ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

«Φως το εκ Φωτός εκλάμψαν, Πανάμωμε, εκ Σου ανέτειλε και την αμαυρότητα της αθεϊας πάσαν διέλυσε, και τους νυκτί καθεύδοντας εφωταγώγησε· δια τούτο πάντες κατά χρέος Σε εις αιώνας αεί μακαρίζομεν῾


Φως λέγεται ο Υιός και Λόγος του Θεού και Φως το ακρότατον, ως είπεν η Θεολόγος του Γρηγορίου φωνή, κοντά εις τον οποίον δεν είναι καμμία μεταβολή, αλλ’ ουδέ μεταβολής αποσκίασμα κατά τον Ιερόν Αδελφόθεον. «Παρ’ ω ουκ ένι παραλλαγή, ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. α: 17)· όθεν τούτο ηξεύρων ο θεσπέσιος Μελωδός, αποτείνει τον λόγον προς την Θεοτόκον και λέγει· «Ω Παρθένε Πανάμωμε η παντός μώμου (μολυσμού) ανωτέρα υπάρχουσα, καθώς λέγεται εν τω Άσματι «Όλη καλή η πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοι» (Άσ. δ: 7), ο Μονογενής Υιός του Θεού, όστις προ πάντων των αιώνων εγεννήθη αρρεύστως και απαθώς εκ του Πατρός, και εξέλαμψε Φως εκ Φωτός, αυτός ανέτειλεν από την άχραντον και άσπορον κοιλίαν Σου επ΄ εσχάτων των χρόνων· και επειδή είναι ίδιον του φωτός να φωτίζη τους άλλους, δια τούτο και το Φως το ανατείλαν εκ της γαστρός Σου διέλυσεν όλον το σκότος της αθεϊας και αμαρτίας· «Το φως, φυσίν, εν τη σκοτία φαίνει» (Ιω. α: στ)· και ακολούθως εφωταγώγησεν όλους εκείνους όπου εκοιμώντο μέσα εις την νύκτα της απιστίας κατά τον Ησαϊαν λέγοντα «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει ίδε φως μέγα» (Ησ. θ: 2). Όθεν επειδή Συ, Θεοτόκε, έγινες γεννήτρια του μεγάλου και αληθινού Φωτός, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον Κόσμον κατά τον ηγαπημένον Ιωάννην, τούτου χάριν ημείς οι εν τω μεγάλω τούτω και αληθινώ Φωτί πιστεύσαντες, τω εκ της γαστρός Σου ανατείλαντι, χρεωστικώς μακαρίζομέν Σε, διότι έγινες εις ημάς τοσαύτης μεγάλης ευεργεσίας και τοιούτου μεγάλου αγαθού πρόξενος.
Μακαρίζομέν Σε δε εις αιώνα αιώνος, καθώς Συ προεφήτευσας και είπας «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί» (Λουκ. α: 48)· όχι δηλαδή μία γενεά ή δύω ή τρεις, αλλά όλαι αι γενεαί των Εθνών χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν, όσοι δηλαδή έχουν να πιστεύσουν εις τον εκ Σου ασπόρως τεχθέντα Χριστόν θέλουν Σε μακαρίζει. Και αν η γυνή εκείνη όπου ήκουσεν μίαν φοράν να διδάσκη ο Υιός σου τοσούτον εκατανύχθη, ώστε εμακάρισε την αγίαν κοιλίαν Σου, ήτις εγέννησε τοιούτον Υιόν, και τους μαστούς Σου οι οποίοι εβύζασαν τοιούτον Σωτήρα του Κόσμου, ως διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς· «Εγένετο δε εν τω λέγειν αυτόν ταύτα, επάρασά τις γυνή φωνήν εκ του όχλου είπεν αυτώ· Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά Σε, και μαστοί, ους εθήλασας» (Λουκ. ια: 27)· πως ημείς οι Χριστιανοί, οι καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν απολαμβάνοντες τας πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας Σου, Δέσποινα, δεν έχομεν χρέος να Σε μακαρίζωμεν πάντοτε, και να Σοι ψάλλωμεν εκ βάθους καρδίας εκείνον τον Αγγελικόν και χαρμόσυνον ύμνον όπου έψαλλε μίαν φοράν ενώπιον της πανσέπτου και αγίας εικόνος Σου ο Αρχάγγελος Γαβριήλ «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών»; Όρα δε περί τούτου εν τω τέλει του Νέου Μαρτυρολογίου ή εις το Συναξαριστήν.                                                                                                                                                                                                                                                 Άμποτε δε και ημείς οι αναγινώσκοντες και ψάλλοντες, αλλά και ακούοντες τον παρόντα Κανόνα της Αναλήψεως του Κυρίου, άμποτε να νικήσωμεν τα πάθη και την αμαρτίαν και τον Διάβολον με την χάριν και δύναμιν του εις Ουρανούς αναληφθέντος Χριστού του Θεού· εάν γαρ νικήσωμεν αυτά, βέβαια θέλομεν αξιωθή να αναβώμεν εις τον Ουρανόν, καθώς ανέβη και ο Κύριος ημών. Τι λέγω; Όχι μόνον θέλομεν αναβή εις τον Ουρανόν, αρπαγέντες εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, καθώς βεβαιοί ο μακάριος Παύλος, αλλά προς τούτοις θέλομεν καθίσει μαζί του εις τον θρόνον της θείας αυτού μεγαλειότητος. Ποίος μας πληροφορεί; Αυτό το αψευδέστατον στόμα του Κυρίου λέγον εν τη Αποκαλύψει· «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ΄ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθησα μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω μου» (Αποκ. γ: 21). Βλέπεις δόξαν; Βλέπεις τιμήν; Βλέπεις μεγαλείον όπου έχεις να απολαύσης, αδελφέ μου Χριστιανέ· εάν γένης νικητής των παθών και της αμαρτίας, σύνθρονος μέλλεις να γένης με τον Δεσπότην Χριστόν, καθώς σοι υπόσχεται· το οποίον είναι δόξα υπέρ πάσαν δόξαν, τιμή υπέρ πάσαν τιμήν και μεγαλείον υπέρ παν μεγαλείον.                                                                                                                                                                                                                                                                                                    Τούτο βεβαιοί και Παύλος το Σκεύος της Εκλογής, λέγων· «Και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωποίησε τω Χριστώ (ο Πατήρ δηλ.)· χάριτι εστέ σεσωσμένοι· και συνήγειρε και συνεκάθισεν (ημάς δηλ. ) εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού, ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ΄ ημάς εν Χριστώ Ιησού» (Εφ. β: 5). Ταύτα δε ερμηνεύων ο χρυσούς την γλώσσαν και την ψυχήν Ιωάννης, θέλει ότι έχομεν να καθίσωμεν μετά του Χριστού, καθώς ανωτέρω υπόσχεται τούτο ο Κύριος εν τη Αποκαλύψει, ως είπομεν. Είτα θέλων να δείξη ο Χρυσορρήμων την υπερβολήν της χάριτος και δωρεάς όπου έχει να χαρίση εις ημάς ο Θεός δια της εκ δεξιών καθέδρας, λέγει τα θαυμαστικά ταύτα λόγια· «Και καλώς είπεν εν χρηστότητι εφ’ ημάς εν Χριστώ Ιησού· το γαρ καθίσαι εκ δεξιών τιμής εστι της υπέρ πάσαν τιμήν, και μεθ΄ ην ετέρα ουκ έστιν. Όντως υπερβάλλων ο πλούτος· όντως υπερβάλλον το μέγεθος της δυνάμεως αυτού μετά Χριστού καθίσαι» (Λόγ. δ΄ εις την προς Εφεσ.).                                                                                                                                                                                                                                                     Όθεν, αδελφέ μου αγαπητέ όπου ακούεις ταύτα, επειδή ο Δεσπότης Χριστός σε ανεβίβασεν εις τόσην μεγάλην δόξαν, εις τρόπον ώστε μέλλει να σε κάμη συγκάθεδρόν του, και της θείας δόξης αυτού κοινωνόν και συμμέτοχον, δια τούτο και συ χρεωστείς να φυλάττης τας αγίας και ζωοποιούς αυτού εντολάς· δια τούτο χρεωστείς να αποκτήσης τας θεουργούς αρετάς, εξαιρέτως δε την ταπείνωσιν και αγάπην· και δια τούτο χρεωστείς να υπομένης ευχαρίστως κάθε θλίψιν και πειρασμόν όπου ήθελε σοι ακολουθήση δια το όνομά του· ίνα δια της υπομονής ταύτης συμβασιλεύσης με τον Χριστόν εν τοις Ουρανοίς, καθώς βοά ο μακάριος Παύλος· «Ει υπομένομεν, και συμβασιλεύσομεν» (β΄ Τιμοθ.  β: 12). Όθεν ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ούτως αρχίζει τον εις την Ανάληψιν δεύτερον λόγον αυτού· «Βλέπετε την κοινήν ημίν εορτήν και ευφροσύνην ταύτην, ην ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εν τη Αναστάσει και Αναλήψει αυτού τοις εις αυτόν πεπιστευκόσιν εχαρίσατο; Δια θλίψεως ανέβλυσε. Βλέπετε την ζωήν, μάλλον δε την αθανασίαν ταύτην; δια θανάτου ημίν επέφανε. Βλέπετε το Ουράνιον ύψος, εις ο υπερυψωθείς ανήλθεν ο Χριστός, και την υπερδεδοξασμένην ην και κατά σάρκα δεδόξασται δόξαν; Δια ταπεινώσεως και αδοξίας αυτής επέτυχε· καθάπερ και ο Απόστολος περί αυτού φησίν· «Ότι εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού· διο και ο Θεός αυτόν υπερύψωσε, και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα· ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται, ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός». Ει τοίνυν ο Θεός τον Χριστόν αυτού, ότι εταπεινώθη, ότι ητιμάσθη, ότι Σταυρόν και θάνατον επονείδιστον υπέμεινεν υπέρ ημών, δια τούτο υπερύψωσε, πως ημάς σώσει και δοξάσει μη την ταπείνωσιν ελομένους; Μη την εις τους ομοφύλους αγάπην ενδεικνυμένους;μη τας εαυτών ψυχάς δια της των πειρασμών υπομονής κτησαμένους;». Και επάνω εις όλα χρεωστείς, αγαπητέ, όχι μόνον θλίψεις και κακοπαθείας να υπομένης, αλλά, αν το καλέση η χρεία και ο καιρός, πρέπει να είσαι έτοιμος εις το να βάλης και την ζωήν σου εις τον θάνατον δια την αγάπην του γλυκυτάτου Δεσπότου σου όπου τόσον πολλά σε ηγάπησε, σε ετίμησε, σε υπερύψωσεν· εάν γαρ άλλως ποιήσης, και δεν καταφρονήσης και αυτήν την ζωήν σου δια την αγάπην του Ποιητού σου, ήξευρε ότι όχι μόνον φαίνεσαι αχάριστος και αγνώμων τοσούτων χαρισμάτων και δωρεών όπου σε ηξίωσεν ο Δεσπότης σου, μη θέλων να θυσιάσης μίαν προσωρινήν και βραχυτάτην ζωήν δια τόσων πλούτον θεοπρεπών και αιωνίων αγαθών, αλλ΄ ουδέ έχεις να αναληφθής εις τον αέρα από τας νεφέλας και να υπάγης μετά δόξης και παρρησίας εις απάντησιν του Κυρίου, ως λέγει ο Παύλος, όταν έλθη εν τη δόξη αυτού δια να κρίνη τον Κόσμον· αλλά καθώς το όρνεον δεν εμπορεί να πετάξη, όταν χορτάση και βαρυνθή από τας πολλάς σάρκας, αλλά μένει κάτω και θανατούται υπό των κυνηγών· ούτω και συ έχεις να μένης κάτω εις την γην μαζί με τους αμαρτωλούς κατακεκριμένος, κατησχυμένος και μη έχων παρρησίαν να φανερωθής έμπροσθεν εις το πρόσωπον του ενδόξου Κριτού· το οποίον είναι χειρότερον εις εσέ από κάθε κόλασιν, ως λέγει ο μέγας Βασίλειος. Ήξευρε γαρ, αδελφέ, ότι όλοι μεν οι άνθρωποι και πιστοί και άπιστοι έχουν να αναστηθούν· όλοι δε δεν έχουν να αναληφθούν, αλλά μόνοι οι πιστοί, και από τους πιστούς πάλιν μόνοι οι την αμαρτίαν δια μετανοίας σταυρώσαντες, και κέρδος νομίζοντες το να αποθαίνουν δια τον Χριστόν καθώς τούτο βεβαιοί ο ανωτέρω ρηθείς Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος· «Αναστησόμεθα πάντες, της δε αναλήψεως ου πάντες τευξόμεθα, αλλ’ όσοις το ζην Χριστός εστι, και το δι’ αυτόν αποθανείν κέρδος· όσοι προ του θανάτου την αμαρτίαν δια μετανοίας και της Ευαγγελικής πολιτείας εσταύρωσαν· ούτοι γαρ μόνοι μετά την κοινήν ανάστασιν αναληφθήσονται εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα· και γαρ και αυτόν αναλαμβανόμενον νεφέλη υπέλαβεν, ως ο Λουκάς εν ταις Πράξεσι των Αποστόλων ιστόρησεν» (Λόγ. β’ εις την Ανάληψιν).                                                                                                                                           Δια τούτο σε παρακινεί ο χρυσούς κάλαμος του Ιωάννου εις το να θυσιάζης, αν είχες, όχι μίαν ή δύω ή τρεις, αλλά χιλίας και μυρίας ζωάς, διότι σε ηξίωσεν ο αναληφθείς Χριστός ο Δεσπότης σου να συγκαθίσης με αυτόν εις τα δεξιά του· «Όντως υπερβάλλον το μέγεθος της δυνάμεως αυτού μετά Χριστού καθίσαι. Καν μυρίας ψυχάς ει έχεις, ουκ απολλύεις αυτάς ένεκεν αυτού; ει γαρ και εις πυρ εμβήναι έδει, τούτο ουκ εχρήν ετοίμως υπομείναι; Ει γαρ κατακόπτεσθαι έδει καθ’ εκάστην ημέραν υπέρ τούτων, ουκ εχρήν ετοίμως καταδέχεσθαι; Εννόησον που εκάθισεν εκείνος· επάνω πάσης Αρχής και Εξουσίας. Και τίνι συγκάθησαι; Εκείνω. Τις ων; Νεκρός φύσει, τέκνον οργής. Και τι κατώρθωσας; Ουδέν. Όντως νυν εύκαιρον αναβοήσαι· Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού» (Λόγ. δ’ εις την προς Εφεσίους). Και εις την εορτήν της Αναλήψεως λέγει· «Ταύτην τοίνυν την σωτήριον Ανάληψιν νυν εορτάζομεν· ταύτην την Δεσποτικήν άνοδον πανηγυρίζομεν, ανυμνούντες της αρρήτου δωρεάς του Δεσπότου το μέγεθος και της εφ’ ημίν οικονομίας ανακηρύττοντες το κατόρθωμα· ίνα και ημείς λάμψαντες δια των κατορθωμάτων, προς το ημίν ομογενές αναδραμείν σπουδάσωμεν, και προς αυτόν φθάνωμεν τον θρόνον τον Βασιλικόν, όπου υπέρ ημών ανήγαγε το συγγενές ο ενδυσάμενος· ίνα και τω Δεσπότη συμβασιλεύσωμεν, και των παρ’ αυτού δωρεών απολαύσωμεν»(Λόγ. ου η αρχή «Θείας τις, ως έοικε»).                                                                                                                                                                        Εγώ δε και τούτο προσθέτω, ότι, αν συ, αδελφέ, δεν έμελλες να καθίσης μετά του Χριστού εν τοις Ουρανοίς, ως απεδείχθη ανωτέρω, αλλά μόνη η εν τω Χριστώ ανθρωπίνη φύσις ήθελε καθίση εκ δεξιών του Πατρός, καθώς ηρμήνευσε τα ανωτέρω ρητά του Παύλου ο Ιερός Θεοφύλακτος, πάλιν υπόχρεως ήσουν για την δόξαν αυτήν την υπέρ πάσαν δόξαν όπου έλαβεν η ιδική σου φύσις εν τω Χριστώ να θυσιάζης την ζωήν σου. Και αφήνω να λέγω ότι ήσουν υποχρεωμένος να θυσιάζης την ζωήν σου και διότι μέλλεις να γένης συγκοινωνός της αναλήψεως του Κυρίου και έχεις να αρπαχθής εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, καθώς ο Παύλος βεβαιοί και εις πολλά μέρη των Κανόνων τούτων της Αναλήψεως είπομεν, μετά των Αγίων· μέγα γαρ τούτο κατά την αλήθειαν μέγα και υπέρ το μέγα αξίωμα είναι κοντά εις εσέ. Αλλά τι λέγω ταύτα; Αν εσύ, αγαπητέ, έμελλες να αξιωθής μόνης της θεωρίας του χαροπαρόχου, του γλυκυτάτου και ηλιοσταλάκτου προσώπου του Κυρίου, ήξευρε ότι δια την τοιαύτην θεωρίαν έπρεπε να εργάζεσαι όλας τας εντολάς του Κυρίου· έπρεπε να αγωνίζεσαι εις το να αποκτήσης όλας τας θεοειδείς αρετάς· και τέλος πάντων έπρεπε να θυσιάζης και αυτήν την ιδίαν ζωήν σου· διότι μόνη αύτη η θεωρία του περικαλλεστάτου προσώπου του Δεσπότου σου είναι μία πληρέστερη μακαριότης· και το να αξιωθής να σε ιδή με μίαν γλυκείαν ομματίαν ο υπερένδοξος Βασιλεύς Ιησούς εν τη Βασιλεία του, αυτό μόνον υπερβαίνει όλα τα βασανιστήρια και μαρτύρια όπου ήθελες υπομείνη δια την αγάπην του· αυτό είναι υπερικανώτατον να σε ευχαριστήση κατά πάντα· και αυτό έχει, όχι μόνον να πληρώση, αλλά και να χορτάση υπερεκπερισσού όλας του τας επιθυμίας και να σε κάμη εν Ουρανοίς αιωνίως μακάριον· διότι αν το να βλέπη τινάς μόνον την λαμπρότητα των αγίων Μαρτύρων δεν είναι ολίγη μακαριότης, ως είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος, «Μέγα μεν ότι και αυτοί τευξόμεθα των αυτών άθλων ειπείν και της αυτής δόξης των Μαρτύρων κληρονομήσομεν… αλλά την γε λαμπρότητα των αγίων Μαρτύρων οψόμεθα· ουδέ γαρ τούτο μικρόν, ως ο εμός λόγος» (Λόγ. εις Γρηγόριον τον Νύσσης)· πόσω μάλλον το να αξιωθή τινάς να βλέπη το πρόσωπον και την δόξαν του προηλίου και υπερηλίου Ιησού Χριστού είναι μία υπερτελεία απόλαυσις; Καθώς λοιπόν οι θείοι Απόστολοι, αφ’ ου ανελήφθη ο Κύριος, αν και δεν έβλεπον αυτόν αισθητώς, επροσκύνησαν όμως αυτόν και εγύρισαν εις την Ιερουσαλήμ και επροσηύχοντο εν τω Ιερώ, το Πνεύμα το Άγιον περιμένοντες, ούτω και ημείς προσκυνήσαντες τον αναληφθέντα Χριστόν, ας καταπαύσωμεν εις την ειρήνην και εν τω υπερώω του νοός ημών μένοντες και προσευχόμενοι, ας καθαρίζωμεν τον εαυτόν μας από εμπαθείς λογισμούς και την επιδημίαν του Αγίου Πνεύματος ας προσμένωμεν· γράφει γαρ ο Ιερός Λουκάς· «Οι Απόστολοι προσκυνήσαντες τον Κύριον υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης και ήσαν διαπαντός εν τω Ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκ. κδ: 52). Ούτω και ημείς πρέπει να κάμνωμεν καθώς μας συμβουλεύει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέγων· «Αλλ’ ως οι Μαθηταί μετά το αναληφθήναι τον Χριστόν, μη ορώντες αισθητώς, όμως προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, ούτω και ημείς νυν προσκυνήσαντες αυτόν, επί την ειρήνην καταπαύσωμεν, εν ημίν τε αυτοίς και μετ’ αλλήλων ειρηνεύοντες· Ιερουσαλήμ γαρ ειρήνη ερμηνεύεται· και εν τω καθ’ ημάς αυτούς υπερώω τω νω γενόμενοι, και τούτω παραμένοντες και προσευχόμενοι, καθαίρωμεν εαυτούς των εμπαθών και χαμαιζήλων λογισμών· ούτω γαρ της επιδημίας τευξόμεθα του Παρακλήτου και εν πνεύματι και αληθεία προσκυνήσωμεν Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Α.α

Δεν υπάρχουν σχόλια: