλι ὁ συγγραφέας του κατακρίνεται, γιατί ἐνῷ εἶναι ὀρθόδοξος καὶ μάλιστα ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας γράφει μὲ προϋποθέσεις ξένες πρὸς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν «διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων» Παράδοση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάθεσή μας ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας»8 .
 Ἡ δεύτερη κριτικὴ προερχόταν ἀπὸ ἕνα σεβαστὸ κληρικό, ἀείμνηστο τώρα, τὸν Ἀρχιμανδρίτη - Ἱεροκήρυκα π. Ἀρσένιο Κομπούγια, ὁ ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων παρατηρεῖ: «Τί εἶναι πάλιν αὐτὸ ποὺ τώρα τε- λευταίως μετεπήδησεν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἡ λεγομένη «Διεθνής τῆς Ἀγάπης», ἡ ὁποία ἐσχάτως ἔλαβε Σωματειακὴν καὶ Νομικὴν ὑπόστασιν, μὲ ἐπίλεκτα μέλη τῆς κοινωνίας καὶ μάλιστα, καθὼς φαίνεται, ἡγήθη ταύτης ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κὸς Ἱερώνυμος; Προσεπάθησα νὰ μάθω τοὺς σκοπούς, τῆς ἰδιοτύπου αὐτῆς κινήσεως, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἐδημοσιεύθησαν που- θενὰ οἱ σκοποί της τουλάχιστον εἰς ἐμὲ μένουν ἄγνωστοι. Ἀλλ᾽ ὅσο καὶ ἂν γίνουν γνωστοὶ οἱ σκοποί, ὅσον καὶ ἂν εἶναι ἅγιοι, εἶναι εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καταδικασμένοι εἰς οἰκτρὰν ἀποτυχίαν! Καὶ θὰ εἶναι εἰς ἀποτυχίαν, διότι ἡ κίνησις αὐτὴ τόσον εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅσον εἰς τὴν Εὐρώπην ποὺ ἕλκει τὴν ἀρχικήν της καταγωγήν, ἀποτελεῖται ναὶ μὲν ἀπὸ ἐπίλεκτα τῆς κοινωνίας μέλη, οὐχὶ ὅμως μὲ ἀναγεννημένα τῆς Ἐκκλησίας πρόσωπα, ἀνθρώπους μὲ βαθεῖαν εὐσέβειαν καὶ μυστηριακὴν ζωήν, ἴσως μάλιστα τινὲς ἐξ αὐτῶν νὰ ἀνήκουν καὶ σὲ σκοτεινὲς δυνάμεις! Καὶ ἑπομένως δὲν ξεκινοῦν μὲ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ θέλουν νὰ δώσουν ἀγάπη καὶ εἰρήνη χωρὶς Χριστόν, χωρὶς τὴν ἀγάπη καὶ εἰρήνη ποὺ μοναδικὰ δίδει μόνον ὁ Χριστός. «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, Ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ΙΔ´ 26) διαβεβαιώνει ἴδιος Κύριος. Πᾶν ,τι προέρχεται ἐκ τοῦ κόσμου χωρὶς Χριστόν, εἶναι ἀτελὲς καὶ ματαιοπονία... Μακαριώτατε, κόσμος χάνεται καὶ μὴ βαυκαλίζεσθε μὲ ἐνθουσιασμοὺς ὅτι ὅλα πηγαίνουν καλά, τὰ τῆς πίστεως καὶ σωτηρίας, καὶ ἀφήσατε τὴν «διεθνῆ ἀγάπην» καὶ κατασκευάσατε ἕνα νέον σχῆμα, τὴν διεθνῆ μετάνοιαν καὶ κηρύξατε σὲ συναγερμὸν μετανοίας εἰς τοὺς συναδέλφους σας ὡς καὶ ὅλον τὸν κλῆρον καὶ λάον. Θὰ τὸ κάμετε; Καλῶς. Ἄλλως, παραιτηθῆτε ἀπὸ τὰς κοσμικὰς ἐνεργείας καὶ κινήσεις καὶ τὰ ταξίδια ἀνὰ τὴν Εὐρώπην, διὰ νὰ κηρύξετε ὄχι μετάνοιαν εἰς τὸν ἀφηνιάσαντα κόσμον τῆς Δύσεως, ἀλλὰ ἀγάπην χωρὶς Χριστὸν καὶ χωρὶς ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν σ᾽ Αὐτόν, καὶ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν μας»9 .
Ἡ νέα συνάντηση
 Ἡ νέα καὶ τελευταία - συνάντησή μου μὲ τὸν Μακαριώτατο ἔγινε μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου 1979. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή μου ἀπὸ τὴν Γερμανία μοῦ ἐζήτησε ἡ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ» (Χ.Ε.Ε.Ν.) νὰ κάνω μία ὁμιλία στὸ ἐντευκτήριό της (Φειδίου 3) κάθε Πέμπτη βράδυ. Τὸ ἐπληροφορήθη, φαίνεται, ὁ Μακαριώτατος καὶ ἔκαμε τὴν αἰφνιδιαστικὴ ἐπίσκεψή του. Φοροῦσε τὴν καθιερωμένη πλέον παπικὴ «μπέρτα» του. Εἶχα ἀρχίσει τὴν ὁμιλία, ὅταν εἰσῆλθε στὴν αἴθουσα, ἀκολουθούμενος ἀπὸ κάποιον ἄγνωστό μου. Ἦταν μεγάλη ἔκπληξη γιὰ ὅλους μας (οἱ ἀκροατὲς ἦσαν περὶ τοὺς 70 - 80). Προσπάθησα νὰ ἐξηγήσω μέσα μου τὸν λόγο τῆς ἐπισκέψεώς του. Τὸ βεβαιότερο εἶναι, ὅτι θὰ ἐπληροφορήθη κάποιο σχόλιό μου γιὰ τὴν νέα ἀμφίεσή του. Αὐτὸ φάνηκε καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς συνομι- λίας μας στὴ συνέχεια. Σηκώθηκα στὸ βάθρο, ὅπου καθόμουν γιὰ τὴν ὁμιλία, καὶ τοῦ προσ - έφερα τὴ θέση μου, λέγοντας ὅτι ἦταν τιμή μας ἡ ἐπίσκεψη αὐτὴ καὶ παρακαλώντας τον νὰ μᾶς διδάξει αὐτὸς τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκεῖνος ἀπάντησε, ὅτι δὲν ἦλθε γιὰ ὁμιλία, ἀλλὰ ὅτι ἤθελε νὰ ἀκούσει ἐμένα. Συνέχισα τὴν ὁμιλία μου, προφανῶς μὲ κάποια ἀμηχανία («τρὰκ») καὶ ὅταν ὁλοκλήρωσα, τὸν παρεκάλεσα πάλι νὰ μᾶς μιλήσει. Καὶ τότε μοῦ λέγει: «Δὲν γνωρίζετε, ὅτι ἀρκετοὶ Πατέρες μας στὰ μοναστήρια κυρίως, φοροῦσαν τὸ ἔνδυμα, ποὺ ἐπέλεξα καὶ ἐγώ; Γιατί λοιπὸν μὲ κρίνετε;». Τότε συνειδητοποίησα τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς του. Μετὰ τὴν ἄρνησή μου νὰ ἀναλάβω δράση στὴν Δ.τ.Α. ἄλλαξε καὶ ἡ στάση του ἀπέναντί μου. Δὲν ἐδίστασα νὰ ἀπαντήσω, χωρὶς περισπασμούς, ἱστορικὰ γιὰ τὴν ἀμφίεσή του, ὑποστηρίζοντας τὴν ἔνστασή μου. Τοῦ εἶπα: «Ναί, Μακαριώτατε, ἴσως ἔχετε δίκιο γιὰ τὴν ἀμφίεση. Ἐφ᾽ ὅσον ὅμως τὸ ἔνδυμα τῶν Ὀρθοδόξων Κληρικῶν εἶναι τὸ καθιερωμένο ράσο, αὐτὸ ποὺ κάνετε αἰφνιδιαστικὰ τὸν τελευταῖο καιρὸ καὶ χωρίς καμμιὰ ἐξήγηση, λέγεται παραποίηση στολῆς. Ἂν ἐμεῖς οἱ ἁπλοὶ κληρικοί, ὅταν ἤσασταν ἀρχιεπίσκοπος, ἐκάναμε κάτι τέτοιο, δὲν θὰ εἴχαμε συν - έπειες; «Ὄχι, μοῦ ἀπάντησε. Μπορούσατε νὰ τὸ κάμετε, ἂν θέλατε». «Ναί, τοῦ λέγω, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐνημερώσατε». Διότι τότε θὰ ἐλαμβάνατε τὴν δέουσα ἀπάντηση. Ἐμεῖς στὴν Γερμανία κυκλοφορούσαμε μὲ τὸ καθιερωμένο ράσο μας, θεωρώντας το σημαία τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Δὲν σκεφθήκατε, λοιπόν, ὅτι τὸ τόλμημά σας θὰ προκαλέσει σκανδαλισμὸ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα;». Τὴν στιγμὴ ἐκείνη, κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατές μας, γύρω στὰ 40, οἰκογενειάρχης μὲ ρίζες παλαιοημερολογίτικες, πῆρε τὸν λόγο καὶ τοῦ λέγει: «Ἔχει δίκιο ὁ π. Γεώργιος, πάτερ Ἱερώνυμε!». Ὁ ἀρχιεπίσκοπος τότε ἔχασε τὴν ψυχραιμία του καί, ἀπευθυνόμενος σὲ μένα, μοῦ λέγει: «Ἔτσι τοὺς διδάσκετε νὰ μιλοῦν στὸν Ἀρχιεπίσκοπο, μὲ τὸ “Πάτερ”;». Δὲν ἐσιώπησα, διότι μπροστά μου εἶχα Ὀρθοδόξους, ποὺ ζητοῦσαν ἀπὸ ἐμὲ λόγο Ἀληθείας. Καὶ τοῦ εἶπα: «Μακαριώτατε, ἀπὸ τὸν εἰδικό μου καθηγητὴ τῆς Πατρολογίας, τὸν κ. Κων. Μπόνη, φίλος σας, ἔμαθα ὅτι ἡ προσφώνηση τῶν Κληρικῶν μας μὲ τὸ «Πάτερ» εἶναι ὅ,τι τρυφεροτέρα ὑπάρχει. Τὰ γνωστά μας «Σεβασμιώτατε», «Μακαριώτατε», «Παναγιώτατε», «Αἰδεσιμώτατε» τὰ γέννησε ἡ κοσμικὴ νοοτροπία. Γι᾽ αὐτὸ στοὺς ὕμνους μας, τοὺς Ἁγίους, ὅπως τὸν Ἅγιο Νικόλαο ἢ τὸν Μ. Βασίλειο, μὲ τὸ «πάτερ» τοὺς προσφωνοῦμε. Θὰ ἔπρεπε νὰ χαρῆτε, λοιπόν, ποὺ σᾶς μίλησε τό- σο υἱϊκὰ καὶ τρυφερὰ ὁ προλαλήσας». Τότε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος σηκώθηκε ἀμίλητος καὶ ἔφυγε. Καὶ ἐμεῖς συνεχίσαμε τὰ τῆς συναντήσεώς μας, χωρὶς κανένα σχόλιο γιὰ τὸ συμβάν, ποὺ προηγήθηκε. Τὶς ὁμιλίες τῆς Πέμπτης συνήθιζαν νὰ καταγράφουν στὰ μαγνητόφωνά τους ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ἀκροατές. Ἔτσι κατεγράφη καὶ ὅλη ἡ συζήτηση μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώ- νυμο καὶ τελικὰ κατέληξε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Αὐτὸ αἰτιολογεῖ καὶ ἡ πληθώρα τῶν ἐπαινετικῶν γραμμάτων, ποὺ ἔλαβα ἀπὸ σεβαστοὺς Ἁγιορεῖτες. Δὲν θὰ λησμονήσω τὴν θέρμη τῆς ἀγάπης τοῦ ἀοιδίμου π. Νικοδήμου (Μπιλάλη), ποὺ κατὰ τὴν συν ήθειά του προέβη καὶ σὲ μακρὰ ἀδελφικὴ ἀνάλυση καὶ κρίση τοῦ ὅλου συμβάντος. Ὁμολογῶ, ὅτι μὲ στήριξαν πολὺ σὲ μιὰν ἔκρυθμη περίοδο καὶ κρίσιμη γιὰ τὴν πορεία μου, διότι ἀκόμη δὲν μὲ ἐγνώριζαν ὡς κληρικὸ στὴν Ἑλλάδα, ἀφοῦ γιὰ ἕξι χρόνια εἶχα «χαθεῖ» στὴν Γερμανία. Καὶ τὸ κυριότερο, κάποιοι ἐκκλησιαστικοὶ τῆς «παλαιᾶς τάξεως πραγμάτων» μὲ χαρακτήριζαν «κομμουνιστὴ» ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ κηρύγματά μου, ἔστω καὶ ἂν προσ παθοῦσα ταπεινὰ νὰ φέρω στὴν ἐπιφάνεια τὸν πατερικὸ λόγο, παραπέμποντας ἐπίμονα στὴν ὀρθοδοξο- πατερικὴ παράδοση τοῦ Μοναστι- κοῦ Κοινοβίου καὶ τῆς Ἑλληνορθόδοξης Κοινότητας. Ἐν ἀγνοίᾳ του ὁ Μακαριώτατος μὲ βοήθησε νὰ ἀποκαταστήσω τὴν εἰκόνα μου σὲ φίλους καὶ ἀμφισβητίες. Βέβεαια, δὲν ἤμουν ὁ μόνος, ποὺ ἄθελά μου ἀναγκάσθηκα νὰ ἀσκήσω κριτικὴ στὴν ἐμφάνιση τοῦ Μακαριωτάτου. Διότι ἀκολούθησαν καὶ ἄλλοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ ἐφημερίδα μας, ὁ «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέρχεται καὶ ἡ δημοσιευόμενη φωτογραφία μὲ τὸν σχολιασμὸ τῆς ἐφη- μερίδος. Ὁλοσέλιδο δέ, χιουμοριστικὸ σχόλιο, ποίημα ὁλόκληρο, τοῦ μακαρίτη Μπόστ (Μ. Μποστατζόγλου) δημοσίευσε στὸ κυριακάτικο φύλλο της (3 Ἰουνίου 1979) ἡ «Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία». Καὶ δὲν ἦταν ἡ μόνη. Ὁ εὐφυέστατος Μπόστ στὸ ὀκτάστηλο σκίτσο του παρουσιάζει τὴν Ἑλλάδα νὰ ἀσκεῖ κριτικὴ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο γιὰ τὴ Στολή, ποὺ εἶχε ἐπιλέξει. Στὸ μακροσκελὲς δὲ στιχούργημά του, σημειώνει μεταξὺ τῶν ἄλλων, μὲ τὴν δική του «ὀρθογραφία»: «Δέσποτα Ἱερόνιμε, βλέπο ὅτη ταχέως | βάλατε ροῦχα δυτικά, γυρνῶν ὡς ἐβροπέος10.| Σᾶς καθιστὸ ὅμος γνωστόν, ἂν ντύθιτε γιὰ μένα, | ἡ εἴσοδός μου θὰ συνβῆ εἰς τὸ ὀγδονταένα11. | Ὁ ἀντιπρόεδρος ΕΟΚ, ὁ κήριος Νατάλι, | ἐμπυρογνόμονες πολοὶ κὲ κορηφέοι ἄλοι, | μᾶς εἶπαν νὰ ἀλλάξομαι ὅλοι νοοτροπεία | κὲ ὄχη τὰ ἐνδήματα, φορόντες κελεμπία. | Οἱ θεσμικοὶ οἱ νόμοι μας πρέπει ν᾽ ἀλάξουν ὅλοι | κι ὄχι ἀλάζοντες στολὴ νὰ βγένομε στὴν πό- λι. |Ἐσεῖς παρεξηγίσαντες τὰς ἀνωτέρω θέσεις | περιπατῆτε καθ᾽ ὁδὸν μὲ ἄλας ἀμφιέσεις. * * * Οἱ μόδιστροι τῆς Δήσεος θέλουν νὰ μὲ ἐνδήσουν | φορὼν καὶ φέσι εἰς ἐμὲ διὰ νὰ μ᾽ εὐχαριστίσουν | πρᾶγμα ποὺ δὲν εἶνε κομψόν, ὅπως ἀντιλαβῆσθε, | κὲ θὰ τ᾽ ἀκούσατε συχνὰ στοὺς ράπτας ποὺ ραβεῖσθε. * * * Ἄχ! σᾶς ζηλέβο, δέσποτα, ποὺ εἴχατε τὸ θάρος | Σεῖς τῆς ὀρθοδοξίας Μας ποὺ ἦσθο ἕνας φάρος12, | νὰ ἐνδηθῆτε Δητικὰ κὲ τόρα νὰ γυρνᾶτε | φορῶν ἀφτὰ ποὺ θέλετε χωρὶς νὰ χολοσκᾶτε...». Ὁ εὑρηματικὸς Μπὸστ συνδέει τὴν ἐπιλογὴ τοῦ Μακαριωτάτου μὲ τὶς πολιτικὲς ἐξελίξεις καὶ τὴν ἀναμενόμενη γιὰ τὸ 1981 ἔνταξή μας στὴν ΕΟΚ. Θεωρεῖ δὲ ὡς ἔκφραση δυτικοποιήσεως καὶ τὴν νέα περιβολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ποὺ κατὰ τὸν εὐφυῆ σκιτσογράφο συνέπλεε μὲ τὴν ὅλη πορεία τοῦ πλήρους ἐκφραγκισμοῦ τῆς Ἑλλάδος, κάτι ποὺ ὁλοκληρώθηκε στὴν ἐποχή μας, στὸ πλαίσιο τοῦ διπλοῦ οἰκουμενισμοῦ, θρησκευτικοῦ καὶ πολιτικοῦ, τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ὁ Γελοιογράφος βλέπει τὰ πράγματα μὲ τὸ βλέμμα ἑνὸς αὐθεντικοῦ Ὀρθοδόξου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ὅλο τὸ στιχούργημά του. Διαβάζοντας τὰ σχόλια τοῦ Τύπου, καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνα τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου», βεβαιώθηκα ὅτι ἡ κρίση μου γιὰ τὰ τολμήματα τοῦ πρ. Ἀρχιεπισκόπου δὲν ἦσαν προϊὸν ἐσφαλμένης ἐκτιμήσεως, ἀλλὰ δίκαιη ἀντίδραση στὰ μηνύματα, ποὺ ἤθελε νὰ «περάσει» στὸν λαό μας. Παρʼ ὅλα αὐτά, μετὰ τὴν κοίμησή του (15.11.1988) θέλησα νὰ πάω στὴν Μονὴ Πετράκη, νὰ προσκυνήσω τὴν σορό του. Τὸ ἄφησα δὲ γιὰ τὴν τελευταία ἡμέρα, ποὺ θὰ ἐτελείωνε τὸ προσκύνημα καὶ θὰ μετεφέρετο στὴν Τῆνο. Τὴν νύχτα εἶδα ἕνα ὄνειρο ποὺ μὲ αἰφνιδίασε: Εἶδα ὅτι πηγαίνοντας γιὰ τὴν Μονή, ἐξερχόταν τὸ φέρετρο ἀπὸ τὸ πίσω μέρος τοῦ περιβόλου της, ἐνῷ κάποιος ἄγνωστός μου, μοῦ εἶπε, ὅτι στὴν Ἐκκλησία ἔχει ἐκτεθεῖ γιὰ προσκύνημα τὸ λείψανο μιᾶς Γυναίκας. Ὅταν πῆγα στὸ Ναό, τὸ πρωΐ, πράγματι τὸ λείψανο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου δὲν ἦταν πιὰ ἐκεῖ καὶ εἶχε ἐκτεθεῖ γιὰ προσκύνηση τεμάχιο τοῦ λειψάνου τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Πρὸς Θεοῦ! Δὲν τὸ θεωρῶ οὐράνιο μήνυμα! Μᾶλλον θὰ ἦταν καρπὸς στομαχικῆς δυσλειτουργίας. Τὸ μόνο ἀληθὲς εἶναι, ὅτι ὄντως βρέθηκα στὸ προσκύνημα τῆς Ἁγίας, ποὺ καὶ στὴ συνείδησή μου ἐνσάρκωσε τὴν ὄντως σοφία (Ἰακ. 5, 13) ἡ ὁποία ἐφώτιζε καὶ τὴν ἐπιστημονική της γνώση. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἦταν Ἁγία.



Σημειώσεις: 1) Ἦταν καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 2) Γιὰ τὰ πολιτικοεκκλησιαστικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς μετὰ τὴν 21η Ἀπριλίου καὶ κυρίως στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης βλ. τὸ βιβλίο τοῦ μακαρί- τη διδασκάλου μου, ἱστορικοῦ Γερ. Ἰω. Κονιδάρη «Περὶ τῆς ἐν Ἑλλάδι «Ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης» σήμερον», ἐν Ἀθήναις 1971/ 1972. 3) Συμμετεῖχαν σημαντικοὶ ἄνθρωποι τῶν Γραμμάτων, μὲ τοὺς ὁποίους διατηρῶ μέχρι σήμερα φιλικότατες σχέσεις. 4) Αὐτὸ εἶναι ἄλλη ἱστορία, ποὺ δὲν θὰ θίξω ἐδῶ. 5) Κατὰ τὴ συζήτησή μας ἐρώτησα τὸν Μακαριώτατο γιὰ τὴ σχέση αὐτῆς τῆς ἰδεατῆς Ἀγάπης μὲ τὴν συγκεκριμένη Ἀγάπη τοῦ Χρισοῦ μας, ἀλλὰ ἀπέφυγε νὰ μοῦ ἀπαντήσει. 6) Αὐτὸ κυρίως μοῦ εἶχε ζητήσει. 7) Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἤθελε νὰ ἀναθέσει τὸ ἔργον μόνο στὴν ταπεινότητά μου, ἀλλὰ ἀσφαλῶς θὰ ἀντιληφθῆ, ὅτι προτείνονται καὶ ἄλλοι Συνάδελφοι, ἀκριβῶς, διὰ νὰ μὴ τὸ ἀναλάβω ἐξ ὁλοκλήρου, ἂν τυχὸν ἄρχιζε ἡ συνεργασία μας. 8) Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλλου 441 (1981), σ. 1 καὶ 2. 9) Ὀρθ. Τύπος, φ. 447. 10) = Εὐρωπαῖος. Αὐτὸ λέγει πολλά. Ἡ Εὐρώπη κατεργάζεται τὴν ἀποορθοδοξοποίησή μας. 11) Τὸ 1981 γίναμε μέλη τῆς ΕΟΚ καὶ τὸ 1992 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (Ε.Ε.). 12) Καταφανὴς εἰρωνεία γιὰ τὴν ἀρχιεπισκοπικὴ θητεία τοῦ Ἱερωνύμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: