π. Ευθύμιου Τρικαμηνά: Διευκρινήσεις περί του «καθαιρείσθω» και «ἀνάθεμα ἔστω»


Πρὶν λίγες μέρες σχολιάσαμε τὶς θέσεις κάποιων ἀποτειχισμένων Πατέρων, καὶ ἐπισημάναμε ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, δὲν προϋποθέτει τὴν καταδίκη τους (ἐδῶ). Ἐπειδὴ κάποιοι ἀμφισβητοῦν αὐτὴ τὴ θέση, σήμερα δημοσιεύουμε σχετικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ δύο μελέτες τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ τοποθετεῖ ἁγιογραφικὰ καὶ ἁγιοπατερικὰ τὸ θέμα.
Ὁ π. Εὐθύμιος ἀπαντᾶ σὲ ἁγιορείτη μοναχό. Γράφει μεταξὺ ἄλλων ὁ Ἁγιορείτης καὶ τὰ ἑξῆς:
 «Ἐξ ἄλλου ἀδυνατῶ νά διανοηθῶ ὅτι, κατά τήν μακράν ἐνασχόλησίν του μέ τό θέμα, δέν ἔπεσε στήν ἀντίληψίν του τοὐλάχιστον τό ἐν ἀρχῇ τοῦ Πηδαλίου (σελ. 4, σημ. 2) σχόλιον τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου, τό σαφέστατα διακρίνων τόν δυνάμει ἀχαρίτωτον ψευδεπίσκοπον (πρό τῆς Συνοδικῆς καταδίκης του) ἀπό τόν ἐν ἐνεργείᾳ τοιοῦτον (μετά ταύτην)· καί ὅσα περί τοῦ “καθαιρείσθω” κ.λπ. ἐπισημαίνει, φέρων εἰς συνηγορίαν καί τούς Ἁγίους Ἀποστόλους».
Ὁ π. Εὐθύμιος ἀπαντᾶ:
Ἐδῶ πραγματικά, πάτερ, θέλω τήν βοήθειά σου γιά νά διακρίνωμε καί οἱ δύο ἀπό κοινοῦ ποία εἶναι ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος πού θίγεις. Ἐπειδή λοιπόν, ὄντως ἔχω ἀσχοληθῆ μέ τά γραφόμενα εἰς τό Πηδάλιο σχόλια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, κατέληξα εἰς τό συμπέρασμα ὅτι τά «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω», τά ὁποῖα ἀναφέρουν οἱ Κανόνες, ἰσχύουν γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα, πλήν τῶν θεμάτων τῆς πίστεως Καί ἐκεῖ φυσικά χρειάζεται τό δεύτερο πρόσωπο (ἡ Σύνοδος ἐν προκειμένῳ) ἡ ὁποία θά ἐπιβάλη τά προβλεπόμενα ὑπό τῶν Κανόνων ἐπιτίμια στό συγκεκριμένο πρόσωπο. Εἰς τούς κηρύσσοντας ὅμως, οἱαδήποτε αἵρεσι, δέν ὑπάρχει τό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω» ἀλλά τό «ἀνάθεμα ἔστω».  Αὐτό τό βλέπομε στόν ἀπ. Παῦλο (Γαλ. 1,8), ὅπου δύο φορές μετ’ ἐμφάσεως ἀναθεματίζονται οἱ διδάσκοντες οἱαδήποτε αἵρεσι· εἰς τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἀναθεματίζονται ὅλες οἱ μέχρι τότε αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί· σέ πολλούς Ἁγίους και, βεβαίως, σέ πολλούς ἱερούς Κανόνες εἰς τό Πηδάλιο.
Τό πρόβλημα λοιπόν ἑστιάζεται εἰς τό ἑξῆς:
Τό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω», τά ὁποῖα γιά νά ἐνεργοποιηθοῦν εἰς τό συγκεκριμένο πρόσωπο, χρειάζονται τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, εἶναι τό ἴδιο μέ τό «ἀνάθεμα ἔστω», τό ὁποῖο ἐπιβάλλεται στούς αἱρετικούς καί στίς αἱρέσεις; Χρειάζεται δηλαδή ἡ παρέμβασις τοῦ δευτέρου προσώπου (ἤτοι τῆς Συνόδου) ἤ ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου ἐνεργεῖ διαχρονικά σέ οἱονδήποτε κηρύσσει δημοσίως καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κάποια αἵρεσι;
Κατ’ ἀρχάς ἡ διάταξις τοῦ λόγου τοῦ ἀποστόλου Παύλου δέν μᾶς ἀφήνει περιθώρια νά σκεφθοῦμε ὅτι, γιά νά ἐνεργήση ὁ ἀναθεματισμός, χρειάζεται κάποια ἄλλη παρέμβασι. Αὐτό τό ἀποδεικνύει ἐπί πλέον καί τό γεγονός ὅτι τοποθετεῖ καθ’ ὑπόθεσιν μεταξύ αὐτῶν πού ἀναθεματίζονται, ἄν διδάξουν κάποια αἵρεσι, καί αὐτούς τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους, ἀκόμη δέ καί τούς ἀγγέλους.  Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις, ἐπειδή ἀπ’ εὐθείας μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, ἐμπεριέχει τόν ἀναθεματισμό ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τόν ἀπόστολο Παῦλο.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς γράφει καί τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν ἀρχή του γιά τούς αἱρετικούς:
«....καί τάς ἀράς δέ, αἷς ἑαυτούς ὑποβάλλουσιν οἱ παρανομοῦντες, δίκαιόν τε καί ὀφειλόμενον δεῖν ὠήθημεν ἀναγράψαι»· καί κατωτέρω τό Συνοδικό ἀναφέρει: «διό κοινῇ πάντες ὅσον εὐσεβείας πλήρωμα, οὕτως αὐτοῖς τήν ἀράν, ᾗ ἑαυτούς ὑπεβάλοντο, ἐπιφέρομεν».
Δηλαδή ἀναφέρει τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι τόν ἀναθεματισμό δέν τό ἐπιβάλλει εἰς τούς αἱρετικούς κάποια Σύνοδος, ἀλλά οἱ ἴδιοι ὑποβάλλουν εἰς αὐτόν τούς ἑαυτούς των, λόγῳ τῆς αἱρέσεως.
Μία ἐπί πλέον τρανή ἀπόδειξις διά τό ὅτι ἰσχύει ὁ ἀναθεματισμός
φυσικῶς ἀπό μόνος του στούς κηρύσσοντας οἱανδήποτε ἑτεροδιδασκαλία εἶναι  ὁ ἴδιος ὁ ἅγ. Νικόδημος, τόν ὁποῖο, πάτερ, ἐπικαλεῖσαι. Ἑρμηνεύοντας λοιπόν ὁ ἅγ. Νικόδημος ἄριστα, κατά κοινῇ ὁμολογίᾳ, τούς ἱερούς Κανόνες, ὅπου αὐτοί ἀναφέρουν τό «καθαιρείσθω» καί τό «ἀφοριζέσθω», τά ἑρμηνεύει μέ τήν ἔκφρασι «νά καθαίρεται καί νά ἀφορίζεται», δηλαδή μέ τήν ἐνέργεια τοῦ δευτέρου προσώπου λαμβάνει ἰσχύν τό προβλεπόμενο ἐπιτίμιο.  Ὅπου ὅμως ἀναφέρουν οἱ ἱεροί Κανόνες τό «ἀνάθεμα ἔστω», ἐδῶ δέν ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος, κατ’ ἀναλογίαν μέ τά προηγούμενα, μέ τήν ἔκφρασι «νά ἀναθεματίζεται», δηλαδή γιά νά ἰσχύση ὁ ἀναθεματισμός πού ὁρίζει ὁ Κανόνας χρειάζεται νά ἐνεργήση ἡ Σύνοδος, ἀλλά ἀναφέρει τήν ἔκφρασι «ὁ παρών κανών ἀναθεματίζει ὅσους ἔχουν ἤ διδάσκουν αὐτό καί αὐτό...». Αὐτό θά τό διαπιστώσης ἀνάγλυφα πάτερ, στήν ἑρμηνεία τῶν Κανόνων τῆς ἐν Γάγγρᾳ Συνόδου.
 Ὡς γνωστόν ἡ τοπική αὐτή Σύνοδος ἐπικυρώθηκε ὀνομαστικῶς, σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Νικόδημο, ἀπό μία Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀορίστως ἀπό ἄλλες δύο. Ἀπό τούς εἴκοσι ἕνα (21) λοιπόν Κανόνες πού ἐξέδωσε, οἱ εἴκοσι (20) περιέχουν τήν ἔκφρασι «ἀνάθεμα ἔστω». Κάθε δηλαδή Κανόνας καταδικάζει καί ἀναθεματίζει κάποια αἵρεσι, πού εἶχαν οἱ λεγόμενοι Εὐσταθιανοί. Καί στούς εἴκοσι αὐτούς Κανόνες στήν συγκεκριμένη ἔκφρασι ὁ ἅγιος ἑρμηνεύει: «ὁ παρών κανών ἀναθεματίζεικλπ.».  Δέν ἀναφέρει δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ὅτι ὅποιος ἔχει αὐτό τό φρόνημα νά ἀναθεματίζεται ἀπό τήν Σύνοδο, ὅπως στό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω», ἀλλά ὁ Κανών ἀναθεματίζει ὅποιον ἔχει αὐτό τό φρόνημα, δηλαδή ὁ ἀναθεματισμός ἰσχύει (αὐτομάτως), χωρίς ἀπόφασι ἄλλης Συνόδου, εἰς τούς φρονοῦντας αἱρετικά.
Ἀπό ὅλα αὐτά τά ὁποῖα σοῦ ἀνέφερα, νομίζω ὅτι γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι δέν ἔχει καμμία σχέσι τό «καθαιρείσθω», πού ἀναφέρεις στήν ἐπιστολή σου, μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως καί ἀπορῶ πῶς τά συνέδεσες, εἰς τρόπον ὥστε νά τά ὑποβιβάσης καί ἐξισώσης μέ ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα.
Ἐπιπροσθέτως θά σοῦ ἀναφέρω καί τό πολύ γνωστό παράδειγμα τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος, τό ὁποῖον ἀναφέρεται στόν Εὐεργεντινό: «Ἀπῆλθον ποτέ τινές πρός τόν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα· ἤκουσαν γάρ ὅτι μεγάλην ἔχει διάκρισιν· καί θέλοντας δοκιμάσαι αὐτόν εἰ ὀργίζεται, λέγουσιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων; ἀκούομεν περί σοῦ ὅτι πόρνος εἶ καί ὑπερήφανος· ὁ δέ εἶπε· ναί, οὕτως ἔχει. Λέγουσι πάλιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καί κατάλαλος; ὁ δέ εἶπεν· ἐγώ εἰμι· οἱ δέ πάλιν· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός; καί ἀπεκρίθη· οὐκ εἰμί αἱρετικός. Καί παρεκάλεσαν αὐτόν λέγοντες· εἰπέ ἡμῖν, διατί τοσαῦτα εἴπομέν σοι καί κατεδέξω, τοῦτον δέ τόν λόγον οὐκ ἐβάστασας; Λέγει αὐτοῖς· τά πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω· ὄφελος γάρ ἐστι τῇ ψυχῇ μου· τό δέ αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπό Θεοῦ. Οἱ δέ ἀκούσαντες τήν διάκρισιν αὐτοῦ ἐθαύμασαν καί ἀπῆλθον οἰκοδομηθέντες» (Β΄ τόμ. Ὑπόθεσις β΄, σελ. 56).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι, καί ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων, δέν ἀντιμετώπισε τήν αἵρεσι σάν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα καί δι’ αὐτό ἀρνήθηκε νά χαρακτηρισθῆ, ἔστω ἀπό ταπείνωσι, αἱρετικός, διότι, ὅπως ἀνέφερε, «τό δέ αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπό Θεοῦ».  Δηλαδή ἡ αἵρεσις ἡ ἴδια σέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου.
Αὐτά τά κείμενα πάτερ, μπόρεσα νά συγκεντρώσω ἐπί τοῦ θέματος τουτου. Ἄν ἐσύ ἔχης ἁγιογραφικά ἤ πατερικά χωρία τά ὁποῖα νά πιστοποιοῦν καί νά ἀποδεικνύουν τό ἀντίθετο σέ παρακαλῶ νά μᾶς τά προσκομίσης, γιά νά τά μελετήσωμε καί νά τοποθετηθοῦμε ἀναλόγως. Ὄχι ὅμως νά θέλης νά τό κάνωμε ἀβασάνιστα χρησιμοποιώντας μάλιστα τά λόγια τοῦ ἁγ. Νικοδήμου, τά ὁποῖα κατά τή γνώμη μου εἰπώθηκαν γιά ἄλλες περιπτώσεις καί ὄχι γιά τήν αἵρεσι.
Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά διευκρινίσωμε ὅτι οἱ Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά καθαίρεσι καί ἔχουν σχέσι μέ τά θέματα τῆς πίστεως, καθαιροῦν ὄχι αὐτούς πού ἔχουν αἱρετικά φρονήματα, ἀλλά αὐτούς πού θά ἐπιτρέψουν εἰς ὅσους τά ἔχουν νά πράξουν κάτι ἤ νά συμμετέχουν σέ κάτι ἐκκλησιαστικό μέ αὐτούς π.χ. συμπροσευχή κλπ. (45ος , 46ος,47ος Καν. ἁγ. Ἀποστόλων κλπ.). Ἡ καθαίρεσις στούς ἔχοντας αἱρετικά φρονήματα προφανῶς δέν διορθώνει τό κακό, οὔτε ὁ ἀφορισμός, διότι καί αὐτός ἔχει κάποια χρονική διάρκεια καί ἐπιφέρει προσωρινή ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ τά μυστήρια, ἀλλά μόνον ὁ ἀναθεματισμός, διότι μόνον δι’ αὐτοῦ καταδικάζεται καί ἡ αἵρεσις καί ὁ αἱρετικός καί ἀποκόπτονται παντελῶς ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ αἰώνια ἰσχύ. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἐάν κάποιον αἱρετικό ἁπλῶς τόν καθαιροῦσαν οἱ Κανόνες, θά ἠδύνατο ἔστω καί καθηρημένος νά συνεχίζη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας νά διαδίδη τά αἱρετικά του φρονήματα. Ἄρα τό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω» τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου πού ἐπικαλεῖσαι δέν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέσι μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί αἱρέσεως.
Ἐπανερχόμενος τώρα εἰς τό θέμα τῆς ἐπιβολῆς τῶν ἀναθεμάτων ἀπό τήν Σύνοδο, εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι τήν ἀντίληψι αὐτή, ὅτι δηλαδή ἡ Σύνοδος ἐπιβάλλει τά ἀναθέματα, θά εἶχε καί ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας μέ τήν περί αὐτόν Σύνοδο. Αὐτό τό συμπεραίνομε ἀπό τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων πού ἔκανε τό 1965. Αὐτός λοιπόν ὁ καημένος  ὑπέθεσε ὅτι, ὅπως ἡ Σύνοδος τιμωρεῖ διά τῆς καθαιρέσεως κάποιον καί ἔχει τό δικαίωμα νά τόν ἐπαναφέρη μέ μία καινούρια ἀπόφασι, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τόν ἀναθεματισμό διά τά θέματα τῆς αἱρέσεως. Ἄν ὅμως, σύμφωνα μέ τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα καί κυρίως τόν ἀπ. Παῦλο, ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις ὡς χωρισμός ἀπό τόν Θεό προκαλεῖ τόν ἀναθεματισμό, τότε ἐξυπακούεται ὅτι οὐδείς δύναται νά τόν ἀναιρέση, οὔτε δηλαδή Οἰκουμενική Σύνοδος, οὔτε Ἀπόστολος, οὔτε ἄγγελος, εἰ μή μόνον ὁ ἴδιος πού τόν προκάλεσε, μέ τήν ἐπιστροφή φυσικά εἰς τήν Ὀρθοδοξία.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἀθηναγόρας ἐξαπάτησε καί τούς Παπικούς καί τούς Ὀρθοδόξους, οἱ δέ δύο ἑπόμενοι Πατριάρχες βαδίζοντας αὐστηρῶς εἰς τά ἴχνη του, ὄχι μόνον ἀνεγνώρισαν τήν πρᾶξι αὐτή, ἀλλά προχώρησαν καί σέ ἄλλες καινοτομίες, ὅπως τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων, τούς λειτουργικούς ἀκροβατισμούς κλπ.  Εἶναι ὅμως λυπηρό οἱ Ἁγιορεῖτες νά δηλώνουν ἄγνοια σέ τόσο σοβαρά θέματα (πού ἅπτονται τῆς σωτηρίας μας)  καί συγχρόνως νά συμπορεύωνται μέ τούς καινοτόμους, δίδοντάς τους τήν ἄδεια νά χειρίζωνται πράγματα τά ὁποῖα δέν εἶναι στήν ἐξουσία των.

Τὶς θέσεις αὐτὲς ὁ π. Εὐθύμιος τὶς κατοχυρώνει καὶ σὲ ἄλλη του μελέτη μὲ γνῶμες Ἁγίων (Δεῖτε: OI AΓΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΟ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ» ἐδῶ).
Ὁ ἀναθεματισμός παντός αἱρετικοῦ εἶναι ἀναγκαῖος καί ἀπαραίτητος ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, διότι ἀποτελεῖ τρόπο ὁμολογίας καί διαστολῆς ἀπό τήν αἵρεσι, σέ σημεῖο πού, ἄν δέν ἀναθεματίσωμε κάποιον ἐν γνώσει αἱρετικό, νά ἀνήκουμε καί ἐμεῖς στήν ἴδια κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικός κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν ἤ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 138).
Πρέπει εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά ἐπισημάνωμε μία σημαντική διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἐν σχέσει μέ τόν ἀναθεματισμό παντός αἱρετικοῦ καί πάσης αἱρέσεως, τήν ὁποία δέν τήν δέχονται οὔτε οἱ Οἰκουμενιστές, οὔτε οἱ Ἀντιοικουμενιστές. Καί οἱ μέν Οἰκουμενιστές δέν τήν δέχονται, διότι ἡ διδασκαλία αὐτή τῶν Ἁγίων ἀναφέρεται καί καταδικάζει τούς ἑαυτούς των, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές δέν τήν δέχονται διότι, ἄν τήν δεχθοῦν, καταρρίπτεται αὐτομάτως ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία καί ὅλο τό οἰκοδόμημα εἰς τό ὁποῖο στεγάζονται καί ναυαγεῖ ἡ θεωρία των περί τοῦ δυνητικοῦ τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, περί ἀποτειχίσεως, ἐφ’ ὅσον καταδικαστεῖ πρῶτα ἡ αἵρεσις καί οἱ αἱρετικοί ὀνομαστικῶς, περί τοῦ ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους ἀποτελεῖ σχίσμα, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία κ.λπ. Κοντολογίς, ἄν οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἀποδεχθοῦν αὐτή τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, σχετικά μέ τόν ἀναθεματισμό παντός αἱρετικοῦ, πρέπει ἀπό Ἀντιοικουμενιστές νά γίνουν ἀμέσως Ἀποτειχισμένοι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἄν θέλουν νά παραμείνουν στήν ὄντως ἀληθινή καί Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Ἡ διδασκαλία λοιπόν αὐτή τῶν Ἁγίων ἀναφέρει ξεκάθαρα ὅτι, ὁ ἀναθεματισμός αὐτός τοῦ ἀποστόλου Παῦλου, ἰσχύει διαχρονικά γιά κάθε αἵρεσι καί γιά κάθε αἱρετικό καί δέν χρειάζεται δῆθεν μία καινούργια καταδίκη γιά νά ἐνεργοποιηθῆ, τρόπον τινά, καί νά ἰσχύση ἡ καταδίκη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Διότι ἡ καταδίκη παντός αἱρετικοῦ καί ὁ ἀναθεματισμός δέν ἐκφωνήθηκε κατ’ οὐσίαν ἀπό ἀνθρώπους (π.χ. τόν ἀπόστολο Παῦλο), ἀλλά ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν λοιπόν χρειάζεται, γιά νά ἰσχύση ὁ ἀναθεματισμός παντός αἱρετικοῦ, τήν ἔγκρισι καί ἐπικύρωσι τῆς Συνόδου, τότε σημαίνει ὅτι ἡ Σύνοδος εἶναι ἀνώτερη ἀπό τόν Χριστό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, διότι τήν ἔγκρισι καί ἐπικύρωσι τήν παίρνομε πάντοτε ἀπό τούς ἀνωτέρους διά νά ἔχη ἰσχύ καί ἀξία καί ποτέ δέν παίρνομε τήν ἐπικύρωσι ἀπό κατωτέρους, διότι εἶναι αὐτονόητο ὅτι δέν ἔχει ἡ ἔγκρισι αὐτή ἀξία καί ὁπωσδήποτε «τό ἔλαττον ὑπό τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται» (Ἑβρ. 7,7).
Ἐδῶ ὁμιλοῦμε ἀποκλειστικῶς διά τά θέματα τῆς πίστεως, διότι, δι’ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα, παραπτώματα καί παραβάσεις, χρειάζεται ἡ ἔγκρισις καί ἡ ἐπιβολή κάθε ποινῆς ἀπό τήν Σύνοδο, ἤ τόν Ἐπίσκοπο, τόν πνευματικό κ.λπ. Ὁ σκοπός λοιπόν πού οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἐταύτισαν ὅλα τά ἄλλα θέματα μέ τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι προφανῶς τό ὅτι, ἄν δεχθοῦν αὐτή τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχιστοῦν, νά ἀναθεωρήσουν ὅλες τίς θεωρίες των ὡς ἀντιπατερικές, νά ταπεινωθοῦν, διότι ἐβάδιζον μέχρι τώρα σέ ὁδό πλάνης καί σιγοντάριζαν, κατά τό δή λεγόμενο, τήν αἵρεσι καί κυρίως νά ἀφήσουν τό βόλεμα, τόν ἐφησυχασμό καί τόν χαρτοπόλεμο, μέ τά ὁποῖα συνέδεον μέχρι τώρα τήν ὁμολογία καί τήν Ὀρθοδοξία καί τό μαρτύριο...
 Διά νά παρουσιάσωμε λοιπόν τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος τούτου θά ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχάς στόν ἅγιο Μάξιμο  τόν ὁμολογητή:
«Καί λέγουσιν· Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ῥωμαῖοι, τί ποιεῖς; Καί εἶπε· Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας» (P.G. 90, 121Β)…
Τό σημεῖο ὅμως πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ ἁγίου ὅτι: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λοιπόν ἀναθεματίζει τόν οἱονδήποτε ἀποδεχθῆ καί κηρύξη κάποια αἵρεσι. Καί αἵρεσις εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, ὄχι μόνο ἡ ἀθέτησις κάποιου δόγματος (π.χ. τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν δύο ἐπί Χριστοῦ φύσεων καί θελήσεων κ.λπ.), ἀλλά «παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντα», δηλαδή ἡ ἀλλοίωσις καί διαστροφή κάθε εὐαγγελικῆς ἐντολῆς (π.χ. σέ ἐντολές πού ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς).
Ὁ ὅσιος ἐδῶ, δέν ἀναφέρει ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει ἤ διακελεύεται νά ἀναθεματίζωνται, ὅσοι ἀλλοιώνουν καί διαστρέφουν τήν ἀποστολική διδασκαλία, ἀλλά ἀναφέρει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναθεματίζει, δηλαδή ὁ ἀναθεματισμός ἐκφωνεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό καί ἰσχύει διαχρονικά γιά κάθε αἵρεσι καί γιά κάθε αἱρετικό. Καί εἶναι φυσικό αὐτό, διότι μόνον ἔτσι δύναται νά θεωρηθῆ ἡ Ἐκκλησία ὡς «στῦλος καί ἐδραίωμα τῆς ἀληθείας» κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἄν ὅμως, σύμφωνα μέ τίς νεοεποχίτικες θεωρίες τῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν, γιά νά ἰσχύση ὁ ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν, πρέπει νά ἐκφωνηθῆ ὑπό τῆς Συνόδου, τότε μέχρι νά συνέλθη ἡ Σύνοδος (καί εἰδικά σήμερα πού εὑρίσκεται σέ βαθυτάτη καί μόνιμο χειμερία νάρκη) ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο δέν εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, ἀλλά εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως ἤ εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη καί ὄχι ἄσπιλος καί ἀμόλυντος κατά τήν διδασκαλία πάλι τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Τό ὅτι, τά λόγια καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, εἶναι λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, τό ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί μάλιστα στήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου χωρίου ὡς ἑξῆς: «Ὁ δέ Παῦλος ὅταν δέ Παῦλον εἴπω, τόν Χριστόν πάλιν λέγω· αὐτός γάρ ᾖν ὁ κινῶν αὐτοῦ τήν ψυχήν καί ἀγγέλων ἐξ οὐρανοῦ καταβαινόντων αὐτάς προτίθησι· καί μάλα εἰκότως. Οἱ γάρ ἄγγελοι, κἄν μεγάλοι, ἀλλά δοῦλοι καί λειτουργοί τυγχάνουσιν ὄντες· αἱ δέ Γραφαί πᾶσαι οὐ παρά δούλων, ἀλλά παρά τοῦ τῶν ὅλων δεσπότου Θεοῦ γραφεῖσαι ἐπέμφθησαν (Ε.Π.Ε. 20, 202, 3).
Καί δι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου περί καταδίκης τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἀναγκαία, ὄχι ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές, γιά νά καταδικαστῆ δῆθεν ἡ αἵρεσις, διότι αὐτή ὡς νομοθετοῦσα τι παρά τό κήρυγμα, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Μάξιμο, εἶναι καταδικασμένη ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά εἶναι ἀναγκαία γιά νά ὀρθοτομήση  ἡ Σύνοδος τόν λόγο τῆς ἀληθείας, γιά νά ἐνταχθῆ ἡ Σύνοδος στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί βέβαια γιά νά προστατεύση καθηκόντως τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι.
Πολύ ὡραία παρουσιάζει αὐτήν τήν διδασκαλία περί ἀναθεματισμοῦ τῶν αἱρετικῶν καί ὁ Μ. Φώτιος στόν λόγο του περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας ὡς ἑξῆς: «Καί Πατέρας μέν καλοῦσι (καλοῦσι γάρ), ἀλλ’ οὐχ ἵνα τό τῶν Πατέρων ἀπονείμωσι γέρας, ἀλλ’ ἵν’ εὑρήσωσι δι’ ὧν ἄν γένοιντο πατραλοῖαι. Καί οὐδέ τήν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι φωνήν, ἥν αὐτοί κατά τῶν Πατέρων αὐτῶν μετά πολλῆς ἀπορρίπτουσι τῆς κακουργίας. Καί γάρ οὗτος ὁ τήν ἐξουσίαν λαβών δεσμεῖν καί λύειν καί τό τοῦ δεσμοῦ φοβερόν ἅμα καί κραταιόν (μέχρι γάρ αὐτῆς ἀναφέρεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν), οὗτος δή μεγάλῃ καί διαπρυσίῳ κέκραγε τῇ φωνῇ· “Κἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”. Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς Ἐκκλησίας σάλπιγξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει, καί οὐ τούς ἄλλους μόνον, οἵτινες τοῦτο τολμήσειαν, ἀραῖς ἀνυπερβλήτοις ὑπάγει, ἀλλά καί ἑαυτόν, ἔνοχος εἰ ὀφθείη, πρός τήν ἴσην συνωθεῖ δίκην. Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως περιγράφει, ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ· κἄν ἄγγελον εὕρῃ τοῖς ἐπί γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα, τοῖς ὁμοίοις δεσμοῖς ὑποβάλλει καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει» (Ε.Π.Ε. 4, 396, 28).
Ἐδῶ ὁ Μ. Φώτιος ἀνατρέπει κάποια ἐπιχειρήματα τῶν Δυτικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπαρουσίαζαν κάποιους δυτικούς Πατέρες (Ἀμβρόσιον, Αὐγουστῖνον) νά πρεσβεύουν καί νά συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Filioque). Ἀναφέρει λοιπόν, ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Δυτικοί ἀτιμάζουν τούς Πατέρες των, διότι τούς παραπέμπουν στό αἰώνιο ἀνάθεμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐφ’ ὅσον νομοθετοῦν καί διδάσκουν ἀντίθετα στό εὐαγγελικό κήρυγμα. Ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐξουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου τοῦ δεσμεῖν καί λύειν, φθάνει μέχρι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐφ’ ὅσον ἀναθεματίζει καί τούς ἀγγέλους, ἄν διδάξουν στούς ἀνθρώπους κάτι ἀντίθετο ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα.
Ἐδῶ πάλι ὁ ἅγιος θεωρεῖ δεδομένο καί ἐν πλήρει ἰσχύ τό ἀνάθεμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν καί ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐπικυρωθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο γιά νά ἰσχύση σέ κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα: «τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει».
Ἐπίσης ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γιά αἱρετικό φρόνημα καί ὄχι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές, γιά καταδικασμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς. Ἄλλωστε οἱ δυτικοί αὐτοί Πατέρες ὄχι μόνο δέν εἶχαν καταδικαστεῖ, ἀλλά ἐθεωροῦντο Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄς σκεφθοῦμε λοιπόν τό φρόνημα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι τήν ἐξουσία αὐτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ ὁποία κατά τόν Φώτιο ἐμβατεύει μέχρι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί ἀναθεματίζει ἀγγέλους, ἄν εὑρεθοῦν νά διδάξουν τούς ἀνθρώπους κάτι διαφορετικό ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα, αὐτή τήν ἐξουσία τήν περιορίζουν καί στίς ἡμέρες μας τήν ἀκυρώνουν, ἐφ’ ὅσον τήν θέτουν ὑπό τήν ἔγκρισι, καί ἐπικύρωσι, καί ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία σήμερα καί αὐτή εἶναι αἱρετική.
Ἔτσι λοιπόν κατά τούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές σήμερα δέν εἶναι καταδικασμένοι, ἀλλά καταδικαστέοι, καί δι’ αὐτό τούς ἀκολουθοῦν, τούς ἀναγνωρίζουν, τούς μνημονεύουν καί τούς θεωροῦν εἰς τύπον καί τόπου Χριστοῦ, ἀντίθετα βεβαίως στήν Ἁγία Γραφή καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Δι’ αὐτό, πάλιν καί πολλάκις, ἀναφέραμε ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως τά κατήγαγον εἰς ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα καί παραπτώματα μέ τόν σκοπό τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος. Καί ἐνῶ βαδίζουν φανερά ἀντίθετα ἀπό τήν Γραφή, θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ὁμολογητές, ἄν καί ἀσκοῦν τήν ἀνώδυνη μέθοδο τοῦ χαρτοπολέμου. Προβάλλονται δέ καί ὡς διακριτικοί, διότι δῆθεν ἀποφεύγουν τά σχίσματα μέ τό νά συνοδοιποροῦν βεβαίως μέ τήν αἵρεσι.
Μία ἐπίσης θαυμάσια ἑρμηνεία, τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κάνει καί ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του, ἡ ὁποῖα ἀναφέρεται στήν μοιχειανική αἵρεσι. Ἀναφέρει ὁ ὅσιος γιά τό συγκεκριμένο χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου τά ἑξῆς: «Εἷς γάρ νόμος ἔσται, φησί, καί ἕν εὐαγγέλιον παρελάβομεν˙ καί ὅς ἐκ τοῦδε τοῦ εὐαγγελίου κἄν τό τυχόν παρασαλεύσοι, κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ σοι ἡ ἀσφάλεια. μή βασιλεύς μείζων ἀγγέλου; μή οὐχί ὁ κοσμοκράτωρ ἐν τῷ κόσμῳ μείζων πάντων τῶν κοσμοκρατορικῶς κρατούντων δαιμόνων καί ἀνθρώπων, ἀλλ’ οὐχί θεϊκῶς; καί τί  ὁ ἀπόστολος; ἀνάθεμα ἔστω. ἄγγελοι οὐ τολμῶσι παρασαλεῦσαι, οὐδέ σαλεύοντες μένουσι μή ἀναθεματιζόμενοι, ὡς ὁ διάβολος καί ἡ ἀποστατική αὐτοῦ πληθύς. καί πῶς ἄνθρωπος πᾶς ἐν σαρκί ὤν, σαλεύων καί καινοτομῶν, καί μάλιστα τοιαύτας καινοτομίας, οὐκ ἀλλότριος θεοῦ;»(Φατ. 36, 103, 72).
Νομίζω ὅτι δέν θά ἠδύνατο νά διατυπωθῆ μέ πλέον εὔγλωττο καί σαφῆ τρόπο αὐτή ἡ διδασκαλία καί Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφ’ ὅσον, ἀναφέρει ὁ ὅσιος, ὁ ἀπόστολος Παῦλος φτάνει νά ἀναθεματίση καί ἀγγέλους, ἐάν διδάξουν κάτι ἀντίθετο ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα, κάθε ἕνας πού καινοτομεῖ εἴτε βασιλεύς, εἴτε Ἐπίσκοπος, εἴτε Πατριάρχης, εἴτε Σύνοδος εἶναι ἀναθεματισμένος χωρίς ἄλλη διαδικασία καί «ἀλλότριος Θεοῦ».
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ὡμιλοῦσε γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι καί ὄχι γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἰσοπέδωσις τῶν πάντων. Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἐπιμένουν ὅτι ἡ ἐξουσία τοῦ Παύλου ἄν καί μπορεῖ νά φθάνη μέχρι τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κατά τόν Φώτιο, δέν φθάνει ὅμως τούς σημερινούς Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες! Μπορεῖ νά φθάνη νά ἀναθεματίζη μέχρι καί Ἀποστόλους, ἀλλά οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι φαίνεται ὅτι εἶναι στό ἀπυρόβλητο! Δι’ αὐτό ἀναφέρομε ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα, κατ’ οὐσίαν στηρίζουν τούς Οἰκουμενιστές, ὄχι μόνο ἐπειδή συνοδοιποροῦν μέ αὐτούς ἐκκλησιαστικῶς, ἀλλά κυρίως ἐπειδή τούς ἀθωώνουν ἀπό τίς ποινές πού τούς ἐπιβάλλει ὁ ἴδιος ὁ Θεός διά μέσου τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἄν ὅμως ἀκολουθήσουν τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχιστοῦν ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές,  τό ὁποῖο βεβαίως στοιχίζει.
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ καί κάποια ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ χωρίου αὐτοῦ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί θά χρησιμοποιήσωμε τήν ἑρμηνευτική διδασκαλία τοῦ Χρυσορρήμονος πατρός τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος στό συγκεκριμένο χωρίο τά ἑξῆς: «Ἀλλά κἄν ἐγώ, ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Ε.Π.Ε. 20, 200, 1). Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι ὁ οἱοσδήποτε διαφθείρει τό εὐαγγελικό κήρυγμα εἶναι ἀναθεματισμένος. Ἀναφέροντας τούς ἀγγέλους καί τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους φυσικά συμπεριέλαβε τούς πάντας. Διότι οὔτε οἱ ἄγγελοι ἦτο δυνατόν νά κηρύξουν κάτι ἀντίθετο καί διεστραμμένο, οὔτε φυσικά οἱ Ἀπόστολοι. Διά τῆς ὑπερβολῆς λοιπόν αὐτῆς δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι πολύ περισσότερο αὐτό ἰσχύει γιά τούς Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες.
Ὀλίγο κατωτέρω ὁ χρυσορρήμων ἅγιος ἀναφέρει κάτι πολύ σημαντικό: «Καί οὐκ εἶπεν, ἐάν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἤ ἀνατρέπωσι τό πᾶν, ἀλλά, κἄν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὅ εὐαγγελισάμεθα, κἄν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν». Δηλαδή αἵρεσις δέν εἶναι μόνο ἡ διαστροφή τῶν μεγάλων δογμάτων τῆς πίστεως, ἤ τῶν ἄρθρων τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, ἀλλά καί κάθε δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις τοῦ ἐλαχίστου εὐαγγελικοῦ κηρύγματος «κἄν μικρόν τί εὐαγγελίζονται, κἄν τό τυχόν παρακινήσωσι». Δι’ αὐτό καί κατεδικάσθηκαν ὡς αἱρετικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία π.χ. οἱ βδελυττόμενοι τόν γάμο, οἱ θεωροῦντες ὡς ἁμαρτία τήν κρεοφαγία, οἱ μή δεχόμενοι εἰς μετάνοια τούς ἀρνηθέντας τόν Χριστό κατά τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, οἱ μή δεχόμενοι τάς ἁγίας εἰκόνας κ.λπ. Ὁ Οἰκουμενισμός, ὅπως ἀναφέραμε, εἶναι κάτι πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, διότι ἀθωώνει καί ἀμνηστεύει κάθε αἵρεσι, συνυπάρχει μέ ὅλους καί ἰσοπεδώνει τά πάντα.
Κατωτέρω, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τόν δεύτερο ἀναθεματισμό τοῦ Παύλου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «”Ὡς προείρηκα, καί ἄρτι πάλιν λέγω”. Ἵνα γάρ μή νομίσῃς θυμοῦ τά ρήματα εἶναι, ἤ ὑπερβολικῶς εἰρῆσθαι, ἤ κατά συναρπαγήν τινα, δεύτερον τά αὐτά πάλιν τίθησιν. Ὁ μέν γάρ θυμῷ τι προαχθείς εἰπεῖν, κἄν μεταγνοίη ταχέως· ὁ δέ δεύτερον τά αὐτά λέγων, δείκνυσιν ὅτι κρίνας οὕτως εἶπε, καί πρότερον ἐν τῇ γνώμῃ κυρώσας, οὕτως ἐξήνεγκε τό λεχθέν». Ἄρα λοιπόν ὁ δεύτερος αὐτός ἀναθεματισμός τοῦ Παύλου δείχνει τήν ἐπικύρωσι τοῦ πρώτου, τό ἀμετάθετον τῆς καταδίκης ὅλων τῶν αἱρετικῶν και, βεβαίως, τήν σοβαρότητα αὐτοῦ τοῦ θέματος, τό ὁποῖο, ὅπως ἐπαναλάβαμε, οἱ Ἀντιοικουμενιστές τό κατήγαγον στό ἐπίπεδο ὅλων τῶν  ἄλλων προσωπικῶν σφαλμάτων καί ἁμαρτημάτων τῶν Ἐπισκόπων.
Διά νά δείξη δέ ὁ ἅγιος ὅτι γιά τά θέματα τῆς πίστεως δέν ὑπάρχει ἀξίωμα, συγγένεια καί οἰκειότητα ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διά τοῦτό φησιν· ”Ἐάν τις ὑμᾶς εὐαγγελίσηται παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμᾶς”. Καί οὐκ εἶπεν, ὁ δεῖνα καί ὁ δεῖνα, συνετῶς σφόδρα καί ἀνεπαχθῶς. Τί γάρ ἔδει λοιπόν ὀνομάτων μνησθῆναι τόν τοσαύτῃ χρησάμενον ὑπερβολῇ, ὡς καί ἅπαντας, καί τούς ἄνω καί τούς κάτω, περιλαβεῖν; Διά μέν γάρ τοῦ εὐαγγελιστάς καί ἀγγέλους ἀναθεματίσαι, πᾶν ἀξίωμα περιέγραψε· διά δέ τοῦ ἑαυτόν, πᾶσαν οἰκειότητα καί γνησιότητα. Μή γάρ μοι εἴπῃς, ὅτι οἱ συναπόστολοί σου καί ἑταῖροι ταῦτα λέγουσιν· οὐδέ γάρ ἐμαυτοῦ φείδομαι τοιαῦτα κηρύττοντος. Ταῦτα δέ οὐχ ὡς καταγινώσκων τῶν ἀποστόλων φησίν, οὐδέ ὡς παραβαινόντων τό κήρυγμα, ἄπαγε· “Εἴτε γάρ ἡμεῖς, εἴτε ἐκεῖνοι”, φησίν, “οὕτω κηρύσσομεν”· ἀλλά δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται, ὅταν περί ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ» (Ε.Π.Ε. 20, 202, 10).
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ὁ Θεός ἀναθεματίζει τούς ἀνωτέρους (ἀγγέλους καί Ἀποστόλους) πολύ περισσότερο ἀναθεματίζει τούς κατωτέρους (Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες), ἐάν κηρύττουν ἀντίθετα καί στό ἐλάχιστο ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα.
Καί ὁ Χρυσόστομος λοιπόν θεωρεῖ ὅτι ἰσχύουν παντοῦ καί πάντοτε οἱ ἀναθεματισμοί τοῦ Παύλου διά τούς αἱρετικούς καί δέν χρειάζεται γιά νά ἰσχύσουν, κάποια νέα ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Εἴπαμε ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου ἔχει ἄλλη ἔννοια καί ἄλλο σκοπό.
Σημαντική, ἐν κατακλεῖδι, εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ χρυσορρήμονος ἁγίου διά τούς ἔχοντας τά ἐκκλησιαστικῶς ἀξιώματα καί συγχρόνως καινοτομοῦντας Ἐπισκόπους «ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται, (ἐννοεῖται ὁ Παῦλος ἤ καί ὁ Χριστός) ὅταν περί ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ». Τό κακό εἶναι ὅτι τά γνωρίζουν αὐτά οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά ἐπιμένουν στήν διαστροφή καί παρερμηνεία τῆς Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Απόλυτα ορθό το δημοσίευμά σας και ο λόγος του π. Ευθυμίου περί του Εκκλησιαστικού Αναθέματος. Λαμβανομένου υπόψη, ότι στις ημέρες μας καμμία τοπική Σύνοδος δεν τόλμησε μέχρι τώρα να Καταδικάσει ευθέως, πόσο μάλλον να Αναθεματίσει τις ετεροδιδασκαλίες και καινοτομίες που έγιναν αποδεκτές στις αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου του Κολυμπαρίου, ας αναλάβει πρώτος, με Αναφώνηση προφορική ή γραπτή, ο Πιστός Λαός, ο Φύλακας και Υπερασπιστής της Πίστεως. Σε κάθε ομιλία ή συγκέντρωση που διοργανώνεται ενάντια στην Ψευδοσύνοδο του Κολυμπαρίου, για ενημέρωση των Πιστών, στο τέλος ας ψηφίζεται, είτε με υπογραφές είτε δια βοής, ψήφισμα Καταδίκης της Ψευδοσυνόδου ακόμη και Αναθεματισμού, ως Αναφώνηση του Πιστού Λαού, όλων των ετεροδιδασκαλιών και καινοτομιών της Ορθοδόξου Πίστεως που έγιναν δεκτές στην Ψευδοσύνοδο του Κολυμπαρίου. Επίσης μπορούν να κυκλοφορήσουν, είτε από χέρι σε χέρι, είτε μέσω του διαδικτύου, ανάλογα κείμενα Καταδίκης και Αναθεματισμού όσων Αντορθοδόξων έγιναν δεκτά στην Κρήτη, προς συλλογή υπογραφών. Με αυτό τον τρόπο, τουλάχιστον ο Πιστός Κλήρος και Λαός, που αποτελεί το Σώμα της Εκκλησίας, θα δηλώσει δημόσια την μη αποδοχή και την Καταδίκη της φιλοοικουμενιστικής Ψευδοσυνόδου και της Αιρέσεως που επεκύρωσε.