«ΞΕΝΩΘΩΜΕΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!» -- του αείμνηστου Στεργίου Σάκκου, Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

Μέσα στήν ἐαρινή συμφωνία τῆς φύσεως τονίζει ἡ Ἐκκλησία τό δικό της μέλος χαιρετίζοντας τήν Παρθένο Μαρία καί καλώντας τούς πιστούς νά πορεύονται πρός τό Ἅγιο Πάσχα. «Ξένον τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τόν νοῦν εἰς οὐρανόν μεταθέντες», ψάλλει ὁ μελωδός κατά τήν τρίτη στάση τῶν Χαιρετισμῶν. Μπροστά μας ἁπλώνει τρία σταθερά σκαλοπάτια, τά ὁποῖα μποροῦν μέ ἀσφάλεια νά μᾶς ἀνεβάσουν ὥς τή συνάντηση με τόν Θεό. Πρῶτον, τήν ἀναγνώριση τοῦ «ξένου τόκου»· δεύτερον, την ξένωσή μας ἀπό τόν κόσμο· τρίτον τή μετάθεση τοῦ νοῦ μας στον οὐρανό. Ξένος σημαίνει παράξενος, παράδοξος· καί πράγματι, ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε μοναδική μέσα στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ἕνας «ξένος τόκος». Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ὅσο δυνατή κι ἄν εἶναι ἡ σκέψη μας, δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τό ἀσύλληπτο τοῦτο μυστήριο. Πῶς τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἐπισκίασε τήν Παρθένο καί συνέλαβε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ! «Οὐ φέρει το μυστήριον ἔρευναν», ἀποφαίνεται ἕνας χριστουγεννιάτικος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν μποροῦμε με τά μάτια μας νά δοῦμε τόν ἥλιο το καλοκαίρι, ὅταν μεσουρανεῖ· δεν μποροῦμε μέ τά δάχτυλά μας να πιάσουμε τά κάρβουνα, ὅταν καῖνε. Δέν μποροῦμε, πολύ περισσότερο, μέ τά σταθμά τοῦ μυαλοῦ μας νά ζυγίσουμε τό μυστήριο καί μέ τον πῆχυ τοῦ λογικοῦ μας νά μετρήσουμε τό θεϊκό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Μποροῦμε ὡστόσο να μελετήσουμε στήν ἱστορία τήν ἀνθρώπινη ζωή τοῦ Θεοῦ, πῶς ὡς Θεάνθρωπος ἔζησε ἀνάμεσά μας.
Παρ᾽ ὅλο, ὅμως, πού ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, παραμένει πάντοτε το πιό παράδοξο καί ἀνερμήνευτο γεγονός τῆς ἱστορίας, πού μόνο με τήν πίστη μποροῦμε νά τό προσεγγίσουμε, μένει, ἐντούτοις, καί τό πιο σημαντικό ἱστορικό γεγονός τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖνο πού χώρισε τόν χρόνο σέ π.Χ. καί μ.Χ. καί ἐκεῖνο πού διακρίνει τούς ἀνθρώπους σε ἐν Χριστῷ καί χωρίς Χριστό. Ὁ «ξένος τόκος» δέν εἶναι μῦθος, οὔτε φαντασία. Εἶναι κατά πάντα γνωστός καί μαρτυρημένος, μέ μαρτυρίες ἰσχυρές καί ἄφθονες, ὅσο κανένα ἄλλο ἱστορικό γεγονός μέσα στούς αἰῶνες. Προαναγγέλθηκε με προφητεῖες, φανερώθηκε μέ σημεῖα φυσικά καί ὑπερφυσικά, σημάδεψε τήν ἱστορία μέ μία ζωή καί ἕνα λόγο ἀνεπανάληπτης αὐθεντίας, ἔπεσε θῦμα τοῦ πιό ἀβυσσαλέου πάθους, σταυρώθηκε καί συγκλόνισε τόν κόσμο μέ τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση, καί συνεχίζει —ἐνῶ ἔχουν λήξει ὅλες οἱ προϋποθέσεις τῆς φυσικῆς του ὑπάρξεως— να λειτουργεῖ μέσα στόν πολιτισμό μας καί νά ἐπηρεάζει τήν κοινωνία μας. Εἶναι ὄντως «ξένος τόκος» ὁ Χριστός ὄχι μόνο γιά τήν ὑπερφυσική Του σύλληψη καί γέννηση, ἀλλά και γιά τήν ὑπέρλογη ἐμφάνιση καί παρουσία Του μέσα στήν ἱστορία. Μπροστά σ᾽ αὐτό τό ἐξαιρετικό γεγονός καλούμαστε οἱ πιστοί, ὅσοι τό πιστεύουμε καί ἀναγνωρίζουμε μέσα σ᾽ αὐτό τά χαρακτηριστικά τοῦ Θεοῦ, νά «ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου», νά ἀποξενωθοῦμε, νά γίνουμε ξένοι πρός τόν κόσμο. Δεν εννοεῖ βέβαια ἡ Ἐκκλησία νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τίς πολιτεῖες, ὅπου ζοῦμε, νά ἐγκαταλείψουμε τις δουλειές μας, νά καταργήσουμε τις ἀνθρώπινες σχέσεις μας. Ἐννοεῖ τήν ἀποξένωση ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου, πού αἰχμαλωτίζουν και σκλαβώνουν στήν ἐξουσία τους την ψυχή, ἀπό τίς περίσσιες δηλαδή και περιττές βιοτικές μέριμνες, καθώς καί ἀπό τίς ἄπληστες καί ἐρεθιστικές κοσμικές ἐπιθυμίες. Εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπό τόν θόρυβο τῶν πειρασμῶν, πού δημιουργεῖ σύγχυση στήν σκέψη μας. Εἶναι ἡ ἀπομόνωση τῆς ψυχῆς μας ἀπό τό πάθος τῆς πλεονεξίας, πού γεμίζει μέ ἄγχος τήν ζωή μας. Μέ δυό λόγια εἶναι ἐκείνη ἡ ἐσωτερική στάση τοῦ εἶναι μας, πού μᾶς κάνει ξένους πρός τήν νοοτροπία τοῦ κόσμου, τήν ἀντίθετη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό αὐτή τήν ξένωση ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἰδιαίτερα οἱ ἄν θρωποι τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ ταχύς ρυθμός, πού μᾶς ἐπιβάλλει ἡ σύγχρονη τεχνολογία, οἱ βασανιστικές ἀνάγκες, πού μᾶς ὑποβάλλει ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, δέν μᾶς ἀφήνουν οὔτε χρόνο οὔτε δυνατότητα νά στραφοῦμε μέσα στήν καρδιά μας καί ἐκεῖ νά βροῦμε τόν Θεό και τόν ἑαυτό μας. Κουραζόμαστε ψυχικά καί ἐξοντωνόμαστε σωματικά. Γι᾽ αὐτό πληθαίνουν οἱ νευρώσεις, οἱ καρδιοπάθειες καί οἱ ἄλλες σχετικές ἀρρώστιες στίς μέρες μας. Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς τό δίδαξε καί μᾶς τό ἔδειξε, πόσο ἀνάγκη εἶναι ἡ ξένωση ἀπό τόν κόσμο, καθώς συχνά, ὅταν ἦταν στή γῆ, ἀποσυρόταν και προσευχόταν μόνος Του, μακριά ἀκόμη καί ἀπό τούς μαθητές Του.
«Ἀπολύσας τούς ὄχλους ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ᾽ ἰδίαν προσεύξασθαι», λέει ὁ Εὐαγγελιστής (Ματθ. 14, 23). Καί οἱ πατέρες προβάλλουν ἐπίσης ὡς ὅρο ἀπαράβατο τῆς τελειώσεως «ξενιτείαν πάντων τῶν ἐν βίῳ ὑλῶν καί ἠθῶν καί γνωμῶν καί προσώπων καί ἄρνησιν σώματος καί θελήματος» (Συμεών ὁ θεολόγος, Φιλοκ. Γ´, 238ε´). Ἡ Ἐκκλησία μας δέ, ἐκτός ἀπό τίς πολλές ἄλλες εὐκαιρίες, πού μᾶς χαρίζει, ὅρισε καί μέσα στήν κάθε ἑβδομάδα εἰδική ἡμέρα ἀναπαύσεως ἀπό ὅλα τά ἔργα μας καί ἀναστροφῆς πρός τόν Θεό, την ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Πῶς θά ἐπιτευχθεῖ ὅμως αὐτή ἡ ξένωση ἀπό τόν κόσμο; «Τόν νοῦν εἰς οὐρανόν μεταθέντες», μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ὑμνωδός. Νοῦς χαρακτηρίζεται ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος, ὁ πυρήνας τῆς ὑπάρξεώς μας, ὁ ἀληθινός μας ἑαυτός. Καί οὐρανός εἶναι ὁ χῶρος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ὅπου νόμος εἶναι τό θέλημά του, καθεστώς καί πολίτευμα ἡ ἀγάπη του. Ἄν τόν κόσμο τοῦ συναισθήματός μας, τῆς σκέψεως και τῆς βουλήσεώς μας τόν μεταθέσουμε, τόν ἐγκαταστήσουμε μέσα στήν πολιτεία τοῦ Θεοῦ, τότε μποροῦμε νά ξενωθοῦμε ἀπό τό κράτος τοῦ πονηροῦ, πού ἔχει κυριαρχήσει μέσα σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο. Διότι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου φοιτᾶ ἡ καρδιά του. Μπορεῖ μέ το σῶμα του νά στέκεται στόν Ἱ. Ναό καί μέ τόν νοῦ του νά τριγυρνᾶ στούς δρόμους τῆς ἁμαρτίας. Καί
μπορεῖ νά εἶναι σιδηροδέσμιος σε βρωμερή φυλακή, καί ὅμως νά νιώθει ἀνάλαφρος μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. «Ὅπου ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν», μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος (Ματθ. 6, 21). Ἐκεῖνο πού θεωροῦμε πολύτιμο, ἐκεῖνο πού ἀγαπᾶμε, ἐκεῖνο πού θέλουμε δικό μας, αὐτό ἕλκει τήν ψυχή μας καί ρυθμίζει την ζωή μας. Ἄν θησαυρός μας γίνει ὁ οὐρανός, τότε κι ἐμεῖς γινόμαστε οὐρανοπολῖτες. Σέ ἕνα ἀπό τά ἀρχαῖα χριστιανικά κείμενα τοῦ β´ αἰ,. ὅπου εὐωδιάζει τό μῦρο τῆς πίστεως τῶν πρώτων ἀδελφῶν μας, στήν πρός Διόγνητον Ἐπιστολή, περιγράφεται ὡραιότατα ποιοί εἶναι οἱ Χριστιανοί. «Οἱ Χριστιανοί οὔτε ἀπό τόν τόπο οὔτε ἀπό τή γλῶσσα οὔτε ἀπό τίς συνήθειες ξεχωρίζουν ἀνάμεσα στούς ὑπολοίπους ἀνθρώπους... Κατοικοῦν σε πόλεις καί ἑλληνικές καί ξένες, ὅπου ἔλαχε ὁ καθένας, ἀκολουθώντας τίς ἐγχώριες συνήθειες και στό ντύσιμο καί στό φαγητό και στήν ὑπόλοιπη ζωή, παρουσιάζουν ὅμως τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους θαυμαστό καί ὁμολογουμένως παράδοξο. Κατοικοῦν στίς δικές τους πατρίδες, ἀλλά ὡς πάροικοι. Μετέχουν σέ ὅλα ὡς πολῖτες, ἀλλά τά ὑπομένουν ὅλα ὡς ξένα... Στή γῆ περνοῦν τή ζωή τους, ἀλλά στον οὐρανό ζοῦν ὡς πολῖτες του» (Προς Διόγνητον 5). Ἀποτελεῖ, λοιπόν, οὐσιῶδες γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ νά ἔχει τό νοῦ του στόν οὐρανό.
«Τά ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς», παραγγέλλει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Κλ 3,1–2). Ἔτσι ὄχι μόνο θά μπορέσουμε νά ἀποτινάξουμε τήν κοσμική νοοτροπία νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν δουλεία της, ἀλλά θά κατορθώσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, νά κολλήσουμε ὡς μέλη στό σῶμα τοῦ Υἱοῦ του, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ θησαυρός μας. Πράγματι, ὅταν ὁμολογοῦμε μέ πίστη ὅτι πατρίδα μας εἶναι ἡ αἰωνιότητα καί ὅτι ἐκεῖ θά καταλήξουμε, ὅταν προσδοκοῦμε μέ ἀγάπη ὅτι κάποια μέρα θά συναντήσουμε τόν Κύριό μας, τήν Παναγία μας, τούς Ἁγίους, ὅταν βιώνουμε μέ ἐλπίδα ὅτι εὐφροσύνη χορταστική καί χαρά πεπληρωμένη ἀπολαμβάνουμε μόνο στήν συντροφιά τοῦ Θεοῦ, τότε ἀγκαλιάζουμε τήν οὐράνια πραγματικότητα, συνομιλοῦμε μέ τούς Ἀγγέλους, συναναστρεφόμαστε μέ τούς Ἁγίους, νιώθουμε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ἄν θά ἤθελα νά ἐκφράσω παραστατικά τό νόημα τοῦ στίχου μας, θά παρουσίαζα τήν ἑξῆς εἰκόνα. Τον ἄνθρωπο σάν ἕναν ἀστροναύτη να μπαίνει μέσα στόν πύραυλο, πού λέγεται Ἐκκλησία, γιά νά μεταφερθεῖ στόν οὐρανό. Ὠστική δύναμη, πού κινεῖ τόν πύραυλο, εἶναι ἡ πίστη, και ἡ χάρη μέ τήν ὁποία βλέπουμε την παράδοξη γέννα τοῦ Χριστοῦ, πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός ἦλθε ἀνάμεσά μας καί ἔγινε ἄνθρωπος. Μ᾽ αὐτή τήν δύναμη ξεκολλᾶμε ἀπό τήν γῆ καί ἐκτοξευόμαστε στόν οὐρανό, ἀποξενώνουμε τόν νοῦ μας ἀπό τον κόσμο καί τόν μεταθέτουμε στον Θεό. Ἔτσι ζοῦμε καί νιώθουμε τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι «ὁ ὑψηλός Θεός» κατέβηκε στήν γῆ, γιά νά ἀνεβάσει στόν οὐρανό τόν ταπεινό ἄνθρωπο· τήν ἀλήθεια πού διακηρύσσουν ὅλοι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί πού ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας μας ὅτι «ὁ Θεός ἐνηθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν».

Δεν υπάρχουν σχόλια: