ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΑΙ -- Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

1. Στὴν Ὀρθοδοξία ἡ ἀντίθεση—καὶ σύγκρουση— πίστεως (ἢ Θεολογίας) καὶ ἐπιστήμης δὲν εἶναι αὐτονόητη. Πρόκειται γιὰ ψευδοπρόβλημα, διότι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία στὴν αὐθεντική της ἔκφραση καὶ πραγμάτωση εἶναι ἐπιστήμη, μὲ διαφορετικὸ ὅμως γνωστικὸ ἀντικείμενο. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι ἐπιστήμη καὶ μάλιστα θετική, διότι ἔχει γνωστικὸ ἀντικείμενο καὶ χρησιμοποιεῖ ἐπιστημονικὴ μέθοδο. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση διακρίνονται δυὸ γνώσεις ἢ σοφίες (Ἀπόστολος Παῦλος, Ἰάκωβος Ἀδελφόθεος ὡς τὸν Γρηγόριο Παλαμὰ καὶ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη κ.λπ). Ὑπάρχει ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου (=Θεός) καὶ ἡ γνώση τοῦ κτιστοῦ (=ὁ κόσμος ὡς κτίση καὶ δημιουργία). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ (θεογνωσία) εἶναι ὑπερφυσικὴ καὶ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ἡ γνώση τοῦ κόσμου εἶναι φυσικὴ καὶ ἀποκτᾶται μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. Μέθοδος τῆς θείας γνώσης εἶναι ἡ νήψη —κάθαρση τῆς καρδιᾶς (Ψαλμ. 50,12 –Ματθ. 5,8). Θεολογία λοιπὸν εἶναι ἡ γνωσιολογία καὶ γνώση τοῦ ἀκτίστου. Ἐπιστήμη ἡ γνωσιολογία καὶ γνώση τοῦ κτιστοῦ. Ἡ γνώση στὴν ἐπιστήμη τῆς πίστεως ὀνομάζεται θέωση καὶ εἶναι ὁ μόνος σκοπὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅλα τὰ λοιπὰ εἶναι μέσα πρὸς αὐτὸ τὸ τέλος. Οἱ δυὸ γνωσιολογίες, κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ἐργάζονται μὲ διαφορετικὰ ὄργανα καὶ γιʼ αὐτὸ τὰ μεταξύ τους ὅρια εἶναι εὐδιάκριτα. Ὄργανο τῆς ἐπιστήμης τῆς πίστεως δὲν εἶναι ἡ διάνοια, ἀλλὰ ἡ καρδιά, ποὺ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὴν ἐνοίκηση τοῦ ἀκτίστου, ὅταν ἡ καρδιὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ μπορεῖ νὰ ἀναπτύξει, ὡς ὑπερφυσικὸ ὄργανο τοῦ ἀνθρώπου, τὴν νοερή της λειτουργία (=ἐνέργεια τοῦ νοῦ στὴν καρδιά). Ἡ παρατήρηση καὶ τὸ πείραμα, βασικὲς παράμετροι τῆς ἐπιστημονικῆς μεθόδου, ὑπάρχουν καὶ στὴν ἐπιστήμη τῆς πίστεως. Στὴν ἡσυχαστικὴ μέθοδο θεογνωσίας ὑπάρχει ἡ παρατήρηση
ὡς θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός – τῆς θείας ἄκτιστης ἐνέργειας καὶ τὸ πείραμα ὡς δυνατότητα ἐπανάληψης αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, ποὺ εἶναι κοινὴ σʼ ὅλους τοὺς ἐπιστήμονες τῆς πίστεως, δηλ. τοὺς Ἁγίους. Ὅ,τι συνεπῶς εἶναι γιὰ τοὺς φυσικοὺς ἐπιστήμονες τὸ τηλεσκόπιο ἢ τὸ μικροσκόπιο, γιὰ τοὺς ἐπιστήμονες τῆς πίστεως εἶναι ἡ «καθαρὰ καρδία», ποὺ γίνεται ἕνα εἶδος «θεοσκοπίου». Ἡ Θεολογία, ὡς λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ, μʼ αὐτὴν τὴν προϋπόθεση, λειτουργεῖ ὡς θετικὴ ἐπιστήμη καὶ ὄχι ὡς μεταφυσική, στοχαστικὴ δηλ. θεολόγηση. Οἱ φυσικὲς ἐπιστῆμες ἐπιδιώκουν τὴν θέαση τοῦ μακροκόσμου καὶ τοῦ μικροκόσμου. Ἡ ἐπιστήμη τῆς πίστεως στοχεύει στὴν θέα(ση) τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀκτίστου φωτός, δηλαδὴ στὴν θέωση.
2. Μὲ δεδομένη λοιπὸν τὴν ὕπαρξη κατὰ τὴν Ὀρθοδοξία δύο γνώσεων εἶναι ἀδύνατη ἡ σύγκρουση Ὀρθοδοξίας καὶ Ἐπιστήμης. Ἡ σύγκρουση ἀποφεύγεται, διότι ἔργο τῆς ἐπιστήμης εἶναι ἡ γνώση τῆς οὐσίας καὶ τῶν μηχανισμῶν λειτουργίας τῶν ὄντων. Ἔργο ὅμως τῆς Θεολογίας εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ τους. Οἱ φυσικὲς ἐπιστῆμες ἀσχολοῦνται μὲ τὸ πώς· ἡ Θεολογία μὲ τὸ ποιὸς καὶ γιατί (τελολογία). Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων (τῶν ἐπιστημόνων τῆς πίστεως) εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουν ἐπιστημονικὰ λάθη, σὲ σχέση μὲ τὰ συνεχῶς ἀνανεούμενα πορίσματα τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Θεολογικὰ λάθη ὅμως δὲν ἔχουν. Ὁ θεούμενος—ὁ Ἅγιος, γνωρίζει τοὺς λόγους τῶν ὄντων, τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξής τους καὶ τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ διερεύνηση ὅμως, ὅπως εἴπαμε, τῆς οὐσίας καὶ τῆς λειτουργίας τους εἶναι ἔργο τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Ἡ Θεολογία, λοιπόν, μᾶς γνωρίζει τὸν Θεὸν καὶ τὸν κόσμο ὡς δημιούργημά Του καὶ ὄχι τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, ποὺ εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς στὴν Γραφὴ διδάσκει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό Του καὶ ὄχι τὴν (ἐπιστημονικὴ γνώση) γιὰ τὴν κτίση. Στὴν Γραφὴ μαθαίνουμε ποιὸς εἶναι ὁ Θεός, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀγάπη Του. Ἔτσι, στὰ ἐπιστημονικὰ θέματα ὑπάρχει δυνατότητα ἀλλαγῆς γνώμης μὲ βάση τὰ νέα πορίσματα. Στὰ σωτηριολογικὰ ὅμως θέματα οὐδεμία ἀλλαγὴ εἶναι δυνατή, διότι ἡ μέθοδος σωτηρίας – θέωσης εἶναι διαιώνια ἀμετάβλητη. Οἱ Πατέρες (Προφῆτες , Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι) ὅταν κατέχουν καὶ τὴν ἀνθρώπινη σοφία (π.χ. Μ. Βασίλειος), γνωρίζουν τὶς ἐπιστημονικὲς θεωρίες τῆς ἐποχῆς τους, τὶς ὁποῖες ὅμως ἐρευνοῦν μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς Θεολογίας τους, ἀφοῦ σκοπός τους δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἐπιστημονικὴ γνώση, ἀλλὰ ἡ καθοδήγηση τῶν πνευματικῶν τους τέκνων πρὸς τὴν σωτηρία καὶ ἡ προστασία τους ἀπὸ γνώση, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμποδίσει τὴν πορεία τους πρὸς τὴν θεογνωσία. Ἡ διάθεση ὅμως στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν εἶναι a priori πολεμικὴ καὶ ἀπορριπτική, ἀλλὰ ἁπλῶς ποιμαντικὴ καὶ προστατευτική.
3. Ἀπὸ τὰ παραπάνω συνάγεται ὅτι οἱ φυσικὲς ἐπιστῆμες σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις καὶ πραγματώσεις τους, συνιστοῦν ἀλληλοσυμπληρούμενες ὄψεις στὴν θέαση τῆς φυσικῆς πραγματικότητας. Ἡ ὀπτικὴ ὅμως τῆς πατερικῆς Θεολογίας εἶναι διαφορετική, ὅπως ἀποδεικνύει τὸ πατερικὸ παράδειγμα. Ὁ καθηγητής – ἐπιστήμονας στὴν γνώση τοῦ ἀκτίστου εἶναι ὁ πνευματικὸς πατέρας («καθηγητὴς τῆς ἐρήμου» ὀνομάζεται ὀρθόδοξα), ποὺ πρέπει νὰ ἔχει τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ἀρχὴ λειτουργεῖ ἡ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ κέντρο τὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους. Τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν ἐμπιστεύεται τὴν γνώση τῶν θεουμένων, ὅπως οἱ ἐ πιστήμονες τὴν γνώση καὶ ἀξιοπιστία τῶν εἰδικῶν τοῦ χώρου τους. Σ᾽ αὐτὴ τὴν συνάφεια φαίνεται καὶ ἡ ὀρθόδοξη σημασία τοῦ δόγματος. Ἡ διδασκαλία τῆς πίστεως (αὐτὸ εἶ ναι τὸ δόγμα ὡς ἐμπειρία τῶν Ἁγίων) εἶναι τὸ ἐπιστημονικὸ ἐγχειρίδιο τοῦ ἐπιστήμονος τῆς θεώσεως καὶ λειτουργεῖ ὡς ὁδηγὸς τῶν ἄλλων πρὸς τὴν θέωση. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι τόσο δογματική, ὅσο καὶ ἡ ἐπιστήμη. Δόγματα τῆς ἐπιστήμης μὲ τὴν κοσμικὴ κατανόησή τους εἶναι τὰ ἀξιώματά της. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, κατὰ τὸν Marc Bloch, καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα εἶναι «προκατειλημμένη», ὄχι μόνο ἡ Θεολογία. Χωρὶς ὅμως αὐτὴ τὴν ἑκατέρωθεν «προκατάληψη» δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ πρόοδος τῆς διπλῆς αὐτῆς ἐπιστήμης.
4. Ἡ ἁγιότητα, ἔτσι, δὲν εἶναι ἐμπόδιο στὴν ἐπιστημονικὴ γνώση. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ἄλλωστε ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Σοφ. Σερ. 38, 6) ὁμολο-
γεῖται: Ὁ Θεὸς «ἔδωκεν ἀνθρώποις ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ». Τίποτε δὲν ἀποκλείει ὀρ θόδοξα, τὴν δυνατότητα νὰ εἶναι κάποιος κάτοχος καὶ τῶν δύο ἐπιστημονικῶν γνώσεων, ὅπως συμβαίνει στοὺς μεγάλους Πατέρες καὶ Μητέρες τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸ ψάλλει ἡ Ὀρθοδοξία στὶς 25 Νοεμβρίου γιὰ τὴν μεγάλη μαθηματικὸ τοῦ 3ου αἰώνα, Ἁγία Αἰκατερίνη: «Τὴν ἐκ Θεοῦ σοφίαν λαβοῦσα παιδιόθεν, ἡ Μάρτυς, καὶ τὴν ἔξω σοφίαν καλῶς πᾶσαν μεμάθηκε». Ἀντίθετα, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει θρησκειοποιημένη ἢ ἰδεολογικοποιημένη πίστη (στὰ διάφορα θρησκεύματα τοῦ κόσμου), Θρησκεία καὶ Ἐπιστῆμες χρησιμοποιοῦν τὸ ἴδιο ὄργανο, τὴν διάνοια – λογική, καὶ ἔτσι ἀναπότρεπτα θὰ ἔλθουν σὲ σύγκρουση, διότι τὶς θέσεις τῆς θρησκείας δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ, ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα, ἡ λογική, ἐνῶ τὰ πορίσματα τῆς ἐπιστήμης δὲν μπορεῖ νὰ τὰ δεχθεῖ ἡ θρησκεία, ὅταν αὐτὰ συγκρούονται μὲ θέσεις τῆς  θρησκείας ἢ τῆς θρησκειοποιημένης πίστης, ποὺ θεωροῦνται ἐπιστημονικά. Τὸ πρόβλημα δὲ γιὰ τὴν θρησκεία ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ἱερῶν βιβλίων (π.χ. Ἁγίας Γραφῆς ἢ Κορανίου) ὡς ἐπιστημονικοῦ συγγράμματος. Γίνεται λοιπὸν κατανοητό, γιατί στὴν Ὀρθοδοξία, ὅταν εἶναι Ὀρθοδοξία, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὑπάρξει περίπτωση Γαλιλαίου. Ἡ ἀρνητικὴ στάση τῶν ὀρθοδόξων λογίων κατὰ τοῦ κοπερνικείου συστήματος, τὸν 18ον αἰ. , δὲν ἦταν ἀπόρροια πατερικότητας, ἀλλὰ δυτικῶν ἐπιρροῶν (σχολαστικῶν τάσεων), βιβλικισμοῦ ἢ ἀναμονῆς τῶν ἐξελίξεων τῆς ἐπιστήμης (Εὐγένιος Βούλγαρης). Ἀντίθετα ἡ σύγκρουση Πίστεως καὶ Ἐπιστήμης εἶναι ὄχι μόνο δυνατή, ἀλλὰ καὶ φυσιολογική, ὅταν τὰ πορίσματα τῆς ἐπιστήμης κρίνονται μὲ μεταφυσικὰ κριτήρια, ἢ ἡ διαδασκαλία τῆς Πίστεως προσεγγίζεται μὲ βάση τὶς ἀρχὲς καὶ τὰ πορίσματα τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, δηλαδὴ μὲ κριτήρια ἄλλου χώρου. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ μὲν ἐπιστήμη θεολογεῖ, (ὁπότε αὐτοκαταργεῖται), ἡ δὲ πίστη μεταβάλλεται σὲ φυσικὴ ἐπιστήμη (ὁπότε ἀλλοτριώνεται). Αὐτὸ συνέβη ἔντονα στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη, ὅταν ἡ ὡρίμανση τῆς Φυσικῆς καὶ γενικὰ τῶν Θετικῶν Ἐπιστημῶν ἐγκατέλειψε τὸ ἀριστοτελικὸ κοσμοείδωλο καὶ τὴν μεθοδολογία του, ἐνῶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπέμενε σʼ αὐτά. Προεκτάσεις τοῦ δυτικοῦ προβληματισμοῦ καὶ συνεπῶς καὶ συγκρούσεις (μᾶλλον διενέξεις) εἴχαμε καὶ στὴν δυτικὰ σκεπτομένη Ἀνατολή.
5. Στὴν συνάντηση Θεολογίας καὶ Ἐπιστήμης ἔγιναν τραγικὰ λάθη καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρές, ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἑκατέρωθεν ἀπολυτότητα καὶ ἀπομόνωση. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπέμεινε στὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, χωρὶς ἀναφορὰ στὴν πατερικὴ ἑρμηνεία της. Μετὰ τὴν περίπτωση τοῦ Γαλιλαίου, ἐξ ἄλλου, καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρές, ἡ σύγκρουση ἐθεωρεῖτο δεδομένη. Θύμα τῆς ἀντίληψης αὐτῆς τὸν 20ον αἰώνα ὁ πάστορας Lemaitre καὶ ἡ «περὶ Μεγάλης Ἐκρήξεως» θεωρία του, ποὺ ἀποκρούστηκε ὡς ἀνακάλυψη κληρικοῦ. Συχνά, ἐξ ἄλλου, στὴν σύγκρουση ὁδηγοῦσε ἡ διαφορὰ στὴν χρησιμοποιούμενη ἑκατέρωθεν γλώσσα. Ὁ βιβλικι σμὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἦλθε συχνὰ ἀντιμέτωπος μὲ τὸν λογικισμὸ (λογοκρατία) τῶν φυσικῶν ἐπιστημόνων. Ἡ θεμελίωση τῆς νοησιαρχίας στὴν Εὐρώπη ἀρχίζει μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο (“credo, ut intelligam”) καὶ κορυφώνεται μὲ τὸν Καρτέσιο (“cogito, ergo sum”). Ἡ προτεραιότητα δίνεται στὴν διάνοια, ἀκόμη καὶ στὸν χῶρο τῆς Πίστης. Ὁ Θεός, τελικά, νοεῖται ὡς γνωστικὸ «ἀντικείμενο», ποὺ «συλ λαμβάνεται» μὲ τὴν δύναμη τῆς διάνοιας, ἡ ὁποία καταξιώνεται σὲ κύριο συστατικό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
6. Εἶναι ἐν τούτοις γεγονός, ὅτι ἡ ἐπιστήμη στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη προῆλθε ἀπὸ τὴν Θεολογία. Ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς Πατέρες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Καρτέσιο, τὸν Λάϊμπνιτς, τὸν Νεύτωνα, ποὺ ἦσαν καὶ θεολόγοι. Ἡ πίστη στὸν Θεό, συνεπάγεται τὴν ἀναγνώριση λογικότητας στὴν δημιουργία, ποὺ ἔτσι προσφέρεται γιὰ ἔρευνα. Ἀργότερα ὅμως τὸ «παιδί» ἐπαναστάτησε κατὰ τῆς μητέρας καὶ οἱ δρόμοι τους χώρισαν. Αὐτὸ ὅ μως δὲν συνέβη στὴν πατερικὴ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς, στὴν ὁποία ὄχι μόνο συμπορεύθηκαν ἐπιστήμη καὶ Θεολογία, ἀλλὰ καὶ ἡ Θεολογία ἀποδείχθηκε ἐνισχυτικὴ στὴν ἀληθινὴ πρόοδο τῆς Ἐπιστήμης. Ἀρκοῦν μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, PG, 29, 3–208) καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης (Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG, 44,124–256). Ὁ Μέγας Βασίλειος δέχεται ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ δημιουργὸ Θεό: «Εἰ οὖν ἀρχὴν ἔχει ὁ κόσμος καὶ πεποίηται, ζήτει τὶς ὁ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν δοὺς καὶ τὶς ὁ ποιητής». Ἀλλὰ σʼ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση ὁδηγεῖ καὶ ἡ θεωρία τοῦ Big Bang. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (PG 44, 77D) προσδιορίζει τὴν «ἀρχή»: «Τὰ πάντα ἦν ἐν πρώτῃ τοῦ Θεοῦ περὶ τὴν κτίσιν ὁρμὴ (=κίνηση), οἱονεὶ σπερματικῆς τινὸς δυνάμεως πρὸς τὴν τοῦ παντὸς γένεσιν καταβληθείσης, ἐνεργεία δὲ τὰ καθʼ ἕκαστον οὔπω ἦν». Θὰ μποροῦσε ὁ Γρηγόριος νὰ ὀνομασθεῖ προφήτης τῆς θεωρίας τῆς Μεγάλης Ἔκρηξης, ἀφοῦ ἡ «σπερματικὴ δύναμη» μπορεῖ νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν «ὑπερσυμπυκνωμένη μάζα» τῆς σύγχρονης θεωρίας. Ὁ Μέγας Βασίλειος (PG 29,36B) δέχεται μία ἐξελικτικὴ πορεία στὴν κτίση, παρουσιάζοντας τὴν «πρώτη ἀρχή», «ὠδίνουσαν μὲν τὴν πάντων γένεσιν, διὰ τὴν ἐναποτεθεῖσαν αὐτῇ παρὰ τοῦ δημιουργοῦ δύναμιν», ἀνέμενε δὲ «τοὺς καθήκοντας χρόνους (=κατάλληλους καιρούς), ἵνα τῷ θείῳ
κελεύσματι προαγάγη ἑαυτῆς εἰς φανερὸν τὰ κινήματα». Αὐτὸ δὲ διότι —κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο (PG 44, 72Β)— «πάντων τῶν ὄντων τὰς ἀφορμὰς καὶ τὰς αἰτίας καὶ τὰς δυνάμεις συλλήβδην (ταυτόχρονα) ὁ Θεὸς ἐν ἀκαρεῖ (ἀκαριαία) κατεβάλλετο». Τὸ σύμπαν, ἐξ ἄλλου, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο (PG29,1164) ἔχει ζωὴ καὶ πάλλει ἀπὸ κίνηση, ἀναπτυσσόμενο καὶ διαμορφούμενο μέσα στὸν χρόνο. «Ἡ τῆς φύσεως ἀκολουθία ἐκ τοῦ πρώτου προστάγματος τὴν ἀρχὴν δεξαμένη, πρὸς πάντα τὸν ἐφεξῆς διεξέρχεται χρόνον, μέχρις ἂν πρὸς τὴν κοινὴν συντέλειαν τοῦ παντὸς καταντήση». Καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος (PG 44, 148C) δέχεται μιὰ ἐξελικτικὴ πορεία στὴν φύση: «Καθάπερ διὰ βαθμῶν ἡ φύσις, τῶν τῆς ζωῆς λέγω ἰδιωμάτων, ἀπὸ τῶν μικροτέρων ἐπὶ τὸ τέλειον ποιεῖται τὴν ἄνοδον». Ὁ Μέγας Βασίλειος δὲν περιμένει ἀπὸ τὴ Γραφὴ ὅλες τὶς ἀπαντήσεις, θεωρώντας ἀναγκαία τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα: «...πολλὰ ἀπεσιώπησεν (ἡ Γραφή), τὸν ἡμέτερον νοῦν γυμνάζουσα πρὸς ἐντρέχειαν (διερεύνηση) ἐξ ὀλίγων ἀφορμὴν παρεχομένη ἐπιλογίζεσθαι (νὰ συναγάγει)...» (ΕΠΕ 4, 72/4). Ὅσοι Πατέρες εἶχαν ἐπιστημονική – σχολική – κατάρτιση ἀσχολήθηκαν μὲ τὰ φυσικὰ προβλήματα μὲ βάση τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις τῆς ἐποχῆς τους. Μάλιστα, δὲν ἔχουν ἀντιφάσεις μεταξύ τους στὰ θεολογικὰ θέματα. Ἡ ἑρμηνεία ὅμως τῆς Γραφῆς εἶναι ἔργο τῶν θεοπνεύστων ἑρμηνευτῶν καὶ ὄχι τῶν ἐπιστημόνων. Οἱ ὑπάρχουσες διαφορὲς μεταξὺ πατερικῆς Θεολογίας καὶ ἐπιστήμης δὲν ὁδηγοῦν σὲ ρήξεις, διότι ἡ Θεολογία ἀναμένει ὑπομονετικὰ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴν κατανόηση τῶν θεολογικῶν θέσεων. Δύο παραδείγματα: Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας (Heisemberg) βοήθησε στὴν προσέγγιση τῆς Φυσικῆς μὲ τὴν Θεολογία, καὶ τὸν «ἀποφατισμό» της (=ἀδυναμία ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ). Ἕνας ἀμερικανὸς ἀστρονόμος ἔχει δηλώσει, ὅτι οἱ φυσικοὶ ἐπιστήμονες μοιάζουν μὲ ὀρειβάτες, οἱ ὁποῖοι μόλις φθάσουν στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, βλέπουν τοὺς θεολόγους νὰ τοὺς περιμένουν ἀναπαυτικὰ στὴν πολυθρόνα τους!
Βέβαια καὶ ὅταν βρίσκουμε συμπτώσεις σὲ καίρια φυσικὰ προβλήματα μεταξὺ Θεολογίας καὶ Ἐπιστήμης, σημαίνει ὅτι ἔχουμε ταύτιση προβληματισμῶν καὶ ὄχι  ἀναγκαστικὰ καὶ τῶν πορισμάτων. Ἡ μὴ σύγκρουση δὲν σημαίνει πάντα καὶ συμφωνία. Ἀφοῦ ὅμως ὁ σκοπὸς κάθε πλευρᾶς εἶναι ἄλλος, ἡ Θεολογία δὲν ἀντικρούει τὴν ἐπιστημονικὴ θέση, γιὰ τὴν ἡλικία λ.χ. τοῦ ἀνθρώπου στὴ γῆ. Αὐτὸ ποὺ τὴν ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ δημιουργία του ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ σκοπός της.
7. Ὅσον ἀφορᾶ, συνεπῶς, τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, μὲ προϋπόθεση τὴν πατερικὴ παράδοση, βλέπει σήμερα τὴν δυνατότητα συνεργασίας Θεολογίας καὶ φυσικῶν
ἐπιστημῶν, ὡς πρὸς τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς Θεολογίας καὶ τὸν ἐξηθικισμὸ τῆς Ἐπιστήμης. Εἶναι δὲ γεγονός, ὅτι τὸ παλαιότερο συγκρουσιακὸ κλίμα ἔχει περιορισθεῖ στὴν ἐποχή μας, ἐκτὸς ἐὰν παραμένουν οἱ ἑκατέρωθεν προκαταλήψεις. Οἱ Θεολόγοι δέχονται τὴν ἐλευθερία τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καὶ οἱ ἐπιστήμονες δὲν ἀναμειγνύουν τὸν Θεὸ στὴν ἔρευνά τους. Ἄλλωστε πίστη καὶ ἐπιστήμη δέχονται παγκοσμίους νόμους, καὶ οἱ δυὸ δὲ ζητοῦν τὴν ἀλήθεια, τὴν φυσικὴ ἢ τὴν ὑπερφυσική. Ὁ Michael Polanyi (Personal knowledge, 1969, σ.266) δέχεται τὴν πίστη ὡς τὴν πηγὴ κάθε γνώσης, ἀφοῦ «ὅλα τὰ βασικὰ πιστεύω μας στὸν ἐπιστημονικὸ τομέα εἶναι ἀναπόδεικτα». Ἐξ ἄλλου, τὰ κοσμοείδωλα, ἀκόμη καὶ τὰ ἐπιστημονικά, συναρτῶνται καὶ μὲ τὰ διάφορα κοινωνικὰ μοντέλα, στὸν χῶρο τῶν ὁποίων παράγονται ἢ ἀναπαράγονται. Ἔτσι, διεισδύουν στὴν ἐπιστήμη καὶ ὑποκειμενικὲς ἰδέες καὶ προκαταλήψεις, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος. Ὑπάρχει Vorverstandnis καὶ στὴν ἔρευνα. Καμιὰ κοσμοθεωρία, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει τὴν ἀλήθεια στὴν πληρότητά της, ὅσο ἐπιστημονικὴ καὶ ἂν εἶναι. Ἡ συνάντηση Θεολογίας καὶ Ἐπιστημῶν εἶναι ἀποτελεσματικότερη, ὅταν ὁ Θεολόγος διαλέγεται μὲ ἀληθινοὺς ἐρευνητὲς (ἐλεύθερους δηλαδὴ καὶ ὄχι «διαπλεκόμενους»), ὁ δὲ ἐπιστήμων ἔχει ἀπέναντί του συνεχιστὲς τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη καὶ ὄχι φονταμενταλιστὲς δυτικοῦ ἢ ἰσλαμικοῦ τύπου. Ἔννοιωσα αἰφνιδιασμὸ σὲ χώρα τῆς Μ. Ἀνατολῆς, ὅταν Πρύτανης–Καθηγητὴς τῆς Φυσικῆς ἀναζητοῦσε ἐρείσματα τῆς ἐπιστήμης του στὸ Κοράνιο. Τὴν τάση γιὰ ἀπολυτότητα στὴν ἐπιστήμη μετριάζουν οἱ παρατηρούμενες ἀσυμφωνίες μεταξὺ τῶν ἐπιστημόνων, στὴν δὲ Θεολογία ἡ γνώση τοῦ πατερικοῦ παραδείγματος. Ἡ Κβαντομηχανικὴ διαψεύδει τὴν αἰτιότητα, ἀλλὰ ὁ Einstein διεφώνησε («Ὁ Θεὸς δὲν ρίχνει ζάρια»). Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία πληρώνει ἀκόμη τὸ ἔγκλημα τοῦ σχολαστικισμοῦ κατὰ τοῦ Γαλιλαίου (πρόσφατα ἀπαγορεύθηκε στὸν νῦν πάπα, ὡς πρώην ἀρχηγὸ τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ
Γαλιλαίου «Sapienza». Ὁ Πρύτανης εἶπε: Δὲν λογοκρίνουμε τὸν Πάπα. Ἂς διδάξει ὅπου θέλει, ἀλλὰ ὄχι σʼ αὐτὸ τὸ Ἵδρυμα...). Μετριοφροσύνη δημιουργεῖ στὸν ἐπιστήμονα, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση ἔχει τὰ ὅριά της (πρβλ. Ε. Θεοδώρου, πρώην Πρύτανη τοῦ ΕΚΠΑ: Τὰ ὅρια τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως, Ἀθῆναι 1981). Ὀρθὰ λοιπὸν ἡ Ἐπιστήμη δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ περὶ Θεοῦ πρόβλημα, διότι θὰ μεταβαλλόταν σὲ μεταφυσική, αὐτοαπορριπτόμενη. Δὲν θὰ εἶναι πιὰ θετικὴ ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ ἀπορρίψει τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ὕπαρξης Θεοῦ ὡς δημιουργοῦ καὶ προνοητοῦ τοῦ σύμπαντος, διότι δὲν ἔχει τὰ κατάλληλα ὄργανα γιὰ νὰ Τὸν συλλάβει. Γιʼ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορεῖ τὴν Θεολογία ὡς μυθολογία καὶ δεισιδαιμονία. Ἀλλʼ οὔτε καὶ ἡ Θεολογία δικαιοῦται νὰ κατηγορεῖ τὴν Ἐπιστήμη ὡς ἄθεη, δηλαδὴ μὲ τὰ δικά της κριτήρια. Γιὰ τὴν δημιουργικὴ ὅμως σύγκλιση καὶ συνεργασία Πίστεως καὶ Ἐπιστήμης ἀπαιτεῖται κοινὴ γλώσσα. Κατὰ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη (ἀκαδημαϊκό), «πρέπει νὰ φθάσουμε σὲ μιὰ κοσμολογία κοινὴ καὶ γιὰ τοὺς Ἐπιστήμονες καὶ γιὰ τοὺς Θεολόγους καὶ πρέπει ἐπίσης νὰ συμφωνήσουμε στὸ τί συνιστᾶ γνώση καὶ ἀλήθεια». Σʼ αὐτὴ τὴν κοινὴ γλώσσα ἔχουν φθάσει ἐπιστήμονες, ὅπως ὁ Paul Davies (καθηγητὴς Θεωρητικῆς Φυσικῆς στὸ Newcastle), δηλώνοντας: «Ἡ ἐπιστήμη προσφέρει ἀσφαλέστερη ὁδὸ πρὸς τὸν Θεὸ παρὰ ἡ θρησκεία». Ἀλλὰ καὶ ὁ γνωστὸς φὸν Μπράουν, ὅταν δήλωνε: «Γιατί νὰ βρίσκονται (πίστη καὶ ἐπιστήμη) σὲ ἀντίθεση; Ἡ θρησκεία ἀσχολεῖται μὲ τὸν Δημιουργό, ἡ ἐπιστήμη μὲ τὴν δημιουργία». Πρόσφατα δέ, διαβάσαμε μὲ ἔκπληξη (στὸ «Κ» τῆς Καθημερινῆς τῆς Κυριακῆς 3.2.08) σὲ συνέντευξη τῆς μεγάλης ἑλληνίδας ἀνθρωπολόγου κ. Κατερίνας Χαρβάτη: «Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ θρησκεία δὲν ἔρχονται σὲ σύγκρουση, γιατί δίνουν ἀπαντήσεις σὲ διαφορετικὰ ἐρωτήματα: Ἡ ἐπιστήμη ἀπαντᾶ στὸ πῶς καὶ ἡ θρησκεία στὸ γιατί». Ἀντίθετα ἀνοίγονται προοπτικὲς γιὰ συμπόρευση καὶ συνεργασία. Ἡ ἐπιστήμη μὲ τὴν βοήθεια τῆς πατερικῆς Θεολογίας: α) διακρίνει τὰ ὅριά της, β) δέχεται σημαντικὴ ἠθικὴ καθοδήγηση, συνειδητοποιώντας τὸν φιλάνθρωπο καὶ διακονικὸ χαρακτήρα της, γ) ἀναγνωρίζει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἡ Θεολογία διδάσκει, ὅτι «τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον» (Μάρκ. 2,27), ἢ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶον θεούμενον» (Γρηγόριος Νύσσης) ἢ «θεὸς κεκελευσμένος», (=Ἔχει μέσα του τὴν ἐντολὴ νὰ γίνει θεός) (Μ. Βασίλειος). Ἀλληλοσυμπλήρωση Πίστης καὶ Ἐπιστήμης μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κυρίως στὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα, δεδομένου ὅτι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ὅπως ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης ἢ ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου Ἰωάννης, ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὴν διάσωση τῆς Φύσης, δὲν παύουν νὰ ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νόημα τῆς δημιουργίας ἀποκαλύπτεται διὰ τῆς ἐπιστήμης, ἡ δὲ Θεολογία εὔχεται καὶ στηρίζει τὴν Ἐπιστήμη, ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν διάσωση τῆς Κτίσης. Ἂς μὴ ὁριοθετοῦμε, λοιπόν, ὁ ἕνας τὴν Ἐπιστήμη τοῦ ἄλλου καὶ ἂς σεβόμεθα τὰ πορίσματα τῆς ἑκατέρωθεν ἔρευνας, ποὺ διεξάγεται μὲ αὐτοσεβασμὸ καὶ ταπείνωση, διότι ὁ κόσμος μας χρειάζεται τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιστήμη τῆς θεώσεως, ἐφ᾽ ὅσον «οὐκ ἐπʼ ἄρτω μόνω ζήσεται ὁ ἄνθρωπος» (Ματθ. 4,4).

Δεν υπάρχουν σχόλια: