Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΚΑΜΑΡΑ -- Αλέξ. Παπαδιαμάντης

― Σχώρα με, Ἀρετώ, σχώρα με!
― Θεὸς σχωρέσ᾽, Θεὸς σχωρέσ᾽, πατέρα!
― Μ᾽ ὅλη τὴν ψυχή σ᾽, κορίτσι μ᾽ Ἀρετώ!
― Μ᾽ ὅλη τὴν ψυχή μ᾽, πατέρα· σχωρεμένος νά ᾽σαι!
Κ᾽ ἐψυχομάχει ἐπὶ ἡμέρας κ᾽ ἑβδομάδας ὁ γερο-Κουμενής, κ᾽ ἐβασανίζετο φρικτὰ εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ἄλλου, πρὶν πατήσῃ εἰς τοῦ ζοφεροῦ ᾍδου τὸν οὐδόν. Καὶ τυραννούμενος, ἀφανισμένος καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἐξαφανισθῇ, πνιγόμενος καὶ μὴ δυνάμενος ν᾽ ἀποπνιγῇ, ἐπεκαλεῖτο τὴν εὐχήν, τὴν συγγνώμην τοῦ ἰδίου τέκνου του, τῆς κόρης του Ἀρετῆς, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀπὸ τὸν πρῶτον γάμον.
Τὴν ἐπεκαλεῖτο ὄχι πλέον μὲ ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐγίνετο ὑγιής, νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν κλίνην, νὰ ζήσῃ, ἀλλὰ διὰ νὰ βαραθρωθῇ, νὰ πέσῃ εἰς τὴν μαύρην ἄβυσσον.
Ὕστερον ἀπὸ χρόνους πολλούς, ὁμῆλιξ σχεδὸν τῆς μητρός μου, ὅταν ἤμην παιδίον, διηγεῖτο ὅλα ταῦτα, ἡ Ἀρετή, ἡ σύζυγος τοῦ Μπόζα, εἰς τὴν μητέρα μου. Καὶ τὴν ἤκουσα ν᾽ ἀπαγγέλλῃ, μὲ πάθος καὶ μὲ ἁπλότητα ἓν ᾆσμα τοῦ λαοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον εὕρισκεν, ὡς φαίνεται, ἐμφαντικὴν ἀλληγορίαν καὶ ἔμμεσον σχέσιν μὲ τὴν ἰδίαν τύχην της.
Καμάρα χτίζαν στὸ γιαλό, καμάρα δὲ στεριώνει
ἀποβραδὺ τὴ χτίζανε, καὶ τὸ πρωὶ γκρεμ᾽ζόταν.
Πουλάκι πῆγε κ᾽ ἔκατσε δεξὰ ᾽πὸ τὴν καμάρα·
δὲν κελαηδοῦσε σὰν πουλί, δὲ λέει πῶς λέει τ᾽ ἀηδόνι
μόν᾽ κελαηδοῦσε κ᾽ ἔλεε ἀνθρωπινὴ λαλίτσα:
«Ἂ δὲ στοιχειῶστε ἄνθρωπο, καμάρα δὲ στεριώνει·
»οὔτε φτωχόν, οὔτ᾽ ὀρφανό, ᾽δὲ ξένο, ᾽δὲ διαβάτη,
»μόνο τοῦ πρωτομάστορη τὴν πρώτη του γυναῖκα».
Ὁ μάστορης σὰν τ᾽ ἄκουσε, στέλνει τὸ μαθητή του·
«Ἔλα, ἔλα, κυρ᾽ Ἀρετή, ἔλα, σὲ θέλει ἀφέντης»·
«―Ἄνε μὲ θέλῃ γιὰ καλό, νὰ στολιστῶ νὰ ἔρθω·
κι ἄνε μὲ θέλῃ γιὰ κακό, νὰ ἔρθω ὅπως εἶμαι».
«―Ἔλα, ἔλα, κυρ᾽ Ἀρετή, ἔλα καὶ σὲ προσμένει»…
Τρεῖς ἀδερφάδες ἤμαστε, κ᾽ οἱ τρεῖς στοιχειὸν ἐμπῆκαν·
τὴν Εὐδοκιὰ στὸν Τύρναβο, τὴ Μάρω στὸ γεφύρι,
κ᾽ ἐμένα, τὴν κυρ᾽ Ἀρετή, δεξὰ ᾽πὸ τὴν καμάρα.
Καὶ ἡ ταλαίπωρος Ἀρετὴ ἡ Μπόζαινα, ἴσως ἕνεκα τῆς ταυτότητος τοῦ βαπτιστικοῦ ὀνόματος, εὕρισκε μυστηριώδη ὁμοιότητα μεταξὺ τῆς τύχης τῆς ἡρωίδος τοῦ ᾄσματος τούτου, καὶ τῆς ἰδίας πικρᾶς μοίρας της, ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ τὴν ὀλιγωρίαν τοῦ συζύγου της τοῦ καλουμένου Πατσοστάθη ἢ Μπόζα, ὅστις, καίτοι γεωργὸς μὲ ἀγροὺς καὶ κτήματα, δὲν ἠγάπα πολὺ τὴν ἐργασίαν, ἀλλ᾽ ἐπροτίμα νὰ μετέρχεται εἰς τὴν ἀγορὰν τὸ ἔργον τοῦ μακελλάρη, θητεύων πλησίον ἄλλων ζῳεμπόρων. Τοῦ ἤρεσκε νὰ κυλίεται εἰς τὰ σφαγεῖα, ὡς ἀληθινὸν «χασαπόσκυλο», νὰ τρώγῃ καθημερινὰ γιουβέτσια, καὶ χορταίνῃ τὸν οἶνον καὶ τὸν ὕπνον, ἀφήνων ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον νηστικὴν κατ᾽ οἶκον τὴν συμβίαν ὁμοῦ μὲ τὰ πέντε παιδία της. Ἡ Ἀρετή, χρηστή καὶ φρόνιμη, ὑπέφερε μὲ «μαρτυρικὴν ὑπομονήν», κ᾽ ἐζοῦσεν, ὅπως τόσαι ἄλλαι, οἰκονομοῦσα καὶ ξενοδουλεύουσα.
Καὶ μαζὶ μὲ τὸ ᾆσμα τῆς Στοιχειωμένης Καμάρας, διηγεῖτο εἰς τὴν μητέρα μου τὴν ἁπλῆν καὶ σύντομον ἱστορίαν τῆς ἀσήμου ζωῆς της.
Πέντε χρόνων ἦτον ὅταν ἡ μάννα της τὴν ἄφησεν ὀρφανὴν εἰς τὸν κόσμον. Ὁ πατήρ της, ὕστερον ἀπὸ ἔτος, ἐξαναπανδρεύθη. Ἡ μητρυιά της ἦτον «ἀπὸ τὸ σόι τοῦ Καραμουσαλῆ». Ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐμίσησεν, ἀλλὰ τὴν ὑπέφερεν ἐπ᾽ ὀλίγον καιρόν. Ὅταν μετὰ ἔτος ἄρχισε νὰ γεννοβολᾷ καὶ νὰ σπαργανίζῃ, τότε ὁ φθόνος της πρὸς τὴν προγονὴν ἐτριπλασιάσθη. Κατ᾽ ἀτυχίαν αὐτῆς τῆς μικρᾶς, εἶχε γεννήσει θῆλυ. Ὤ, βεβαίως αὐτὴ ἡ μικρὴ κουρούνα, ἡ κουκουβάια, ἔπταιεν. Ἐὰν εἶχε καλὸ ποδαρικό, θὰ ἔφερνεν ἀγόρι κατόπιν της. Τότε καὶ ἡ θέσις τῆς προγονῆς θὰ ἐγίνετο πολὺ ἀνεκτοτέρα εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλὰ διὰ νὰ εἶναι τέτοια «γουρνοπόδαρη» ἔφερεν ἄλλην κόρην ὄπισθέν της. Ἑπόμενον ἦτο νὰ μὴ προξενήσῃ καλὸν οἰωνὸν εἰς τὴν μητρυιάν της. Ἀφοῦ ἡ Καραμουσαλίνα ἀνέθρεψεν ἐπὶ ἔτος μὲ πολλὰς φροντίδας τὴν κόρην της, ὑβρίζουσα, βλασφημοῦσα, δέρνουσα, πότε μὲ τὸ τσόκαρο καὶ μὲ τὸ πέλμα τῆς κουντούρας, πότε μὲ τετραπλοῦν τὸ σχοινί, ὅπου ἅπλωνε καθημερινῶς τὰ σπάργανα τῆς μικρᾶς, γύρω, εἰς τὸ πτερύγιον τῆς ἑστίας (ἐπειδὴ ὅλον τὸν χειμῶνα δὲν ἔπαυσε νὰ βρέχῃ καὶ νὰ χιονίζῃ) τὴν δυστυχῆ προγονήν της, πάλιν εὑρέθη ἔγκυος, πρὶν ἀπογαλακτίσῃ ἀκόμη τὴν μικρὰν Μαριώ της. Ὅταν αὕτη ἦτον 19 μηνῶν, ἐβγῆκεν εἰς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἡ Λενιώ, ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός της. Ὤ, τότε ἡ θέσις τῆς Ἀρετῶς κατήντησεν ἀφόρητος. Ἰδοὺ εἰς διάστημα ὀλιγώτερον τῶν τριῶν ἐτῶν δύο ἀδελφὰς ἀπὸ τὸν ἴδιον πατέρα της, αὐτὴ ἡ γρουσούζα, ἔφερε κατόπιν της!
Ἦτο μίαν πρωίαν, φθινοπωρινὴν πρωίαν σχεδὸν τόσον ὡραίαν, ὡς νὰ ἦτο ἐαρινή, ὅταν ὁ Κουμενὴς ἐπῆρε μίαν βάρκαν τοῦ γείτονος κ᾽ ἐβαρκαρίσθη χωρὶς ἄλλον σύντροφον, ναύτην ἢ κωπηλάτην, μὲ σκοπὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς ἕνα γιαλὸν ἀντικρὺ τοῦ χωρίου, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, στὴν Καναπίτσα, ἐντὸς τοῦ μεγάλου μεσημβρινοῦ λιμένος. Ἐπῆρε κ᾽ ἕνα μπαλτὰν μαζί του, καὶ μίαν ἀπόχην, κ᾽ ἕνα γάντζον. Ἴσως εἶχε σκοπὸν νὰ κόψῃ ξύλα, νὰ γεμίσῃ τὴν βάρκαν, περισσότερον, παρὰ νὰ γιαλέψῃ. Ἐπῆρε μαζί του καὶ τὴν μικρὰν ὀκταετῆ Ἀρετώ· ἴσως, διὰ νὰ τοῦ κουβαλᾷ ξύλα, ὅσον ἠμποροῦσε νὰ σηκώσῃ ἀπὸ τὸν λόγγον τὸν πλησιέστερον εἰς τὴν ἄμμον τοῦ γιαλοῦ.
Ὁ Κουμενὴς ἔβαλε τὴν κόρην του νὰ καθίσῃ παρὰ τὴν πρῷραν, καὶ ἤρχισε νὰ κωπηλατῇ. Ἡ βάρκα ἔπλευσε μακράν, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸ χωρίον, ὥστε τὰ σπίτια ἐφαίνοντο πλέον ὡς κοτέτσια μικρά, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐφαίνοντο πλέον ὡς ποντίκια πηδῶντα, ὅσοι ἐβάδιζον ἐπάνω εἰς τὴν δυτικὴν ἐσχατιάν, εἰς τ᾽ ὀροπέδιον· κ᾽ αἱ γυναῖκες ἐφαίνοντο ὡς σεισουρίδες, ὅσαι ἔπλυνον ροῦχα κάτω εἰς τὴν Φτελιά, εἰς τὸν αἰγιαλόν, κάτω ἀπὸ τὰ Μνημούρια.
Ἐπλησίαζεν ἡ βάρκα νὰ φθάσῃ πέρα, εἰς τὴν Καναπίτσαν, καὶ ἀφοῦ ἐπέρασαν τὰ νερὰ τὰ βαθυκύανα κι ἄπατα, ἔφθασαν εἰς ρηχά, γαλανὰ κ᾽ αἰθέρια νερά, ὅπου γοργόνες καὶ νεράιδες θὰ ἐχαίροντο νὰ κολυμβοῦν, καὶ νὰ βουτοῦν κάτω εἰς τὸν μαγικὸν πυθμένα, μὲ τὰ ἄντρα καὶ τὰ βρύα, καὶ τὰ μαργαρώδη κογχύλια, καὶ μὲ τ᾽ ἀπειράριθμα ὡραῖα ψαράκια ποὺ ἔπαιζαν κοπαδιαστὰ κάτω.
Ὁ Νικόλας ὁ Κουμενὴς ἐθώπευε λίαν τρυφερῶς τὴν μικρὰν κόρην του, καὶ τῆς ἔδειχνε τὰς καλλονὰς τοῦ πυθμένος καὶ τοῦ γιαλοῦ.
― Κοίταξε, Ἀρετάκι μ᾽, κοίταξε κάτω, βλέπεις τὰ ψαράκια, πῶς γυαλίζουν κοκκινωπὰ καὶ γαλαζούτσικα;
― Τὰ βλέπω, πατέρα.
― Κοίταξε τὰ μούσκλια τὰ πρασινούτσικα, κοίταξε τὰ φύκια! ἰδὲ τὰ στρειδάκια, τὰ χαλίκια· τί ὄμορφα ποῦ ᾽ν᾽, Ἀρετάκι!
―Ὄμορφα, πατέρα.
― Κοίταξ᾽ ἕνα πραματάκι ἐκεῖ κάτω!… Τὸ βλέπεις, Ἀρετούλα μου;… Σκῦψε νὰ ἰδῇς, σκῦψε!
Ὁ Κουμενὴς εἶχε κλίνει πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἐκάθητο ἡ Ἀρετούλα, κ᾽ ἔγερνε φοβερὰ ἡ βάρκα πρὸς ἐκείνην τὴν πλευράν. Ἐβίαζε τὴν παιδίσκην μὲ προτροπὰς καὶ μὲ χειρονομίας νὰ σκύψῃ νὰ ἰδῇ κάτω. Ἡ Ἀρετούλα ἐκρατεῖτο σφιχτὰ καὶ μὲ τὰ δύο χέρια ἀπὸ τὴν κωπαστήν. Ἤρχισεν ἀορίστως πως νὰ φοβῆται. Ὁ πατήρ της ἐξηκολούθει νὰ τὴν βιάζῃ συντόνως νὰ σκύψῃ, διὰ νὰ ἰδῇ τὰ «ὄμορφα πραματάκια», ὁποὺ ἦσαν εἰς τὸν πάτον κάτω.
Ἐπὶ μίαν στιγμήν, μὲ τὴν χεῖρά του τὴν δεξιάν, καθὼς προένευεν ἐμπρὸς βλέπων πρὸς τὴν πρῷραν, ἄφησε τὴν μίαν κώπην, κ᾽ ἔδραξεν ἀπὸ τὸν ὦμον τὴν Ἀρετούλαν. Ἀλλὰ μόλις τὴν ἔθιξε, κ᾽ εὐθὺς πάλιν τὴν ἀφῆκεν· ἀπέσυρε τὴν χεῖρα, ὡς νὰ ἐτρόμαξεν εἰς τὴν ἰδίαν σκέψιν του.
―Ἄ! κακὸ κορίτσι, δὲν θέλεις νὰ σκύψῃς νὰ ἰδῇς τί ὄμορφα εἶναι κάτω!
Ἡ Ἀρετούλα ἄρχισε τὰ κλαύματα.
Μετ᾽ ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἀφοῦ ὁ πατήρ της ἐκωπηλάτησε μετὰ μεγάλης βίας καὶ ὁρμῆς, ὡς νὰ μὴν ἤξευρε τί ἔκαμνεν, ἢ νὰ ἦτο θυμωμένος μὲ τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, ἡ πτωχὴ παιδίσκη, μὲ τὰ ὄμματα θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυά της, παύσασα πλέον νὰ κοιτάζῃ ὁπουδήποτε, καὶ κλαίουσα χωρὶς νὰ ἠξεύρῃ διατί, ᾐσθάνθη ἐλαφρὸν τιναγμόν. Ἡ βάρκα ἔφθασεν εἰς τὴν Καναπίτσα, τὴν μικρὰν ἀγκάλην τοῦ γιαλοῦ, καὶ ἡ πρῷρά της προσώκειλε μαλακὰ εἰς τὴν ἄμμον. Ἀνεσήκωσε τὴν ξανθόμαλλον, ἀκτένιστον μικρὰν κεφαλήν της, εἶδεν ὅτι ἔφθασαν, ἠθέλησε νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ πηδήσῃ ἔξω.
Ὁ πατήρ της τὴν ἐπρόλαβε. Τὴν ἥρπασε βαναύσως ἀπὸ τὴν μασχάλην, τὴν ἐταλάντευσεν ἐπὶ μίαν στιγμήν, καὶ τὴν ἔρριψεν ἔξω εἰς τὴν ἄμμον, ὡς μικρὸν σάκκον μὲ φρύγανα. Τὸν δοῦπον τῆς πτώσεώς της αὐτὸς μόνος τὸν ἤκουσε ν᾽ ἀντηχήσῃ εἰς τὰ σπλάγχνα του.
Εἶτα ἐσήκωσε τὴν μίαν κώπην, ἀβαράρισε τὴν ἄμμον, καὶ ἀπεμακρύνθη, ὡς νὰ ἤλλαξε σχέδιον. Ἴσως δὲν ἤθελε πλέον νὰ κόψῃ ξύλα. Ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη πολλὰς ὀργυιάς, ἔλαβε τὸν κάμακα ἢ τὴν ἀπόχην, κ᾽ ἐστάθη ὄρθιος, κύπτων ἐπὶ τῆς πρῴρας, διὰ νὰ ζητήσῃ ἄγραν.
Ἡ Ἀρετούλα ἔπαυσε νὰ κλαίῃ. Δὲν ἐφώναξε τὸν πατέρα της νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ἐπάρῃ στὴν βάρκαν πίσω. Ὁρμεμφύτως ᾐσθάνετο ὅτι δὲν ἦτο καλὰ ἐκεῖ. Ἐβάδισεν ὀλίγα βήματα, κ᾽ ἐκάθισεν ὄπισθεν ὑψηλῶν θάμνων, πλησίον ἐρειπίου τινὸς παλαιᾶς καλύβης, ὁποὺ ἐκρύπτετο ἀπὸ τὸ βουνόν. Εἰς κανένα ἐκ τῶν σπανίων διαβατῶν ὅσοι ἐβάδιζον πρὸς τοὺς ἀγρούς, ἢ ἐπέστρεφον, δὲν ἔδωκε σημεῖον ζωῆς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν ἀνεκάλυψε. Πλησίον τοῦ ἐρειπίου ὑπῆρχε μικρὰ χαράδρα, ὅπου ἵδρωνεν ὀλίγον νερόν. Ἐκεῖ ἔσκυψεν ἡ Ἀρετούλα κ᾽ ἔπιεν, ἔφαγε τρέφλα, εἶδος τριφυλλίων ἢ ἀγρίας ἀντράκλας, τὰ ὁποῖα ἐφύτρωναν σιμὰ εἰς τὴν μικρὰν φλέβα τοῦ νεροῦ. Ἐκεῖ ἔμεινε κρυπτομένη ὅλην τὴν ἡμέραν.
Ἤρχισε νὰ νυκτώνῃ ἤδη. Μικρά, πτωχή, πειναλέα, ἐγύρισε πρὸς ἀνατολάς, ἐκεῖ ὅπου ἔβλεπε τὰ σπιτάκια τοῦ χωριοῦ, ηὗρε τὸν δρόμον, καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζῃ, νὰ σύρεται μᾶλλον πρὸς τὰ ἐκεῖ. Δύο καλοὶ ζευγηλάται, πατὴρ καὶ υἱός, ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τοὺς ἀγρούς των, οἱ τελευταῖοι νυκτώσαντες ἐξωμερῖται, τὴν εἶδαν νὰ μαυρίζῃ καὶ νὰ ἕρπῃ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δρόμου, καὶ τὴν ἐπῆραν μαζί των εἰς τὸ μικρὸν δυτικὸν προάστιον, τὰ Γελαδάδικα. εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης. Εἰς τὰς ἐρωτήσεις των ἀπήντησεν ὅτι ὁ πατήρ της τὴν εἶχε πάρει τὸ πρωὶ μὲ τὴν βάρκαν, καὶ τὴν ἄφησε πρὸς ὥραν εἰς τὴν ἀμμουδιάν, καὶ αὐτὴ ἤλπιζεν ὅτι θὰ γυρίσῃ νὰ τὴν ἐπάρῃ, ἀλλὰ δὲν ἐγύρισε. Τόσον μόνον εἶπε.
Ἡ Ἀρετούλα δὲν ἠθέλησε πλέον νὰ ξαναπατήσῃ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μητρυιᾶς της. Εἰς τὰς ἐπιπλήξεις τῶν ἐκ μητρὸς συγγενῶν της ἀπήντησεν ὅτι «ἡ μάννα της ἡ Καραμσαλίνα» δὲν τὴν θέλει, καὶ ὅτι δασκαλεύει τὴν μικρὰν Μαριὼ πῶς νὰ τὴν τσιμπᾷ καὶ νὰ τῆς τραβᾷ τὰ μαλλιά. Αἱ συγγενεῖς τῆς μητρός της, πτωχαὶ ὅπως αὐτή, θέλουσαι μὴ θέλουσαι, τὴν ἐκράτησαν πλησίον των, τὴν ἔμαθαν καθ᾽ ὅσον ἐμεγάλωνε, νὰ πλύνῃ, νὰ σφουγγαρίζῃ, ν᾽ ἀσβεστώνῃ εἰς ξένα σπίτια, προσέτι νὰ βοτανίζῃ, νὰ θερίζῃ, νὰ συλλέγῃ ἐλαίας, κατ᾽ ἐποχάς, καὶ νὰ τρέφῃ «καματερό», δηλ. μεταξοσκώληκας, τὸ θέρος. Ὅταν ἔγινε δεκατριῶν χρόνων, τὴν ὑπάνδρευσαν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον αἱ κόραι τοῦ πτωχοῦ λαοῦ ὑπανδρεύοντο ταχύτερον καὶ εὐκολώτερον παρ᾽ ὅσον εἰς τὰς ἡμέρας μας.
Καὶ ὅμως ἡ μητρυιά της τὴν ἐκατάτρεχεν ἀκόμη. Ἐνῷ ἐπρόκειτο νὰ νυμφευθῇ ἡ κόρη, ὁ πατήρ της μίαν ἡμέραν τῆς «ἔρριξεν ἀβανιά», ὅσον ἀπίστευτον καὶ ἂν φανῇ τοῦτο. Προφανῶς, «τὸν εἶχε βάλει καὶ πάλιν στὰ λόγια, ἡ Καραμσαλίνα ἡ μάννα της».
Πῶς ἔγινε τοῦτο, ἀκριβῶς δὲν ἠξεύρομεν. Φαίνεται ὅτι ἡ μητρυιὰ ἐλογάριαζεν ὅτι, ἐὰν εἶχε λείψει ἐγκαίρως ἀπὸ τὴν μέσην ἡ προγονή της, τὸ σπιτάκι καὶ τ᾽ ἀμπέλι καὶ τὸν μικρὸν ἐλαιῶνα τῆς μακαρίτισσας θὰ τὰ ἐκληρονόμει αὐτοδικαίως ὁ Κουμενής, καὶ εἶτα μὲ τὸν καιρόν, θὰ τ᾽ ἀπέκτων τὸ Μαριὼ καὶ τὸ Λενιώ, αἱ δύο θυγατέρες της, αἵτινες ἄλλως δὲν εἶχον νὰ πάρουν μεγάλην προῖκα.
Ὁ πατήρ της, φεῦ! τὴν διέβαλε μὲ ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις ἦτο ἁπλῶς διαβάτης καὶ ξένος γυρολόγος, καὶ τυχαίως διήρχετο ἀπὸ τὴν γειτονιάν. Αἱ γειτόνισσαι πρὸς καιρὸν τὸ ἐπίστευσαν. Ἀλλὰ μετ᾽ ὀλίγον ἐβγῆκεν «ὡς φῶς καὶ ὡς μεσημβρία τὸ κρῖμά της», τῆς Ἀρετῶς, καὶ ἀπεδείχθη ἡ ἀθῳότης της. Καὶ ὁ γάμος δὲν ἐματαιώθη.
Εἶχαν περάσει εἴκοσι χρόνια καὶ παραπάνω ἀπὸ τότε. Ὁ γερο-Νικόλας ὁ Κουμενὴς ἐψυχομάχει, κ᾽ ἐσκυλογαύγιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ βγῇ ἡ ψυχή του.
― Σχώρα με, Ἀρετώ, σχώρα με!
― Σχωρεμένος νά ᾽σαι, πατέρα μου! ἀπήντα δακρυρροοῦσα ἡ Ἀρετώ.
― Μὲ ὅλην τὴν καρδιά σ᾽, Ἀρετώ!
― Μὲ ὅλην τὴν καρδιά μ᾽, πατέρα! ἐφώναζεν ἡ μαρτυρικὴ καὶ πραεῖα γυνή.
Καὶ τέλος, μετὰ πολλὰς ἡμέρας καὶ νύκτας φρικώδους βασάνου, ἐξεψύχησεν ὁ ἄθλιος πατήρ ― ὅστις εἶχε θελήσει ποτὲ νὰ ρίψῃ τὴν μικρὰν κόρην του εἰς τὸν πυθμένα τῆς θαλάσσης, ὡς διὰ νὰ τὴν στοιχειώσῃ.

Κ᾽ ἐμένα, τὴν κυρ᾽ Ἀρετή, δεξὰ ᾽πὸ τὴν καμάρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: