ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ -- Αθωνικά άνθη

Ελέχθη ότι, εάν οι «Τρεις μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου θεότητος» δεν εγεννώντο, θα εχρειάζετο να κατέλθη δια δευτέραν φοράν επί της γης ο Χριστός. Δεν γνωρίζομεν από ποίου σημείου αρχίζει να γίνεται υπερβολή το λεχθέν. Βέβαιον όμως είναι ότι και οι τρεις ήσκησαν και ασκούν εισέτι αποφασιστικήν επίδρασιν επί της ορθοδόξου θεολογίας και εν γένει της εκκλησιαστικής ζωής. Ο μεν, ως Τριαδικός θεολόγος και θεωρητικός, ο δε, ως δογματικός και ασκητικός διδάσκαλος, και ο τρίτος ως ιεροκήρυξ του άμβωνος έξοχος και ερμηνευτής της χριστιανικής διδαχής μοναδικός. 
 
Και οι τρεις, ως τέλειοι εν Χριστώ, εκοσμούντο κοινώς υφ’ όλων των ανωτέρω χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος. Γρηγόριος ο θεολόγος είχε μεν το χάρισμα της Τριαδικής θεολογίας και θείας θεωρίας, αλλ’ ήτο και δογματικός και ασκητικός και ερμηνευτής και κήρυξ δεινός του θείου λόγου. Βασίλειος ο μέγας μαζί με το χάρισμα του δογματικού και ασκητικού συγγραφέως είχε και το χάρισμα της Τριαδικής θεολογίας και θεωρίας, ως και της ερμηνείας και διδαχής του θείου λόγου.                                                 
Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μαζί με το χάρισμα του ερμηνευτού και ιεροκήρυκος του άμβωνος, ήτο και διδάσκαλος της Τριαδικής θεολογίας και θεωρίας, ως και της δογματικής και ασκητικής θεολογίας.                                      
Αλλά τα μεν ήσαν βασικά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, ειδικά και κυρίαρχα «προς οικοδομήν της Εκκλησίας», τα δε ήσαν ακόλουθα της καθάρσεως της ψυχής, της προς Θεόν αγάπης και της ειδικής μαθήσεως, κατά το: «ο αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν».                                                  
Είναι τόσον αληθές ότι ο κεκαθαρμένος κατά την ψυχήν από των ψεκτών παθών γίνεται μέγας θεολόγος, ώστε αυτός ο Χρυσόστομος να λέγη: «Έδει μεν ημάς μηδέ δείσθαι της από των γραμμάτων βοηθείας, αλλ’ ούτω βίον παρέχεσθαι καθαρόν, ως του Πνεύματος την χάριν, αντί βιβλίων γίνεσθαι ταις ημετέραις ψυχαίς».                                                                  
Τούτο δε εύρε την τελείαν εφαρμογήν του εις αυτόν τον ίδιον, καθώς αφηγείται ο μαθητής του άγιος Πρόκλος. Όταν επεράτωσε την ερμηνείαν εις τας επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, στραφείς προς την εικόνα του Αποστόλου, εζήτει παρ’ αυτού πληροφορίαν, αν ορθώς τας ηρμήνευσε. Τότε ενεφανίσθη σωματοειδώς αυτός ο Παύλος, όστις είπεν αυτώ: «Αδελφέ Ιωάννη, μηδέν όλως αμφίβαλε περί της των εμών, μάλλον δε του Πνεύματος επιστολών εξηγήσεως·  ίσθι γαρ σαφώς, ως όντως ακριβώς διέγνως ταύτας και ανεκάλυψας, ως αυτός τε έγνων εγώ και ως αυτό το Πνεύμα αμφοτέροις υπέθετο»…                                                                          
Συμφώνως προς την αρχήν της καθάρσεως ομιλούν όλοι οι άγιοι Πατέρες.                                                                                                                                      
Προκειμένου περί της διαμορφώσεως της προσωπικότητος των τριών τούτων μεγίστων Ιεραρχών, συνήλθον τρεις θεμελιώδεις παράγοντες: α) η έκτακτος φυσική πρώτη καταβολή. β) η υπερφυσική έλλαμψις του αγίου Πνεύματος, και γ) η ευρυτάτη παιδεία εσωτερική και θύραθεν. Συνεδύασαν φύσιν, χάριν, τέχνην.                                                                                
Συνεπείς προς τας εντολάς του Χριστού, μετά της μελέτης ηγωνίσθησαν ασκητικώς δια την κάθαρσιν της καρδίας των, κατά τα πρώτα έτη της προετοιμασίας των. Η άσκησις ως φυγή από τον κόσμον, ως ησυχία, ως υπωπιασμός της σαρκός, ως μελέτη και προσευχή.                                                                                                     
Εκ μιας επιστολής του θεολόγου Γρηγορίου προς τον μέγαν Βασίλειον, μανθάνομεν την σκληρότητα της ασκητικής αγωγής αμφοτέρων εις το ησυχαστήριόν των εν Πόντω, παρά τον Ίριν ποταμόν, ήτις τους έφερεν εις κίνδυνον, αν μη επενέβαινεν η μήτηρ του Μ. Βασιλείου. «Ταντάλιοί τινες και κατάκριτοι, έγραφε, διψώντες εν ύδασι, την ελεεινήν εκείνην και άτροφον πανδαισίαν, εφ’ ην από Καππαδοκίας εκλήθημεν, ουχ ως Λωτοφάγων πενίαν, αλλ’ ως Αλκινόου τράπεζαν, ημείς οι νέοι ναυαγοί τε και τλήμονες. Μέμνημαι γαρ των άρτων εκείνων και των ζωμών. Αυτός ταύτα τραγωδήσεις υψηλότερον, εκ των οικείων παθών έχων το μεγαλόφωνον, ων ει μη ταχέως ημάς η μεγάλη και πτωχοτρόφος όντως ερρύσατο, την σην λέγω μητέρα, ώσπερ λιμήν εν καιρώ φανείσα χειμαζομένοις, πάλαι αν ήμεν νεκροί»…                                                                                             
Ο Μ. Βασίλειος περιήλθε τα ασκητήρια, εν τη νεότητί του, της Αλεξανδρείας και όλης της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της κοίλης Συρίας και της Μεσοποταμίας «θαυμάζων μεν το περί την δίαιταν εγκρατές των μοναχών, το καρτερικόν εν πόνοις, την εν προσευχαίς ευτονίαν, όπως ύπνου κατεκράτουν, υπ’ ουδεμιάς φυσικής ανάγκης κατακαμπτόμενοι, υψηλόν αεί και αδούλωτον της ψυχής το φρόνημα διασώζοντες, εν λιμώ και δίψει, εν ψύχει και γυμνότητι… έργω εδείκνυσαν τι το παροικείν τοις ώδε και τι το πολίτευμα έχειν εν ουρανώ. Εκείνα θαυμάσας και μακαρίσας, γράφει, ηυχόμην και αυτός, καθ’ όσον εμοί εφικτόν, ζηλωτής είναι των ανδρών εκείνων…». Όπως και εγένετο όντως ζηλωτής δια βίου.               
Συνοψίζων τον σκοπόν της φυγής και ασκήσεως εις μίαν επιστολήν του από το ασκητήριόν του προς τον Ευστάθιον, Σεβαστηνόν ιατρόν, έγραφε: «Κατέλιπον μεν γαρ τας εν άστει διατριβάς, ως μυρίων κακών αφορμάς, εμαυτόν δε ούπω απολιπείν ηδυνήθην. Τούτων δε μία φυγή, ο χωρισμός από του κόσμου παντός. Κόσμου δε αναχώρησις ου το έξω αυτού γενέσθαι σωματικώς, αλλά της προς το σώμα συμπαθείας την ψυχήν απορρήξαι και γενέσθαι, άπολιν, άοικον, ανίδιον, αφιλέταιρον, ακτήμονα, άβιον, απράγμονα, ασυνάλλακτον, αμαθή των ανθρωπίνων διδαγμάτων, προς δη τούτο, μέγιστον όφελος ημίν η ερημία παρέχεται, κατευνάζουσα ημών τα πάθη, και σχολήν διδούσα τω λόγω, παντελώς αυτά της ψυχής εκτεμείν».                                                                                             
Ο δε θείος Χρυσόστομος διήλθεν επί εννέα έτη εις ασκητήριον πρώτα και ύστερα εις μοναστήριον μετά την περάτωσιν των σπουδών του. Έγραψε δε αληθείς ύμνους δια το μοναχικόν ιδεώδες και ο ίδιος έζη μέχρι πέρατος του αποστολικού του βίου ως μοναχός.                                                                                            
Ταύτα αναφέρονται ως εκφραστικά του ασκητικού πνεύματος των Τριών Ιεραρχών και δια να καταδειχθή πόσον αναγκαίον στοιχείον υπήρξεν η άσκησις εις την αρτίωσιν της πνευματικής των συγκροτήσεως. Εντεύθεν εγένοντο χωρητικά σκεύη των επιλάμψεων του αγίου Πνεύματος και ο λόγος του Θεού ενώκησε πλουσίως εις τας ψυχάς των.                                                                         
Ο Θεολόγος Γρηγόριος, με πέντε λέξεις εσχημάτιζεν ένα θεολογικόν ογκόλιθον. Η χάρις του λόγου του δεν έχει μιμητήν. Ότι ήτο χάρις το απαράμιλλον κάλλος του λόγου του, όπως η θεολογία του, εμφαίνεται και εις το απολυτίκιόν του: «…ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι..». Κάλλη τα οποία θέλγουν και τας απλάς καρδίας και τους «περί τους λόγους εσπουδακότας».                                                                                                                
Ομιλεί με μίαν θείαν γαλήνην δι’ όλα τα θέματα. Συμμετέχει εις την χαράν της Εκκλησίας, πλέκει εγκώμια εις τας Δεσποτικάς εορτάς, θλίβεται δια την κατάπτωσιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων της εποχής του και αφήνει απέλπιδα κραυγήν: «…έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει, μία μοι των κακών η λύσις, ο θάνατος». Ειρωνεύεται μετά λεπτότητος τους πρίγκιπας της Εκκλησίας, διότι «πριν άξιοι γενέσθαι, προσιέναι τους ιερείς, μεταποιούνται του βήματος, θλίβονταί τε και ωθούνται περί την αγίαν Τράπεζαν, ώσπερ ουκ αρετής τύπον, αλλ’ αφορμήν βίου την τάξιν ταύτην είναι νομίζοντες, ουδέ λειτουργίαν υπεύθυνον, αλλ’ αρχήν ανεξέταστον…».                                                                                                                   
Επιθυμεί την ησυχίαν μέχρις ιερού πάθους, «επεισήει με έρως του καλού της ησυχίας και της αναχωρήσεως, ης εραστής γενόμενος εξ αρχής, ουκ οίδ’ ει τι άλλος των περί λόγους εσπουδακότων…». Δίδει κανόνας μοναχικού βίου και συνιστά την προς καιρόν αναχώρησιν από τον κόσμον, προς υψηλοτέρας αναβάσεις· «χρήναί τι και ησυχάζειν, ώστε αθολώτως προσομιλείν τω Θεώ και μικρόν επανάγειν τον νουν από των πλανωμένων». Φιλοσοφεί διαρκώς, εκτείνων το όμμα της ψυχής, οτέ μεν προς τα αόρατα κάλλη, δια να είπη: «…ζειν υπέρ τα ορώμενα και τας θείας εμφάσεις αεί καθαράς εν εαυτώ φέρειν… ει τις υμών τούτω τω έρωτι κάτοχος, οίδεν ο λέγω, και τω πάθει συγγνώσεται» · οτέ δε έστρεφε το όμμα του σώματος προς τον ορατόν κόσμον και την θάλασσαν, εις την οποίαν έβλεπε το σύμβολον της ασταθείας των ανθρωπίνων πραγμάτων· «… ανέμου μεγάλου πνέοντος διεγείρετό τε και επωρύετο, των δε κυμάτων, ο φιλεί συμβαίνειν εν τοις τοιούτοις, τα μεν πόρρωθεν ανιστάμενα και κατά μικρόν κορυφούμενα, είτ’ ελαττούμενα προς ταις ακταίς ελύετο, τα δε τοις γείτοσι πέτραις προσπίπτοντα και αποκρουόμενα εις άχνην αφρώδη και ψιλήν εσκορπίζετο… θάλασσα μεν ο ημέτερος βίος και τα ανθρώπινα…».                                                                                                    
Μελαγχολικός και ποιητικός, βαθύτατος και δυσκατάληπτος εις τας ενοράσεις και θεωρίας του, επιτείνει την αγωνίαν μας προς κατανόησιν και αυτή η αποφθεγματικότης και στρυφνότης του λόγου του. Ουδείς των Πατέρων έχει το βάθος και την εν Θεώ θεωρίαν του αγίου Γρηγορίου, ούτε την θέλγουσαν περιεκτικήν λακωνικότητα της φράσεώς του.                                                                                                                        
Εκφωνεί προς οικείους και φίλους επιταφίους λόγους, ων απάντων εξοχώτερος, ο προς τον Μ. Βασίλειον, συνδυάζων απύθμενον βάθος εννοιών, κάλλος αμήχανον φράσεως και ηγιασμένην συναισθηματικότητα παιδίου. Οι πανηγυρικοί του λόγοι είναι αριστουργήματα  ελληνικής καλλιεπείας. Οι στηλιτευτικοί του, κατά Ιουλιανού, αρειανών και Πνευματομάχων, στήλαι ορθοδόξου δογματικής. Οι ειρηνικοί του, αληθείς ύμνοι της εν Χριστώ ειρήνης. Ο «Συντακτήριός» του, καλλίστευμα χάριτος λόγου, πραότητος πνεύματος, εκκλησιολογικής εμβαθύνσεως, ανεξικακίας και απείρου τρυφερότητος με ό,τι συνεδέθη κατά την ταραχώδη περίοδον των δογματικών αγώνων του και της Πατριαρχείας του. «Χαίροις, τελειώνει, Αναστασία μοι (ο ναός της αγίας Αναστασίας) της ευσεβείας επώνυμε… ο μέγας ναός ούτος και περιβόητος, η νέα κληρονομία, το νυν μέγας είναι παρά του λόγου λαβών… χαίρετε απόστολοι (επίσης ναός) η καλή μετοικία, οι εμοί διδάσκαλοι της αθλήσεως, ει και μη πολλάκις υμίν επανηγύρισα, ίσως τον του υμετέρου Παύλου σατάν περιφέρομεν τω σώματι προς το συμφέρον, δι’ ον νυν υμών αποικίζομαι. Χαίρέ μοι, ω καθέδρα, το επίφθονον ύψος τούτο και επικίνδυνον, αρχιερέων συνέδριον, ιερέων… χαίρετε, ναζιραίων χοροστασίαι, ψαλμωδιών αρμονίαι, στάσεις πάννυχοι, παρθένων σεμνότης, γυναικών ευκοσμία, χηρών, ορφανών σύστημα, πτωχών οφθαλμοί προς Θεόν και προς ημάς βλέποντες. Χαίρετε, των εμών λόγων ερασταί, και δρόμοι και συνδρομαί και γραφίδες φανεραί και λανθάνουσαι και η βιαζομένη κιγκλίς αύτη τοις επί τον λόγον ωθιζομένοις. Χαίρετε, ω βασιλείς και βασίλεια… κροτήσατε χείρας, οξύ βοήσατε, άρατε εις ύψος τον ρήτορα υμών, σεσίγηκεν υμίν η πονηρά γλώσσα και λάλος, ου μην σιγήσεται, μαχήσεται γαρ δια χειρός και μέλανος. Χαίροις, ανατολή και δύσις, υπέρ ων και υφ’ ων πολεμούμεθα, μάρτυς ο ειρηνεύσων υμάς Θεός, αν ολίγοι μιμήσονται την εμήν υποχώρησιν… επί πάσι και προ πάντων βοήσομαι, χαίρετε, άγγελοι τήσδε της Εκκλησίας έφοροι… χαίρε μοι, ω Τριάς, το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα, και σώζοιο τοις δε και σώζοις τους δε, τον εμόν λαόν· εμός γαρ καν άλλως οικονομώμεθα, και αγγέλοιτο δια παντός υψουμένη και αυξουμένη και λόγω και πολιτεία· τεκνία, φυλάσσοιτέ μοι την παρακαταθήκην, μέμνησθέ μου των λιθασμών…».              
Αναχωρεί δια τον Πόντον πάλιν, εκεί γράφει τα περίφημα «Έπη» του, δια τα οποία απεκλήθη «Γεροκύκνος του Πόντου». Φιλοσοφεί και προσεύχεται αδιαλείπτως διδάσκων την Εκκλησίαν «μνημονευτέον γαρ Θεού μάλλον ή αναπνευστέον· και ει οίόν τε τούτο ειπείν, μηδέ άλλο τι πρακτέον». Τοιούτος ο Θεολόγος Γρηγόριος σκιαγραφούμενος.
Ο δε Μ. Βασίλειος, συγγενής ψυχή και πνευματικός αδελφός, εις νους εις αμφοτέρους, μία ψυχή εις δύο σώματα, έχει εν τούτοις την ιδιοτυπίαν του. Καππαδόκαι και οι δύο, αυστηροί περί τα ήθη και θετικοί, διαφέρουν, ως εγράψαμεν, κατά τα ιδιαίτερα αυτών χαρίσματα.                                                    
Ασθενής εκ νεότητος, πάντοτε χλωμός εκ της ασκητικής του ζωής, είναι μάλλον ασκητής, «ουρανοφάντωρ» και ουρανοπολίτης. Επείγεται, ως και ο φίλος του Γρηγόριος, να φύγη από τον κόσμον αυτόν, θεωρεί το πνευματικόν κάλλος του Θεού και τιτρώσκεται την καρδίαν. «Τι ουν θείου κάλλους θαυμασιώτερον; Τις έννοια της του Θεού μεγαλοπρεπείας χαριεστέρα; Ποίος πόθος ψυχής ούτω δριμύς και αφόρητος, ως ο από Θεού εγγινόμενος τη από πάσης κακίας κεκαθαρμένη ψυχή και από αληθινής διαθέσεως λεγούση, ότι τετρωμένη αγάπης εγώ ειμί;… Τούτο το κάλλος σαρκίνοις μεν οφθαλμοίς αθεώρητον, ψυχή δε μόνη και διανοία καταληπτόν· και ει που τινά περιέλαμψε των αγίων, αφόρητον του πόθου το κέντρον αυτοίς εγκατέλιπεν…».                                                     
Τυγχάνει γνωστόν ότι ο Μ. Βασίλειος είναι ο οργανωτής του Μοναχικού βίου της Ανατολής, επιδράσας και επί της Δύσεως. Θα έλεγε κανείς ότι μετά τας επισκοπικάς φροντίδας του, τους πολέμους προς αιρετικούς, το έργον της φιλανθρωπίας, το ενδιαφέρον του απερρόφα ο μοναχικός βίος. Τον εμελέτησε, τον έζησε, τον έζη, εφιλοσόφει επ’ αυτού, έγραφε Κανόνας και Όρους μοναχικού βίου, συνέταξεν ειδικάς πραγματείας περί της αναγκαιότητος του μοναχικού βίου, εν τω οποίω έβλεπε να περικλείωνται ύψιστα χριστιανικά ιδεώδη και οιονεί το μοναδικόν μέσον ευαρεστήσεως του Θεού. Δια τας σημερινάς αντιλήψεις περί Χριστιανισμού, αι απόψεις του Μ. Βασιλείου είναι σχεδόν ακατανόητοι. Και όμως· πόσον ευνόητον ότι ομιλεί θεοφωτίστως και ερμηνεύει το Ευαγγέλιον ως χαρισματούχος διδάσκαλος! Αποφαίνεται ότι, «λυθήναι ουν δει των δεσμών της προσπαθείας του βίου, τον γε αληθινώς τω Θεώ ακολουθήσειν μέλλοντα· τούτο δε δια παντελούς αναχωρήσεως και λήθης των παλαιών εθών κατορθούται· ως ει μήγε αποξενώσαιμεν εαυτούς και συγγενείας σαρκικής και κοινωνίας βίου, οιονεί προς έτερον κόσμον δια της ασκήσεως μεταβαίνοντες κατά τον ειπόντα· «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» · αμήχανον ημάς περιγενέσθαι του σκοπού της προς Θεόν ευαρεστήσεως, του Κυρίου οριστικώς ειπόντος· ότι, «ούτω πας εξ υμών ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις υπάρχουσιν εαυτού, ου δύναταί μου είναι μαθητής».                                                                                
Όρος της αποκτήσεως της αγάπης του Θεού είναι η διαφύλαξις του νου από κοσμικάς φαντασίας και η «διηνεκής μνήμη, της οσίας του Θεού εννοίας… και συνάπτεσθαι τω Θεώ δια της μνήμης», δι’ ον λόγον επιβάλλεται και η μοναχική ησυχία.                                                                                   
Συμφώνως όμως με την μέχρι τότε ασκητικήν πείραν, αντετάχθη προς τον κατά μόνας βίον, τον «ησυχαστικόν», διότι «ήμερον και κοινωνικόν ζώον ο άνθρωπος και ουχί μοναστικόν ουδέ άγριον», συγκροτήσας ούτω την κοινοβιακήν ζωήν.                                                                                                                
Χαρακτηριστικόν της Βασιλείου θείας ψυχής είναι η προς τον Θεόν άπειρος αγάπη του και ο φόβος μήπως εκπέση αυτής εξ αμελείας του νου και της περί τα κοσμικά φροντίδος. Εις μίαν ομιλίαν του, περί αγάπης Θεού, δια τας αναριθμήτους ευεργεσίας του προς τον άνθρωπον, λέγει κάτι πολύ συγκλονιστικόν· «ων ευεργεσιών απασών, όταν εις έννοιαν έλθω, ίνα το εμόν πάθος εξείπω, εις φρίκην τινά και έκστασιν φοβεράν καταπίπτω, μήποτε εξ απροσεξίας του νου ή της περί τα μάταια ασχολίας, της αγάπης του Θεού εκπεσών, όνειδος γένωμαι τω  Χριστώ».                                                                                                                                 
Ο Μ. Βασίλειος, κυριαρχημένος εκ της θείας αγάπης, ησθάνετο εαυτόν έξω κόσμου και των του κόσμου. Η εξασθένησις του σώματος και η διαρκής εγκράτεια, ανέστελλον τας κατ’ αίσθησιν λειτουργίας και ενεργείας. Υπέρ αίσθησιν έζη εν ουρανοίς και θεωρών αδιαλείπτως το θείον και άρρητον κάλλος. Ούτε ο Γρηγόριος ούτε ο Χρυσόστομος έγραψαν τόσον έντονα κείμενα περί αγάπης Θεού. Αυτός ο Θεολόγος ο Γρηγόριος, εκτός της στενής φιλίας του, ευλαβείται βαθύτατα τον Μ. Βασίλειον, ον αυτός πρώτον ωνόμασε Μέγαν. Η δε λύπη του δια τον θάνατον του φίλου του είναι απαράκλητος, ως φαίνεται εις τον Επιτάφιόν του· αλλά και εις πάσαν ευκαιρίαν έλεγε· «τα ημέτερα λίαν πικρώς· Βασίλειον ουκ έχω…».                                                                                 
Ο λόγος του Μ. Βασιλείου ομαλός, σαφής, μετρημένος έλλην λόγος και κάποτε σχοινοτενής. Αλλ’ η αρχιτεκτονική ακρίβεια της φράσεως, το ύψος των νοημάτων, η θετικότης και η διαύγεια, η Γραφική θεμελίωσις των ιδεών του και το μέγα προσωπικόν κύρος του κατέστησαν τα γραπτά του θεογράφους πλάκας και κανόνας δογμάτων και ζωής δια την Εκκλησίαν. Περί του Μ. Βασιλείου δεν θα είπωμεν άλλα. Διότι η προτίμησίς μας προς αυτόν (ίσως διότι είναι περισσότερον μοναστικός των άλλων) μας άγει εις πλείονα έξαρσιν. Αλλ’ ούτως η αλήθεια κλέπτεται από την αγάπην ως εξ ίσου και από την αντιπάθειαν.
Περί του Χρυσορρήμονος Ιωάννου τι να είπωμεν; Αν ο θεολόγος Γρηγόριος είναι δια τους σοφούς, ο Μ. Βασίλειος δια τους Μοναχούς, ο θείος Ιωάννης είναι δια τον λαόν. Είναι ο λαϊκός κατηχητής, ο διδάσκαλος της ηθικής του Ευαγγελίου, ο έχων βαθείαν συνείδησιν ποιμένος και πατρός, ο μαχητής, ο υπερασπιστής των αδικουμένων, ο καυστικώς ελέγχων τας παρανομίας και των πολλών και αυτών των βασιλέων. Είναι ίσως περιττόν να επαναλάβωμεν ενταύθα ότι οι ανωτέρω χαρακτηρισμοί των αγίων τούτων Πατέρων, εκφράζουν τα εντονώτερα σημεία της ιδιοτυπίας των και των ιδιαιτέρων χαρισμάτων, χωρίς να σημαίνη ότι δεν έχουν πολλά τα κοινά μεταξύ των.                                                         
Ο θείος Χρυσόστομος θεωρεί την ελεημοσύνην ως κορωνίδα των αρετών, διο και εις τους πλείστους λόγους του καταλήγει εις την έξαρσιν της αρετής αυτής. Αλλά φυσικά ζητεί και τας άλλας αρετάς, διότι «πάσαι αλλήλων έχονται», ως οι κρίκοι μιας αλυσίδος.                                                                  
«Η του στόματός του καθάπερ πυρσός εκλάμψασα χάρις την οικουμένην εφώτισεν». Όντως. Η σπανία ευγλωττία του μετά της ακτινοβολούσης αγιότητός του εσαγήνευαν τα πλήθη. Χρυσόστομος είναι χαρακτηρισμός του ευσεβούς λαού. Επί των λαϊκών μαζών ήσκει ακαταγώνιστον γοητείαν, δια του χειμαρρώδους, πειστικού και περικαλλούς λόγου του. Αι παραστατικαί εικόνες, τα παραδείγματα, αι εντυπωσιακαί αντιθέσεις, η ακατάσχετος επιχειρηματολογία του, η διαλεκτική δεινότης, αι από των Γραφών πυκναί αποδείξεις, η γλυκύτης του λόγου, αι συχναί μεταπτώσεις από του ηπίου εις το τραχύ, από της θωπείας του λόγου εις τον πεπυρακτωμένον έλεγχον, από της μειλιχίου εκφράσεως εις τους «σκηπτούς» του (κεραυνούς), η πατρικότης του εκδηλουμένη ως εγγύησις σωτηρίας εις τους μετανοούντας («εγώ εγγυώμαι»), πάντα ταύτα καθίστων τον λόγον του υπόθεσιν εντρυφήσεως και ενθουσιασμού και αρχής μετανοίας. Τα πλήθη εξέσπων εις χειροκροτήματα και εκδηλώσεις λατρείας.                                                                                      
Αλλά δια να καταλάβωμεν το πνεύμα του αγίου Ιωάννου και να αξιολογήσωμεν τους λόγους του, πρέπει να γνωρίζωμεν τον λαόν της εποχής του. Εξ όσων ο ίδιος αναφέρει εις ομιλίας του, απηυθύνετο εις ένα λαόν ημιβάρβαρον (όπως και ο σύγχρονος, άλλωστε, κατά ένα μέγα ποσοστόν), τον οποίον ελέγχει δριμύτατα. «Και η Εκκλησία ουδέν διενήνοχε βουστασίου και επαύλεως όνων και καμήλων· και περιέρχομαι πρόβατον επιζητών και ουδέν δύναμαι ιδείν. Ούτω πάντες λακτίζουσι, καθάπερ ίπποι και όνοι». Δια τούτο, ενώ το στοιχείον του αφηρημένου λόγου σχεδόν απουσιάζει από τους λόγους του, αντιθέτως, τα σχήματα, αι εικόνες, η φανταστική απτοποίησις των εννοιών, πλεονάζουν και κυριαρχούν, εκ της ανάγκης συγκαταβάσεως προς την παχυλότητα των πολλών της εποχής του. Δεν φρονούμεν ότι ο πνευματικώτατος και εξαϋλωμένος αυτός νους έκαμνεν αισθητικήν του λόγου. Διότι όσον η ψυχή υψούται προς τα θεία και άϋλα, τόσον καθίσταται θεωρητική, βλέπουσα ασχηματίστως και ανειδέως.                                                     
Εξ ίσου με τους Καππαδόκας Πατέρας επολέμησε τας αιρέσεις, τον Ιουδαϊσμόν και τον Ελληνισμόν. Και εξ ίσου με αυτούς έκλαυσε δια την αντιπνευματικότητα του κλήρου, την κατάπτωσιν των αφορώντων εις την Εκκλησίαν πραγμάτων, και ήλεγξε σφοδρώς την ακολασίαν και αστοργίαν της αριστοκρατίας του πλούτου. Δια την παρρησίαν του αυτήν έπρεπε να καταβάλη το τίμημα.                                                                      
Και το κατέβαλεν υπερεκπερισσού. Απέθανεν εξόριστος! Τους κακούς Επισκόπους εθεώρει ως πληγήν της Εκκλησίας, αλλ’ ουδέποτε ήλεγξε δημοσίως ειμή αιρετικούς τινας. Αντιθέτως μάλιστα καταφέρεται δριμύτατα κατά των ιεροκατηγόρων: «Τον πνευματικόν δε πατέρα κατηγορών, άξιον είναι νομίζεις σαυτόν επιβήναι των ιερών προθύρων;… Καν γαρ ο βίος αυτών σφόδρα διαβεβλημένος η, συ δε, αν σαυτώ προσέχης, ουδέν παραβλαβήση εις τα εγκεχειρισμένα αυτώ παρά του Θεού». Βεβαίως τα πράγματα σήμερον είναι εντελώς διαφορετικά. Και ο λελογισμένος έλεγχος και επιτρέπεται και επιβάλλεται. Άλλωστε ο ίδιος ο Χρυσόστομος επέτρεπε τον έλεγχον υπό των «προαγομένων εις αγιασμόν» προς όφελος της Εκκλησίας.                                                                                      
Ήτο τόσον τρυφερά ψυχή, ώστε και εις αυτούς τους κύνας συμπεριεφέρετο με ευγένειαν. Αν οι έλεγχοί του ήσαν δριμείς, είτε δημοσίως δια τον λαόν είτε ιδιαιτέρως προς επισκόπους, τούτο ωφείλετο εις το καθήκον του πνευματικού ποιμένος και Πατριάρχου, και εις την μεγάλην αγάπην του.                                                                                                                    
Οι πανηγυρικοί λόγοι του είναι αριστουργήματα καλλιτεχνικά και ναοί δογματικής διδασκαλίας. Όταν εξεφώνει αυτούς εις Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς, εσκίρτα, ηγάλλετο, εξήρχετο εαυτού. Εις τας ωραιοτέρας αποστροφάς του λόγου εκραύγαζεν ενθουσιών· «μαίνομαι, μαίνομαι». Και τα πλήθη, εντός του ναού της του Θεού Σοφίας, επευφήμουν και εχειροκρότουν τον ιερόν ρήτορα.                                                                                     
Ο Βοσσουέτος είπεν, ότι όσον αξίζει ένας λόγος του αγίου Ιωάννου, δεν αξίζει ολόκληρος η πόλις των Παρισίων…
Ένα θέμα, το οποίον αφορά και εις τους τρεις μεγίστους τούτους Πατέρας, θέμα αντιλεγόμενον, το αφήσαμεν δια το τέλος του αφιερωμένου εις αυτούς άρθρου μας. Έχουν γραφή πολλά δια τούτο, και ημείς δεν θα είπωμεν πλείονα των όσων χρειάζονται, δια να συμπληρωθή ένα άρθρον. Έχει γίνει πολύς λόγος δια την σχέσιν των αγίων τούτων Πατέρων προς την Ελληνικήν φιλοσοφίαν, τα γράμματα, την τέχνην και την επιστήμην. Οι υπέρ της απόψεως ότι ήσαν λάτρεις της Ελληνικής φιλοσοφίας—δι’ ον λόγον και εν Ελλάδι τιμώνται υπό της Ελληνικής παιδείας—επικαλούνται τας εις Αθήνας σπουδάς των. Αλλά το επιχείρημα είναι άνευ αξίας, επί τω λόγω ότι και οι τρεις δεν ήσαν ακόμη μέλη της Εκκλησίας. Εκείνο δε το οποίον βαρύνει, είναι αι ιδέαι των κατά την ώριμον ηλικίαν των, αι οποίαι εκτίθενται εις τα συγγράμματά των. Εις αυτά, τοιαύτη λατρεία ουδαμού φαίνεται. Αντιθέτως, βλέπομεν καταφοράν και των τριών κατά της Ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Γρηγόριος ονομάζει «κύνας» τους φιλοσόφους, ο Μ. Βασίλειος αποκλαίεται δια την απώλειαν του χρόνου του σπουδάζων εις Αθήνας—«ενηφάνισα την νεότητά μου»--ο δε Χρυσόστομος έγραψεν ολοκλήρους λόγους κατά της Ελληνικής φιλοσοφίας.                                                                                                                        
Αλλά τι θα ωφελούντο από τας πνευματικάς κατακτήσεις της κλασσικής Ελλάδος; Τας πεπλανημένας κοσμοθεωρίας των, τας οποίας κατεδίκασεν η Εκκλησία; Την φιλοσοφίαν, την οποίαν απέδειξε μωρίαν ο Χριστός; Ο Γρηγόριος λέγει: «ημείς φιλοσοφούμεν ουχί αριστοτελικώς, αλλά αλευτικώς». Από τα μαθηματικά, την γεωμετρίαν, την αστρονομίαν; Αλλά ο Χριστιανισμός δεν τα χρειάζεται αυτά, ειμή ως εκγύμνασιν του νου. Και, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «η προς ταύτα σχολή γυμνάζει προς οξυωπίαν τον της ψυχής οφθαλμόν». Μόνον αυτό. Η αστρονομία διδάσκει ό,τι βλέπει με τα εκάστοτε μέσα που διαθέτει. Αλλ’ οι χριστιανοί βλέπουν πολύ πέραν των αστρικών κόσμων των οκτώ πεντάκις εκατομμυρίων ετών φωτός, που έφθασαν ήδη τα τηλεσκόπια. Οι πιστοί «ελέγχουν τα μη βλεπόμενα». Και την ιατρικήν δεν είχον οι τρεις Ιεράρχαι εν πολλή εκτιμήσει. Αυτός ο Μ. Βασίλειος, εις την ομιλίαν του περί ιατρικής τέχνης, δεν διαβάλλει μεν αυτήν, αλλά επιτιμά τους ελπίζοντας εις αυτήν. Διότι παραδέχεται ότι «ου πάντα φύσεώς εισιν αρρωστήματα… πολλάκις γαρ και μάστιγες αμαρτημάτων εισίν», οπότε οφείλομεν να ζητώμεν από τον Θεόν την ίασιν, χρησιμοποιούντες και τα φάρμακα και τα μέσα της Ιατρικής, όπως ο Εζεκίας την «παλάθην των σύκων».                                                                                                                                       
Ήσαν δεινοί του λόγου χειρισταί οι τρεις Ιεράρχαι. Αλλά δεν ηγάπησαν την ρητορείαν. Την γνώσιν των γλωσσικών κανόνων επεδίωξαν ως και την ρητορείαν εν τη νεότητί των. Αν και αι επιστολαί του Αποστόλου Παύλου, που ρέουν μέλι και γάλα, έχουν γραφή από «ιδιώτην τω λόγω». Αλλά πόση έλξις, πόσον κάλλος, πως ομιλούν βαθέως εις την ψυχήν! Η ρητορική τέχνη μέχρις ενός ορίου είναι απαραίτητος. Μέχρι του ορίου της διατάξεως της ύλης μιας ομιλίας, εξασφαλιζούσης τον συνειρμόν των ιδεών. Πέραν του ορίου αυτού η τέχνη, ως τεχνητόν πλάσμα, ελαττώνει την γοητείαν του πηγαίου λόγου και δεσμεύει την ελευθερίαν της εμπνεύσεως. Αλλά η τέχνη, προκειμένου δια τους αγίους μας, απορροφάται από τους καταρράκτας της κατ’ έλλαμψιν θείας εμπνεύσεώς των.                                                                                                           
Αυτός ο θεολόγος Γρηγόριος, ελέγχων τον ομώνυμόν του Επίσκοπον Νύσσης, δια την αγάπην του προς την κλασσικήν—Πλατωνικήν –φιλοσοφίαν, γράφει· «… ρήτωρ ακούειν μάλλον ή χριστιανός ηθέλησας; αλλ’ έκνηψον οψέ γουν και προς σεαυτόν επάνελθε… και μη μοι τα κομψά ταύτα και ρητορικά ρήματα είποις: τι δε, ουκ εχριστιάνιζον ρητορεύων; ουδαμώς, ω θαυμάσιε…».                                                                             
Εν τοιαύτη περιπτώσει από ποίου σημείου αρχίζει και που τελειώνει η σχέσις των τριών Ιεραρχών προς την κλασσικήν παιδείαν; Θα απαντήσωμεν με μίαν φράσιν του θεολόγου Γρηγορίου προς τον Μ. Αθανάσιον· «… τούτ’ εκ των έξω κερδήσαι λόγων, το συνιδείν, ων υπεριδείν εδοκίμασε και απήλαυσε μόνον το παριδείν και εσχηκέναι τον Χριστόν προετίμησεν».                                                                                                                      

Αι ανωτέρω σκέψεις αποτελούν αντικείμενον ευρυτάτης αναπτύξεως του θέματος. Αλλά ο χώρος δια την σκιαγράφησιν των μεγάλων τούτων Πατέρων της Εκκλησίας εξηντλήθη. Εις ημάς απόκειται όπως, δια της εργασίας των εντολών του Κυρίου, φωτισθώμεν τας καρδίας, δια να γνωρίσωμεν δια μυστικής πείρας τον Χριστόν· και τότε και ημείς θα γίνωμεν φωστήρες, έκαστος «κατά το μέτρον της πίστεως», καθώς οι τρεις μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος. Και εντεύθεν θα κληρονομήσωμεν, ως αυτοί, την ουράνιον βασιλείαν, δια πρεσβειών των. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: