ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ ΕΠΙ ΤΗι ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ Τ Ε Σ Σ Α Ρ Α Κ Ο Σ Τ Η Σ 2 0 1 7

 

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

 

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἀπέστειλε ἐπί τῇ εἰσόδῳ εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν καί τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας τίς κάτωθι Ποιμαντορικές Ἐγκυκλίους πρός τόν εὐαγῆ Κλῆρον καί τόν φιλόχριστον Λαόν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς.

 

Ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως

_________________________________________________

 

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ  ΤΗι  ΕΝΑΡΞΕΙ

ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΚΑΙ  ΜΕΓΑΛΗΣ  Τ Ε Σ Σ Α Ρ Α Κ Ο Σ Τ Η Σ   2 0 1 7

* * * * *
            γαπητο μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Εἰσερχόμενοι στὴν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φέρνουμε στὸ νοῦ μας τοὺς λόγους τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ: «῞Οταν δὲ νηστεητε, μὴ γνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωπο· ἀφανζουσι γὰρ τὰ πρσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρποις νηστεοντες· ἀμὴν λγω ὑμῖν ὅτι ἀπχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν» (Μτθ. 6,16).
Τούτη ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου, ἔρχεται νὰ τοποθετηθεῖ ἔναντι ἑνὸς ἐρωτήματος, ποὺ ὁ καθένας μᾶς θέτει κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτές. Καὶ τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὸ «πῶς πρέπει νὰ νηστεύσω κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς;».
Ἡ Ἐκκλησία μας μέσα ἀπό τὶς τυπικές της διατάξεις, ὁρίζει ἕνα τρόπο νηστείας. Κατὰ τὶς ἔξι ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθὼς καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, καλούμαστε νὰ απέχουμε ἀπὸ τὸ κρέας, από τὰ αὐγά, ἀπὸ τὸ γάλα καὶ τὰ προϊόντα ποὺ παράγονται ἀπὸ αὐτὸ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια. Ἀπὸ τὴν Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Παρασκευὴ τῆς κάθε ἑβδομάδος ἡ τράπεζά μας πρέπει νὰ στερεῖται ἀκόμα καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἐνῶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τὰ δύο αὐτὰ εἴδη ἐπιστρέφουν πρὸς ἐνίσχυση καὶ παρηγορία.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὅμως νηστεία δὲν περιορίζεται στὸν καθορισμὸ τῶν τροφῶν, ὅπως συμβαίνει στὸ πλαίσιο ἑνὸς διαιτολογίου, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ νηστεύουμε καὶ κατ’ ἐπέκταση, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο καλούμαστε νὰ ζήσουμε.
Ἀναζητώντας λοιπὸν τὸν τρόπο, ἐρχόμαστε νὰ προσεγγίσουμε μία ἐπισήμανση τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ, πὼς σὲ ὅλες τὶς κατὰ Θεὸν προσπάθειές μας, οἱ δαίμονες, μᾶς σκάπτουν ὕπουλα τρεῖς λάκκους. Πρῶτα ἀγωνίζονται νὰ μᾶς ἐμποδίσουν νὰ πράξουμε τὸ καλό. Ἄν ἀποτύχουν σ᾿ αὐτό, τότε ἀγωνίζονται νὰ νοθεύσουν τὸ ἀγαθό, ὥστε νὰ μὴ γίνη κατὰ τρόπο θεάρεστο. Τέλος ἂν δὲν ἐπιτύχουν οὔτε τὴν νόθευση, προσπαθοῦν νὰ ρίξουν τὴν ψυχὴ στὴν  ὑπερηφάνεια, μὲ ἀφορμὴ τὴ δῆθεν ἀρετή της (ἀπὸ τὸν 26ο Λόγο τῆς Κλίμακος: «Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν»).
Τὶς τρεῖς αὐτὲς παγίδες ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ πρέπει νὰ προσέξουμε στὸν ἀγώνα ποὺ ξεκινοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν Σαρακόστη. Ἂς ὑπερπηδήσουμε τὸν πρῶτο λάκκο, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐγκλωβίσει στὸν λογισμὸ ὅτι «ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ νηστεύσω». Οἱ ὑποχρεώσεις, ἡ ὑγεία, ἡ ἀδυναμία, ἡ καθημερινότητα ἔρχονται νὰ συμμαχήσουν σὲ τούτη τὴν παγίδευση. Ὅμως τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ οὐσιαστικὰ ὡς ἐμπόδιο στὴν ἐπιθυμία τοῦ πιστοῦ νὰ νηστεύσει. Καὶ ἂν δὲν μπορεῖ κανεὶς τὸ ἄλαδο, καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ στερηθεῖ κάποια τροφή, καὶ ἂν χρειάζεται ἀσβέστιο, καὶ ἂν τοῦ λείπει ὁ σίδηρος, καὶ ἂν ὁ χαρακτήρας τοῦ εἶναι ἀδύναμος, ξέρει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσκεῖ οἰκονομία. Ἂς καταφύγουμε στοὺς πνευματικούς μας, καὶ ἐκεῖνοι δὲν θὰ μᾶς στερήσουν οὔτε τὰ ἀπαραίτητα, οὔτε τὴν χαρὰ τῆς νηστείας. Ὑπάρχουν τρόποι κανεὶς καὶ νὰ νηστεύει καὶ νὰ οἰκονομεῖται στὰ ἀπαραίτητα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἀποφύγουμε τὸν πρῶτο δαιμονικὸ πειρασμὸ τῆς ἄρνησης τῆς νηστείας, καὶ δὲν θὰ δώσουμε τὴν ἱκανοποίηση στὸν πονηρό, πὼς μᾶς παγίδευσε στὰ εὔκολα.
Ὁ δεύτερος λάκκος ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν ὑπερβεῖ κανείς, κι αὐτὸ γιατί εἶναι διττὸς ὁ πειρασμὸς ποὺ κρύβει. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης περιγράφει τὴν νέα αὐτὴ ἐνέδρα τοῦ πονηροῦ ὡς «νόθευση τοῦ ἀγαθοῦ». Τούτη ἡ νόθευση μπορεῖ νὰ εἶναι γέννημα εἴτε τῆς αὐθαιρεσίας εἴτε τῆς ὑποκρισίας.
Ὁ τρόπος τῆς αὐθαιρεσίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὸ ἴδιον θέλημα. Νηστεύω ὅπως μου ἀρέσει, ὅποτέ μου ἀρέσει, χωρὶς καμία ἀναφορὰ καὶ χωρὶς καμία εὐλογία. Ἔτσι ὁ ὅποιος κόπος, ἡ ὅποια προσπάθεια καταβάλουμε μὲ τὴν ἐγωκεντρικὴ αὐτὴ «νηστεία» γίνονται τροφὴ γιὰ τὰ πάθη μας. Οἱ ἀρετὲς πνίγονται μέσα στὰ ζιζάνια τῶν παθῶν μας ποὺ θεριεύουν καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητεύεται καὶ θυμώνει, χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ γιατί.
Ὁ τρόπος τῆς ὑποκρισίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὴν ἰδεατή μας εἰκόνα. Νηστεύω γιὰ νὰ ἀποκαλύψω στοὺς ἄλλους τὴ σπουδαιότητά μου, τὴν δύναμή μου, τὸν πνευματικό μου πλοῦτο. Ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα μου δὲν εἶναι ὁ ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ θλίψη γιὰ τὸ κατάντημά μου, ἡ μετάνοια, ἀλλὰ ἡ βεβαιότητα «ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί». Τούτη ἡ στάση μὲ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα πνευματικὸ αὐτισμό. Δὲν εἶμαι σὲ θέση οὔτε νὰ ἐπικοινωνήσω, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἀγαπήσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κοινωνήσω ἀληθινὰ μετὰ τοῦ Θεοῦ. Κατ’ οὐσία ἔχω ὀλισθήσει χωρὶς νὰ τὸ κατανοῶ σὲ μία ἰδιότυπη εἰδωλολατρία, ὅπου στὴ θέση τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἔχω ἐγκαταστήσει τὸ εἴδωλο τοῦ ἰδεατοῦ ἑαυτοῦ μου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς συμβουλεύει ὅσους θέλουμε νὰ ξεπεράσουμε καὶ αὐτὸν τὸν λάκκο, νὰ καταφύγουμε στὴν ὑποταγὴ καὶ στὴν ἐξουδένωση. Μὲ τὴν ὑποταγὴ θὰ νικήσουμε τὸν πειρασμὸ τῆς αὐθαιρεσίας, μὲ τὴν ἐξουδένωση θὰ στερήσουμε τὸν ἐγωισμό μας ἀπὸ τὶς δυνάμεις ποὺ τὸν ἑδραιώνουν. Ἂς ἀσκηθοῦμε στὴν τούτη τὴ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὸ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, πρῶτα στὴν Ἐκκλησία, στοὺς πνευματικοὺς πατέρες, καὶ ἔπειτα ὁ ἕνας χριστιανὸς στὸν ἄλλον, οἱ σύζυγοι μεταξύ τους, τὰ παιδιὰ πρὸς τοὺς γονεῖς, καὶ οἱ γονεῖς πρὸς τὶς ἀλήθειες τῶν παιδιῶν τους καὶ τότε θὰ ἐπιτύχουμε νὰ ὑπερβοῦμε τὸν δεύτερο λάκκο ποὺ χαίνει μπροστά μας. Ἡ νηστεία καὶ ὁ ἀγώνας μας ἐν γένει δὲν θὰ νοθευτοῦν ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό μας, ὑπηρετώντας ἀλλότριες ἐπιδιώξεις.
Ἂν κανεὶς καταφέρει νὰ ξεπεράσει τοὺς δύο πρώτους λάκκους, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸν προειδοποιεῖ πὼς τὸν περιμένει καὶ ἕνα τρίτο ὄρυγμα, προπαρασκευασμένο ἀπὸ τὸν διάβολο γιὰ νὰ μᾶς ρήξει ἐντός του. Τούτη ἡ φοβερὴ παγίδα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος καταφέρει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀκολουθήσει τὴν νηστεία ὅπως τοῦ ὅρισε ὁ πνευματικός του, χωρὶς νὰ τὴν νοθεύσει, ἐνεργώντας τὴν μὲ ἀγωνιστικὴ διάθεση καὶ πνεῦμα ὑπακοῆς, ὑπάρχει ἀκόμα καὶ τότε ὁ φόβος νὰ ξεγελαστεῖ ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῶν κατορθωμάτων του. Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς ἔπαρσης ποῦ γεννοῦν ἡ προσπάθεια, ἡ ἀνταπόκριση, ἡ ἐπιτυχία.
Τοῦτος ὁ λάκκος εἶναι πιὸ φοβερὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί δὲν εἶναι ἀπότομος, ἀλλὰ κατέρχεσαι σὲ αὐτὸν σταδιακά, ὅπως κατεβαίνει κανεὶς σὲ μία κατηφόρα. Μὰ κι ὅταν βρεθεῖς ἐντός του, δὲν σκιάζεσαι ὅπως σὲ μία ἄβυσσο, γιατί μοιάζει μὲ πλατειὰ ὁδὸ καὶ μὲ γνώριμα μέρη. Εἶναι σκοτεινὸς μὲν καὶ χωρὶς οὐρανὸ ὁ τόπος αὐτός, ὅμως ἐσὺ ξεγελιέσαι, ἀφοῦ πιστεύεις ὄτι ὡς προχωρημένος πλέον στὰ πνευματικά, ὀφείλεις νὰ περάσεις καὶ ἀπὸ τέτοια δύσκολα μονοπάτια. Καὶ ἔτσι νηστεύεις καὶ προσεύχεσαι, ὑπακούεις καὶ ὑπομένεις, ἀσκεῖς φιλανθρωπία καὶ ἀγαθοργεῖς, ὅμως ὅλα αὐτὰ σὲ πᾶνε ὅλο καὶ πιὸ βαθειά, σὲ ἀκόμα μεγαλύτερο σκότος, σὲ τόπο ποὺ συναντιέσαι μὲ τὸν ἑωσφορικὸ ἐγωισμό, ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἱκανὸς γιὰ τὴν μεγαλύτερη πτώση.
Γιὰ νὰ διασωθεῖ κανεὶς ἀπὸ τούτη τὴν πλάνη, πρέπει νὰ καλλιεργήσει τὴν αὐτομεμψία, μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἡ αὐτομεμψία εἶναι ἐκεῖνο τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ χριστιανὸς ἐλέγχει τὸν ἑαυτὸ τοῦ εἰς βάθος καὶ μὲ αὐστηρότητα. Τούτη ἡ αὐστηρότητα δὲν ἔρχεται νὰ ζορίσει τὸν ἄνθρωπο, προκαλώντας τοῦ αἰσθήματα ἐνοχῆς ἢ κατωτερότητας. Ἀντιθέτως κατεργάζεται τὴν ψυχικὴ ὑγεία τοῦ πιστοῦ. Ἡ αὐτομεμψία μοιάζει μὲ ἐκεῖνον τὸ χειρουγρὸ ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ σώσει τὸν ἀσθενῆ του, ἀφαιρεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ καρκίνωμα καὶ λίγο ὑγιῆ ἱστὸ ἀπὸ τὴν γύρω περιοχή, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος πὼς τὸν καθάρισε πλήρως. Ἔτσι καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ αὐτομέμφεται, προτιμᾶ νὰ ἀδικήσει λίγο τὸ ἴδιο του τὸν ἑαυτό, παρὰ νὰ ἀφήσει τὸν καρκίνο τῶν παθῶν ἐντός της ψυχῆς του.
Ὁ διαρκὴς αὐστηρὸς ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁδηγεῖ στὴν ἁγία ταπείνωση, ἡ ὁποία καταξιώνει τὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Ὅταν ἀποκτηθεῖ ἡ ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ πὼς ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει σὲ αὐτὸν εἶναι δώρημα θεϊκό, τὸ ὁποῖο ἔχει χορηγηθεῖ γιὰ νὰ προσφερθεῖ στὴ διακονία τῶν ἀδελφῶν μας. Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτὸ οἱ ἀρετὲς δὲν κατανοοῦνται σὰν ἀτομικὰ κατορθώματα, ποὺ αὐτοδικαιώνουν καὶ καταξιώνουν τὸν πιστό, ἀλλὰ ὡς θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἔχουν κατοικήσει στὴ ψυχή μας καὶ μᾶς κινοῦν καὶ μᾶς φωτίζουν. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν ἔπαρση τοῦ Ἐγώ, ἀλλὰ μόνο εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἐπιβλέπει ἐπὶ τοὺς ταπεινούς του δούλους.
Ἂς πορευτοῦμε ἀγαπητά μου παιδιὰ σὲ τούτη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὄχι σκυθρωποί, μὰ μὲ χαρὰ μεγάλη. Τὴ χαρὰ τῆς νηστείας, τὴν χαρὰ τῆς ἀσκήσεως, τὴ χαρὰ τῆς ὑπέρβασης τῶν παθῶν, τὴ χαρὰ τῆς καρποφορίας τῶν ἀρετῶν, τὴ χαρὰ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ θανάτου.
Εὐχόμαστε διὰ τὸν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, τοῦ καθηγητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ συνοδοιπορήσει μαζί μας σὲ τούτη τὴν πνευματικὴ πορεία, ἐνισχύοντας καὶ ἁγιάζοντας ὅλους. 
Εὔχομαι εὔδρομον τό Στάδιον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

 

__________________________________________________

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ                                                                                                                               Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΕΠΙ Τῌ   Κ Υ Ρ Ι Α Κ ῌ   ΤΗΣ   Ο Ρ Θ Ο Δ Ο Ξ Ι Α Σ   2 0 1 7
* * * * *
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Σήμερα, Κυριακή Α΄ τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καί πανηγυρίζει λαμπρῶς καί θριαμβευτικῶς τή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καί χριστιανοκατηγόρων παλαιῶν καί συγχρόνων Εἰκονομάχων, ἀλλά καί κατά πασῶν τῶν παλαιῶν καί νέων αἱρέσεων καί αἱρετικῶν. Στή σκέψη μας ἔρχονται δύο διαφορετικά καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα μεγέθη˙ ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ αἵρεση. Τί εἶναι Ὀρθοδοξία καί γιατί αὐτή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή σωτηρία; Τί εἶναι αἵρεση καί γιατί αὐτή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀπώλεια; Μ’αὐτά τά ἐρωτήματα θά θέλαμε νά ἀπασχολήσουμε τήν ἀγάπη σας στή σημερινή ἑορτή, καί γι’αὐτό σᾶς παρακαλοῦμε νά ἐντείνετε τήν προσοχή σας, γιά νά λάβετε τίς κατάλληλες ἀπαντήσεις.     
Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία;
Ἡ μοναδικ κα ἀποκλειστικ ὁδς σωτηρας τῶν ἀνθρπων εἶναι ἡ Ὀρθοδοξα. Διτι, ἡ Ὀρθοδοξα εἶναι ἡ ὀρθ πστη στν Ἁγα Τριδα, στ ἔργο κα στ διδασκαλα του Κυρου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τά ὁποα συνεχζονται στ Σῶμα Του, τήν Ἁγα Ἐκκλησα. Ἡ Ὀρθοδοξα εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερ Παρδοση, δηλ. τά δόγματα, οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως, οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἡ Θεα Εὐχαριστα («ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται» Ἁγ. Νικόλαος Καβάσιλας), ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερα, ἡ ἁγιτητα, τό μαρτριο, ἡ εὐποιΐα κα ἡ ὀρθοπραξα. Ἡ Ὀρθοδοξα δν εἶναι μα στατικ κατσταση, ἀλλ ἕνα ἀδικοπο ρεῦμα ζωῆς, μα ἁγα φωτι, τήν ὁποα, παραλαμβνοντας οἱ νετεροι ἀπ τούς προγενεστρους, μεταδδουν στος ἑπομνους, καλντας τους ν ἀπολασουν τό σωτριο φῶς. Ἡ Ὀρθοδοξα εἶναι μα διαρκς λυχνοκαΐα, μα συνεχς λαμπαδηδρομα, ἡ ὁποα ἄρχισε ἱστορικ στόν κόσμο ἀπ τς φλγες τῆς Πεντηκοστῆς, ἔφθασε μχρι ἐμᾶς μέ τήν Ἀποστολική καί Μαρτυρική διαδοχή, χωρς ποτ ν σβηστεῖ, κα θ συνεχιστεῖ μχρι τήν Δετερη Παρουσα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστς εἶναι τό μνο ἀληθιν φῶς. Δν ὑπρχουν ἄλλα φῶτα, γι ν μᾶς φωτσουν, οὔτε ἄλλα ὀνματα, πο μποροῦν ν μᾶς σσουν. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδεν ἡ σωτηρα˙ οὐδ γρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπ τόν οὐρανν τό δεδομνον ἐν ἀνθρποις, ἐν ᾧ  δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[1]. Μνον στν Χριστ ὑπρχει ἡ δυναττητα σωτηρας. Ἡ Ὀρθδοξη Ἐκκλησα δν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀληθς Ἐκκλησα. Εἶναι ἡ μνη Ἐκκλησα. Μνο αὐτ μένει πιστ στ Εὐαγγλιο, στς Ἅγιες Οἰκουμενικς κα Τοπικς Συνδους κα στος ἁγους Πατρες, κα συνεπῶς μνο αὐτ εἶναι ἡ ἀληθιν Καθολικ Ἐκκλησα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὀρθοδοξα, λοιπόν, μᾶς ὁδηγεῖ στν ἀληθιν θεογνωσα κα στν ἀναγννηση μσῳ τοῦ ὀρθοδξου θεου βαπτσματος. Οἱ Ὀρθδοξοι λβαμε τ Βπτισμα στν Ὀρθδοξη Ἐκκλησα, πιστεουμε Ὀρθδοξα κα εἴμαστε πλρη μλη τῆς Μιᾶς, Ἁγας, Καθολικῆς κα Ἀποστολικῆς Ἐκκλησας, πο εἶναι ἀποκλειστικῶς καί μνον ἡ Ὀρθδοξος Ἐκκλησα, δηλ. τοῦ Σματος τοῦ Χριστοῦ, πο ἔχει Κεφαλ τν ἴδιο τν Θενθρωπο Κριό μας Ἰησοῦ Χριστ. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγου Χρσματος λβαμε τν Σφραγδα τῆς Δωρεᾶς τοῦ Ἁγου Πνεματος κα μέ τήν θεα Μετάληψη τοῦ Τιμου Σματος κα Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἑνωνμαστε μαζ Του κα γινμαστε μλη τοῦ Σματς Του. Μνο μσα στν Ἐκκλησα τοῦ Χριστοῦ ἑνωνμαστε μ τν Ἀληθιν Θε κα μποροῦμε ν σωθοῦμε, ν μετχουμε τῆς ἀκτστου Χριτος τοῦ Θεοῦ, ν ἐξαγιασθοῦμε, ν θεωθοῦμε κατ χριν κα ν μετχουμε τοῦ Παραδεσου κα τῆς Βασιλεας τῶν Οὐρανῶν. Μ'αὐτν τήν ἔννοια ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖται ἐργαστήριο ἁγιότητος καί σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησα εἶναι ὁ νος Παρδεισος, ἡ να φυτεα, ὁ νος ἀμπελὼνας, ποὺ φτευσε ὁ Θεὸς στὸν κσμο, γιὰ ν’ἀποτελσει τὸν μοναδικὸ χῶρο, τὸ μοναδικὸ ἐργαστριο τῆς σωτηρας καὶ θεσεως τοῦ ἀνθρπου.
Ὅμως, αὐτ τό μοναδικ ἔργο τῆς σωτηρας κα τῆς θεσεως τοῦ ἀνθρπου προσπαθεῖ ὁ διβολος καί τά ὄργανά του ν τό ἀκυρσει, σπρνοντας τς αἱρσεις. Ἡ συνεδηση τῆς Ἐκκλησας κατενησε πντοτε τν αἵρεση κα τος αἱρετικος ὡς μσα, μ τ ὁποῖα ἐπιχειρεῖ ὁ διβολος ν διαμερσει τ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μ σκοπ τν ματαωση τῆς σωτηρας τοῦ ἀνθρπου[2].
Τί εἶναι αἵρεση;
Ὁ Μέγας Βασίλειος στόν Α΄ Ἱερ Κανόνα του ὁρίζει ὡς ἐξῆς τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικος:«Αἱρσεις (ὠνόμασαν οἱ παλαιοί) τούς παντελῶς ἀπερρηγμένους καί κατ’αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους». Ὁ Ὅσ. Νικόδημος ὁ Αγιορείτης ἑρμηνεύει αὐτόν τόν ὁρισμό ὡς ἑξῆς:«Αἱρετικο δέ ὀνομάζονται ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ἡ διαφορά παρευθύς καί ἀμέσως εἶναι περί τῆς εἰς Θεόν πστεως, ἤτοι οἱ κατά τήν πίστιν καί τά δόγματα χωρισμένοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί παντελῶς ἀπομεμακρυσμένοι»[3]. Οἱ ἅγιοι Πατέρες θεωροῦν τούς αἱρετικούς, πού ἐπιμένουν στν αἵρεσ τους, ὡς «ἀκαθάρτους», «ἀντιπάλους Χριστοῦ», «ἱεροσύλους καί ἁμαρτωλούς», «ἀντικειμένους (τῷ Χριστῷ) τουτέστι πολεμίους καί ἀντιχρίστους», «τούς ὁποίους ὁ Κύριος πολεμίους καί ἀντιπάλους ὀνομάζει στά Εὐαγγέλια»[4], «νεκρούς»[5], «ἐχθρούς τῆς ἀληθείας»[6]. Κατά τόν Γεώργιο Σχολάριο, αἱρετικός εἶναι καθένας, πού κατ'εὐθείαν ἤ πλαγίως πλανᾶται σχετικά μέ κάποιο ἀπ τ ἄρθρα τῆς Πίστεως. Ἐπιπλον, αἱρετικός εἶναι αὐτός, πού παρεκκλίνει, ἔστω καί σέ κάτι μικρ, ἀπό τήν ὀρθή πστη. Ὁ ἅγιος Ταρσιος λγει ὅτι «τό ν ἁμαρτνει κανες στ δγματα εἴτε αὐτ εἶναι μικρά εἴτε μεγλα, εἶναι τό ἴδιο˙ γιατ ἐξαιτας κα τῶν δο ὁ νμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται». Τέλος, ὁ Μέγας Φτιος προσθτει  ὅτι «τό ν παρεκκλνει κανες ἔστω κα λίγο στά περί τῆς πστεως, ἰσοδυναμεῖ μ τό ν ἁμαρτνει θανάσιμα»[7].
Ἐπσης, ἡ αἵρεση χαρακτηρίζεται ὡς «πλάνη» καί «φαυλότης», ἡ ὁποία φρνει τν ὄλεθρο[8], ὡς «στρεβλότης»[9], ὡς «ἐλεεινή πλάνη», στήν ὁποία «κατεδέθησαν» οἱ αἱρετικοί[10], ὡς «μεμιασμένη κοινωνία»[11] καί ὡς «ρζα πικρας ἄνω φύουσα», ἡ ὁποία «ἔγινε μίασμα στήν καθολική Ἐκκλησία, ἡ αἵρεσις τῶν χριστιανοκατηγόρων»[12]. Ἡ αἵρεση, «ἐπειδή ἐγκαταλείπει» ἀμσως ἤ ἐμμέσως «τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ» καταντᾶ «κεκρυμμένη εἰδωλολατρία»[13] καί ἀθεΐα καί γι’αὐτό αὐτός, πού τήν ἀκολουθεῖ, «πρέπει νά βγεῖ ἔξω ὡς ξένος καί νά ἐκπέσει ἀπό τόν χριστιανικό κατάλογο»[14]. Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος κάνει λόγο γιά «αἱρσεις ἀπωλείας»[15]. Ἡ αἵρεση ὀνομάζεται καί ἀδικία, διότι ἀδικεῖ καί παραβαίνει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται στς Ἅγιες Γραφές. Ὁ μισθός καί ἡ πληρωμή, πού ἀνταποδίδει σ’αὐτούς, πού τήν ἀκολουθοῦν, εἶναι ἡ φθορά, μέ τήν ὁποία αὐτοί καταφθείρονται ἀπό τίς ἡδονές[16]. Ἡ αἵρεση εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία. Λέγει ὁ Μέγας Βαρσανούφιος ὅτι οἱ αἱρσεις εἶναι δόγματα τῶν ἑλλνων (εἰδωλολατρῶν), ματαιολογίες ἀνθρώπων, πο νομζουν  ὅτι κάτι εἶναι, καί ρήματα ἀργῶν ἀνθρώπων. Τίς αἱρσεις γέννησε ἡ πλάνη. Μποροῦμε νά τίς ἀναγνωρίσουμε ἀπό τούς καρπούς τους, πού εἶναι ἡ φυσίωση, ἡ ἐξουδένωση, ἡ χαύνωση, ἡ ἀμέλεια, τό πρόσκομμα, ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ νμου ἤ καλύτερα τοῦ νομοθέτου Θεοῦ. Εἶναι οἰκητήριο δαιμόνων καί τοῦ ἄρχοντς τους διαβόλου. Δέν φέρνουν στό φῶς, ἀλλά στό σκότος. Δέν προτρέπουν σέ φόβο Θεοῦ, ἀλλά στήν κατά διάβολον προκοπή. Δέν γλυτώνουν ἀπό τόν βόρβορο, ἀλλά καταποντίζουν σ’αὐτόν. Αὐτές εἶναι τά ζιζάνια, πο ἔσπειρε ὁ ἐχθρός στόν ἀγρό τοῦ οἰκοδεσπότου. Αὐτές εἶναι τά ἀγκάθια, πού φύτρωσαν στήν καταραμένη ἀπό τόν Δεσπότη Θεό γῆ. Εἶναι ψεῦδος, σκότος, πλάνη, κα ἀλλοτρίωση Θεοῦ[17].
Ἄν οἱ ἠθικς ἁμαρτες χωρζουν τόν ἄνθρωπο ἀπ τόν Θε, ἀκμη περισστερο ἡ αἵρεση. Ἡ αἵρεση εἶναι ψμα κα βλασφημα ἐναντον τοῦ σεσαρκωμνου Λγου, τοῦ Θεανθρπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ αἵρεση δημιουργεῖται ὡς πνευματικ πλνη κα διαμορφνεται ὡς ἰδεολογα, πο ἐναντινεται στν Ἀλθεια, μηδενζοντας τή δυναττητα ἁγιτητος κα σωτηρας. Ὅπως μι ἀρρστια δν βλπτει μνο τό ἄρρωστο ὄργανο, ἀλλ ὁλκληρο τόν ὀργανισμ, μ τόν ἴδιο τρπο κα ἡ αἵρεση, ἐφσον δηλητηριζει κποια μλη τῆς Ἐκκλησας, προκαλεῖ πνο σ ὁλκληρο τό σῶμα της κα τό βλπτει. Οἱ αἱρέσεις, λοιπόν, εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα καί ἔργα τοῦ Διαβόλου, πλανοῦν τούς ἀνθρώπους καί τούς ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια, στό ἀντίπαλο τοῦ Χριστοῦ στρατόπεδο, δηλ. στήν κόλαση μαζί μέ τούς δαίμονες, διότι προβάλλουν ἕναν κίβδηλο, νοθευμένο, παραμορφωμένο καί στρεβλωμένο Χριστό.
Ἡ αὐστηρτητα αὐτὴ τοῦ Κυρου, τῶν Ἀποστλων καὶ τῶν Ἁγων Πατέρων δὲν ἔχει, βεβαίως, δικανικ καί τιμωρητικὸ χαρακτρα, ἀλλά καθαρά παιδαγωγικ καί φιλανθρωπικὸ. Ἀποβλπει στὸ νὰ ἐξασφαλσει τὴν σωτηρα στὰ μλη τῆς Ἐκκλησας, νὰ μὴν παρασυρθοῦν καὶ προσχωρσουν στὶς αἱρσεις. Σὲ ὅσους βρσκονται μσα στὶς αἱρσεις, εἴτε ἐκ καταγωγῆς καὶ γεννσεως, εἴτε μὲ ἐθελοσια προσχρηση, ἡ Ἐκκλησία μεταφρει τὸ μνυμα νὰ μὴν ἐπαναπαυθοῦν πώς μποροῦν δῆθεν καὶ ἐκεῖ νὰ σωθοῦν, ὅπως διακηρσσουν πολλοὶ οἰκουμενιστὲς ὀρθδοξοι θεολγοι καὶ κληρικο, οἱ ὁποῖοι φθνουν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ ἀποτρπουν τὴν προσλευση ἑτεροδξων στὴν Ὀρθδοξη Ἐκκλησα. Ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπλεια τῆς σωτηρας. Ὑπρχει ἕνα μνο ἐργαστριο τῆς σωτηρας, ἡ Ἐκκλησία. Δὲν ὑπρχουν παρλληλα ἐργαστρια καί ἄλλοι χῶροι, ὅπου μπορεῖ κποιος νὰ σωθεῖ.
Γι'αὐτν τόν λγο, κθε φορ πο ἐμφανιζταν μία φοβερή αἵρεση, ἡ ὁποα ἀπειλοῦσε τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησας, οἱ Ἅγιοι Πατέρες σάλπιζαν, συνήγειραν τόν εὐσεβῆ κλῆρο καί λαό, συνρχονταν καί συγκροτοῦσαν Οἰκουμενικς κα Τοπικς Συνόδους, κατεδίκαζαν τά αἱρετικά φρονήματα, διετύπωναν μέ κρυστάλλινη διαύγεια τά δόγματα, ἀναθεμτιζαν καί ἀφόριζαν κα τήν αἵρεση κα τούς αἱρετικος, οἱ ὁποῖοι τήν ὑπερσπιζαν, ἀσφάλιζαν τήν ποίμνη, καθιστώντας την «λύκοις ἀνεπίβατον». Μ τόν τρπο αὐτ, ἀπκοπταν ἀπ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησας κα τήν αἱρετικ διδασκαλα κα αὐτος, πο τήν προωθοῦσαν. Ἡ Ἐκκλησα, μέ τούς μεγλους κα φωτισμνους Ἁγίους Πατρες, ὁριοθτησε κα περιχαρκωσε τήν Ὀρθδοξη πστη μ ἀποφσεις Τοπικῶν κα Οἰκουμενικῶν Συνδων γι συγκεκριμνες ἀμφισβητομενες διδασκαλες, ἀλλ κα μ τήν συμφωνα τῶν Πατρων γι τό σνολο τῶν θεμτων τῆς πστεως. Εἴμαστε πλον ἀσφαλεῖς, ὅταν ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατρες κα δν μετακινοῦμε τά ὅρια, πο ἐκεῖνοι ἔθεσαν. Τό «ἑπμενοι τοῖς ἁγοις πατρᾶσι» κα τό «μ μεταρειν ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατρες ἡμῶν» ἀποτελοῦν σταθερ γραμμ πορεας κα ἀσφαλιστικ δικλεδα τῆς Ὀρθοδξου πστεως κα ζωῆς. Ἔτσι, δικαιολογοῦνται ἀπολτως οἱ ἀγῶνες τῶν ἁγων Πατρων ὑπρ τῆς Ὀρθοδοξας κα ἐναντον τῶν αἱρσεων κα τῶν αἱρετικῶν, ὡς διασφλιση τῆς σωτηρας τοῦ ἀνθρπου.
Φυσικά, οἱ Ὀρθόδοξοι, μαζί μέ τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἅγιες Συνόδους, ἀπορρίπτουμε καί ἀναθεματίζουμε ὅλες τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς, πού παρουσιάσθηκαν κατά τήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ἐκκλησίας μέχρι καί σήμερα. Τόν Ἀρειανισμό μέ τά κατάλοιπά του τόν Ἱεχωβισμό καί τόν Χιλιασμό, τήν Πνευματομαχία, τόν Νεστοριανισμό, τόν ἀκραῖο καί μετριοπαθῆ Μονοφυσιτισμό, τόν Μονοθελητισμό, τόν Μονοενεργητισμό, τήν Εἰκονομαχία, τόν Ἀντιησυχασμό, τόν Παπισμό, τόν Προτεσταντισμό μέ τίς ποικίλες παραφυάδες του καί τήν παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ τίς διάφορες ἀρχές καί θεωρίες του.
Ἡ σατανοκνητη κα δυσδης παναρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ υἱοθετεῖ κα νομιμοποιεῖ ὅλες τς αἱρέ­σεις ὡς «ἐκκλησες» κα προσβλλει τήν μοναδικότητα, τήν ἀποκλειστικότητα καί τό δγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγας, Καθολικῆς κα Ἀποστολικῆς Ἐκκλησας. Ἀνα­πτύσσεται, πλον, διδσκεται κα ἐπιβλλεται ἀπ Οἰκουμενιστς νο δγμα περ Ἐκκλησας, να ἐκκλησιολογα, σμφωνα μ τήν ὁποῖα καμμα αἵρεση, οὔτε καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δν δικαιοῦνται ν διεκδικσουν ἀποκλειστικ γι τόν ἑαυτ τους τόν χαρακτρα τῆς καθολικῆς κα ἀληθινῆς Ἐκκλησας. Κθε αἵρεση, ἀκόμη καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἕνα κομμτι, ἕνα μρος αὐτῆς τῆς νέας «ἐκκλησίας» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί ὄχι ὁλκληρη ἡ Ἐκκλησα. Ὅλες μαζ οἱ αἱρέσεις καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελοῦν τή νέα οἰκουμενιστική Ἐκκλησα.
Μ τόν Οἰκουμενισμ ππτουν ὅλα τά ὅρια, πο ἔθεσαν οἱ ἅγιοι Πατρες. Δν ὑπάρ­χει πλον ὁριοθετικ γραμμ μεταξ αἱρσεως κα Ἐκκλησας, μεταξ ἀληθεας κα πλνης. Οἱ αἱρσεις εἶναι «ἐκκλη­σίες» καί θεωροῦνται τρα ὡς «ἀδελφς ἐκκλησες», στς ὁποῖες ἀπ κοινοῦ μ τν Ὀρθδοξη Ἐκκλησα ἀνέθεσε ὁ Θες τήν φροντδα γι τήν σωτηρα τῶν ἀνθρώπων. Στά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διδάσκεται ὅτι ὑπρχει κα στς αἱρσεις ἡ Χρις τοῦ Παναγου Πνεματος, γι' αὐτ κα τό βπτισμ τους, ὅπως κα ὅλα τά ἄλλα μυστρια εἶναι ἔγκυρα. Ἰσχυρζονται ἐσφαλμνως οἱ Οἰκουμενιστς ὅτι ὅσοι ἔχουν βαπτισθεῖ, σ ὁποιαδήποτε αἵρεση κι ἄν ἀνκουν, εἶναι μλη τοῦ Σματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς «ἐκκλησας», κα ὅτι οἱ ἀρς κα τά ἀναθματα τῶν Συνδων δν ἰσχουν κα πρπει ν διαγραφοῦν ἀπ τά λειτουργικ βιβλα. Ἡ συμμετοχή, καί συστγαση ἔστω καί γιά τήν ἀντιμετώπιση κοινωνικοπολιτικῶν θεμάτων τῆς Ὀρθοδξου Ἐκκλησας μσα στ λεγμενο «Παγκό­σμιο Συμβολιο Ἐκκλησιῶν»-αἱρέσεων μαζί μέ τίς αἱρετικές προτεσταντικές παραφυάδες καί τούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες-Ἀντιχαλκηδονίους ἰσοδυναμεῖ οὐσιαστικά μέ ἀπομείωση τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογικῆς μας αὐτο­συνειδησίας, διότι ἀφαιρεῖται τό δόγμα περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τό δόγμα «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»[18].καί ταυτοχρόνως παρέχεται ἄλλοθι στούς αἱρετικούς νά ἐμμένουν στήν φρικώδη πλάνη τους.  
 Ὅλες οἱ ὄντως Συνόδοι τῆς Ἐκκλησίας, κατεδίκασαν καὶ ἀνεθεμάτισαν τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς.[19]. Καί ἑπομένως δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τήν δῆθεν ὕπαρξι «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν» διότι εἶναι ἀντιφατικό καί ἀπαράδεκτο, διότι, ἄν ὁμιλοῦμε περί Ἐκκλησίας, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη, καί, ἄν ὁμιλοῦμε περί ἑτεροδόξης, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίδεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Δομήτορά Της Κύριο, μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του, τόν οὐρανοβάμονα θεῖο Παῦλο, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι «…αὐτὸν (τόν Χριστόν) ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πντα τῇ ἐκκλησ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλρωμα τοῦ τὰ πντα ἐν πᾶσι πληρουμνου»[20]. Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτερόδοξης Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου Χριστοῦ. Εἶναι παραλογισμός νά ἔχεται ἀληθείας ταυτόχρονα ἡ πίστη, πού τό στόμα τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, μᾶς παραδίδει, ὅτι «ἐν τῷ ἅδει οὐκ ἔστι μετάνοια», σχολιάζοντας τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, καί ἡ ὕπαρξη ἑνός ἄλλου σώματος Χριστοῦ μέ κεφαλή τόν Ἴδιο, πού διδάσκει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα ὅπως ἡ ψευδοεκκλησία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν πού ἀθεολόγητα καί κακόδοξα διδάσκει γιά τήν δῆθεν ὕπαρξη τοῦ καθαρτηρίου πυρός καί τήν δῆθεν δυνατότητα καθαρισμοῦ στόν Ἅδη. Γι’αὐτό καί ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὅπως διακήρυξε μέ τό κείμενό της ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ πρόσφατα, ἀρνεῖται κάθε ὀνοματοδοσία τῶν αἱρέσεων ὡς Ἐκκλησιῶν.
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Μπροστά στόν ἐμφανῆ καί σοβαρότατο αὐτόν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων, ἄς φροντίσουμε νά μήν μολυνθοῦμε καί μιανθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποφεύγοντας κάθε ἠθελημένη, σχεδιασμένη καί προσευχητική ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Ἄς ἀφυπνιστοῦμε ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν ἀδιαφορία μας. Μή μένουμε προσκολημένοι μόνο στά ὑλικά ἀγαθά, στά χρήματα, τά κτήματα, τήν σάρκα καί τίς βιωτικές μέριμνες καί ἀγωνίες. Ἄς κρατήσουμε τήν πίστη μας, τήν Ὀρθοδοξία, γιά νά μήν χάσουμε, μαζί μέ τήν πρόσκαιρη ἐθνική μας πατρίδα, καί τήν αἰώνια, τήν ἀληθινή πατρίδα μας, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί τέλος, ἄς πέσουμε στά γόνατα καί ἄς προσευχόμαστε στόν Χριστό νά καταπαύσει τήν τρικυμία, νά καταστείλει τίς ἐπαναστάσεις τῶν αἱρέσεων καί νά ἐπισυναγάγει ὅλους τούς πεπλανημένους καί αἱρετικούς μέσα στήν Ἁγία Του Ἐκκλησία, γιατί μόνο αὐτό συνιστᾶ τήν ἀληθινή ἕνωση καί πραγματώνει τήν Ἀρχιερατική Του προσευχή γιά ὅλους τούς μαθητάς Του «ἵνα ὦσι ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ἰω. 17,22).         
Ἔτη πολλά καί εὔδρομος ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
Μετά πατρικῶν εὐχῶν
Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ



[1] Πρξ. 4, 14.
[2] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ΙΓ΄ Κανν τῆς ΑΒ΄ Συνδου, ἐκδ. Β. Ρηγπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 357.
[3] Ὅ. π., σσ.  587-590.
[4] Ὁ. π., Κανών Καρχηδόνος, σ. 368.
[5] Ὁ. π., Ἁγίου Ἀθανασίου λθ΄ ἑορταστική ἐπιστολή, σ. 583. 
[6] Ὁ. π., Α΄ Κανών τῆς ΣΤ΄, σ. 217.
[7] Ὁ. π., σσ. 587-588.
[8] Ὁ. π., νζ΄ Καρθαγένης, σ. 491.
[9] Ὁ. π., Κανών Καρχηδόνος, σσ. 368-369.
[10] Ὁ. π., ξστ΄ Καρθαγένης, σσ. 495-496.
[11] Ὁ. π., ξθ΄ Καρθαγένης, σ. 498.
[12] Ὅ., π., ιστ΄ Ζ΄Οἰκ. Συν., σ. 335.
[13] Ὅ. π., λε΄ Λαοδικείας., σ. 433.
[14] Ὅ. π., α΄ ΣΤ΄Οἰκ. Συν., σ. 218.
[15] Β΄ Πέτρ. 2, 1.
[16] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά καθολικάς ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 392.
[17] Τοῦ ἰδίου, Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 283-284.                     
[18] Ἐφ. 4, 5.
[19] Ὅ.π., παράγραφος 6
[20] Ἐφ.  1, 17-23

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Βγάλτε ποιμαντορικές εγκυκλίους γι’ αυτούς τους "χριστιανούς" που συνεχίζουν να σας πιστεύουν ότι θα τους πάτε στον παράδεισο...
Δεν φταίτε εσείς, αλλά αυτοί που εξακολουθούν και σας στηρίζουν.
Ομοιος στον όμοιο.